Ήταν εκείνη η παντέρμη, νεκρική γη που απλωνόταν ολόγυρά μάς· και οι νέοι επιβάτες που είχαν ανέβει στο λεωφορείο ενόσω εκοιμόμουν και η όλη των εμφάνιση μού εθύμιζε κάτι σε επαναστάτες του 21’… που μού εσήμαναν πως είχαμε αφιχθεί σε έναν καινούργιο, παράξενο κόσμο, σαν άνοιξα τα μάτια μου εκείνο το πρωί. Σύντομα θα προσεγγίζαμε την Ιαϊσαλμέρη: την χαμένη μέσα στα βάθη της ερήμου Τάρης, δυτικότερη πόλη της Ινδίας.
Ήμουν κουρασμένος απ’ το μαραθώνιο ταξίδι. Όταν τελικά το λεωφορείο έμπαινε στον πρόχειρο σταθμό στα περίχωρα της πόλης, ανυπομονούσα να εξέλθω και να αφήσω τον πρώτο κράχτη που θα επετύχαινα να με φέρει σε κάποιο δωμάτιο. Δεν πρόλαβα όμως… Πριν καλά-καλά ακινητοποιηθεί το όχημα, μού την έπεσε από δίπλα ο εισπράκτορας, που τα είχε φαίνεται τακιμιασμένα με κάποιον από τους κράχτες που ήταν συνωστισμένοι απ’ έξω, και ψιθυριστά στο αφτί μού έκανε μία πολύ δελεαστική προσφορά για ένα δωμάτιο στο δίευρο. Έτσι λοιπόν, αγνοώντας όλους τους υπολοίπους, σύντομα ήμουν μέσα στο τρίκυκλο του κράχτη εκείνου και ωδεύαμε προς το ξενοδοχείο της κλεφτουριάς.
Ενεός είχα μείνει να θωρώ εκείνην την αγαστή πολιτεία από την ταράτσα του ξενοδοχείου, μετά από λίγο. Τα δομημένα από τα κιτρινωπά πετρώματα της ερήμου κτίρια της Ιαϊσαλμέρης ελαμποκοπούσαν ως χρυσός υπό τον δριμύ πρωινό ήλιο. Μόνο λίγες μαντιλοφορούσες γυναίκες, και πού-και-πού καμμια ισχνή αγελάδα, περιδιέβαιναν νωχελικά το αμμοσκέπαστο δρομάκι από κάτω. Το μεγαφρούριο πιο πέρα, περίοπτο επί του υψηλού βράχου κατά μεσής του οικισμού, έσφιζε από ζωή· με παιδιά να επιδίδονται σε θορυβοποιά παιχνίδια ανά τις επάλξεις των τειχών του, και πλουμιστές μπουγάδες να κρέμονται από τα καστέλλια του. Κάπως έτσι, θαρρώ, θα έμοιαζε και η Αθήνα επί τουρκοκρατίας.
Εκεί, σε εκείνην την ταράτσα ήταν που επήρα να γνωρίζω έναν-έναν τους τύπους εκείνους που συνετηρούσαν το ξενοδοχείο, και έμοιαζαν όλοι με αρματολούς. Πόσοι να ήταν, ιδέα δεν έχω. Πόσους είχα δει, και όλο έβλεπα κι άλλους. Και πόσοι εξ αυτών έμοιαζαν τόσο εκπληκτικά μεταξύ τών, που μέχρι να τους πετύχω κάπου ταυτοχρόνως θα ωρκιζόμουν πως ήταν ένας. Άλλοι επήγαιναν, άλλοι έρχονταν… είχα χάσει την μπάλα.
Το ξενοδοχείο, εκτός από επιχείρηση, πρέπει να ήταν πρωτίστως λημέρι και αρχηγείο των στην πόλη. Και εκτός από το ξενοδοχείο, πρέπει να κατεγίνονταν με λογιών-λογιών μπίζνες. Είμαι, επίσης, σχεδόν σίγουρος πως είχαν ανοιχτές διαμάχες με λοιπές φατριές· για τις οποίες όλες, κάθε οικονομική δραστηριότητα στην πόλη απετελούσε πεδίο τριβής. Η σιγουριά μου αυτή, ενισχύεται κυρίως από το γεγονός του ότι: κάθε νύχτα κάποιος θα έμενε πάντοτε νηφάλιος και ξάγρυπνος να κρατάει σκοπιά, ενόσω οι υπόλοιποι εμεθοκοπούσαν και εταβλιάζονταν κατάχαμα στην ταράτσα.
Όλοι τών ενεργούσαν κατ’ εντολή του οπλαρχηγού· ο οποίος «έκανε μπαμ» με-την-μία. Εν αντιθέσει με όλους τους άλλους που εκυκλοφορούσαν πάντοτε με σανδάλια, ήταν ο μόνος που εφορούσε παπούτσια. Ήταν συνήθως ντυμένος με ένα λευκό σαλβάρι από κάτω και κατράμι-μαύρο πουκάμισο από πάνω. Έφερε δύο μεγάλους χρυσούς κρίκους – θα εζύγιζε ίσα με μια μεγάλη τομάτα ο καθείς, θαρρώ – στο κάθε του αφτί. Όλα του τα δάκτυλα ήταν περιζωμένα με πετροδακτύλιδα, τα χρώματα των οποίων εκάλυπταν ολάκερο το φάσμα της ίριδας. Και διετηρούσε ένα μουστάκι ολόιδιο με εκείνο του Ανδρούτσου. Ήταν τύπος φειδωλός στα λόγια. Μόνο καθόταν συνέχεια σ’ εκείνη την πολυθρόνα, πίσω από ένα βαρύ έδρανο, στην γωνία του σκοτεινού δωματίου ακριβώς αριστερά από την κυρία είσοδο του λημερίου, να παρατηρεί τον δρόμο από μία ανοιχτή σχισμάδα που άφηνε στην κουρτίνα δίπλα τού. Παρότι εγνώριζε σχετικά καλά αγγλικά, σπάνια έλεγε τίποτε στους πελάτες του· μόνο εχαμουγελούσε πονηρά σε όποιον εισερχόταν.
Εκτός από τον οπλαρχηγό, ένας ήταν μόνο ακόμη που εγνώριζε αγγλικά. Και, επίσης, ένας και μόνο ένας ήταν που, του οπλαρχηγού απουσιάζοντος, θα κατελάμβανε την πολυθρόνα του προσωρινά, και θα έριχνε και τις ποδάρες του πάνω στο έδρανο. Και ήταν και με διαφορά η μεγαλύτερη περιπτωσάρα απ’ όλο το λεφούσι εκεί μέσα. Ήταν το πρωτοπαλλήκαρο. Ψηλό, ευτραφές και ξυρισμένο παιδί γύρω στα 27-28. Λόγω των οξέων επικοινωνιακών του ικανοτήτων, ανελάμβανε να «ψήνει» τους πελάτες. Γλώσσα δεν έβαζε μέσα τού· σαν να τού την ετραβούσε κάποιος συνεχώς έξω με το τσιγκέλι.
Ήταν γνωστός με πολλά ονόματα… Τον είχα ακούσει να συστήνεται ως Πάμπλο σε έναν Ισπανό, ως Τζιοβάνι σε έναν Ιταλό, ως Τσάρλι σε έναν Άγγλο, και πάει λέγοντας… Σε εμένα δεν συνεκράτησα πως είχε συστηθεί – δεν εγνώριζε πάντως κανένα ελληνικό όνομα· αλλιώς θα το εθυμόμουν. Μια-φορά, εγώ στο μυαλό μου τον είχα βγάλει «ο παραμυθάς». Το τι έλεγε ο τύπος δεν υπάρχει!
Μού κάνει ο Ιταλός σε μία φάση: «Έχεις δει την Ιταλίδα;» «Ποία Ιταλίδα;» τού κάνω, «είμαι τρεις μέρες εδώ, δεν υπάρχει καμμία Ιταλίδα»… Έτσι τού είχε πει ο «Τζιοβάνι» για να τον ψήσει να έλθει μαζί τού, καταλάβαμε τότε. Και πετάγεται και ο Άγγλος: «Είναι ή δεν είναι μία Αγγλίδα εδώ;»
Το άλλο πάλι, κάθε που έκανες να κινήσεις έξω στην πόλη, σε έπερνε χαμπάρι σαν να είχε αισθητήρα βαλμένο στην έξοδο και έτρεχε να σε νουθετήσει: «Καλύτερα μην πας έξω. Μείνε εδώ. Ή αν πας να προσέχεις μην σε παρασύρουν. Μην εμπιστεύσαι κανέναν. Είναι κακοί άνθρωποι. Μην τών μιλάς» – Εφοβόταν μην φας έξω και χάσει τα λεφτά απ’ την κουζίνα· και τον καφέ ακόμη.
Το ωραίο ήταν πάλι όταν έπιανε την κλάψα: «Μας μισούν όλοι στην πόλη επειδή είμαστε από κατώτερη κάστα και έχουμε ανέβει. Κάνουν το πάν για να μας ρίξουν. Όλοι κωλυσιεργούν εναντίον μάς με κάθε τρόπο», κ.τ.λ. – Πράμμα βεβαίως που δεν μού δοκεί διόλου απίθανο να συνέβαινε όντως – να έλεγε και για μία φορά την αλήθεια. Αλλά όπως και νά ‘χει, αλήθεια ή ψέμματα, ο σκοπός του ήταν να τον λυπηθείς· να φας εκεί, και να τού στείλεις ίσως και καναν-πελάτη ακόμη. Να άκουγες μόνο συναίσθημα και παράπονο… ώρε δράμα! δώσε πόνο!
Τα καλύτερα πάντως τα άκουγες τα βράδυα, ιδίως μετά από το τρίτο-τέταρτο ποτήρι ουίσκι… Τότε πλέον τα ψέμματα που έλεγε δεν απεσκοπούσαν σε ουδέν απτό κέρδος· νέτα σκέτα παραμύθια… Είχε, λέει, μερσεντές στο χωριό του. Είχε σπίτι στο Παρίσι. Είχε πάει με 262 – μετρημένες παρακαλώ! – Ευρωπαίες, χώρια τις Αμερικάνες και Ασιάτισσες. Και όλο έλεγε…