Εξερεύνησα αρκετά και τον ευρύτερο παράδεισο που περιέβαλλε την πόλη και φιλοξενούσε η νήσος. Πιο βολικό και ευχάριστο μέσον για να το πράξω αυτό, δεν υπήρχε από ένα ποδήλατο. Ενοικίασα ένα παλαιό και μισοξεχαρβαλωμένο ποδηλατάκι για ένα διδόλαρο την ημέρα, από έναν Ινδό που ηύρα σε κάποιο υπαίθριο παζάρι. Το ποδηλατάκι εκείνο απεδείχθη δύναμη, αφού κατάφερε να με οδηγήσει απ΄-άκρη-σ’-άκρη του νησιού χωρίς σημαντικά προβλήματα ― ειμή μία σκασμένη σαμπρέλα· και τον πίρο του τιμονιού που έσπασε, αναγκάζοντάς με να πρέπει να μπήγω το τιμόνι μέσα στον λαιμό του κοπανητό με κάποια κοτρόνα κάθε-λίγο-και-λιγάκι· όπου, με την βοήθεια του παχέος στρώματος σκουριάς, θα έμενε σφηνωμένο για κάμποση ώρα μέχρι να ξαναβγεί.
Ως προορισμό της πρώτης μου ποδηλατικής εξόρμησης σε αυτή την νήσο, έθεσα το άκρο βόρειό της σημείο. Έτσι, ένα χάραμα, άφηνα πίσω μου την πόλη καβάλα στο τρίζον μου εργαλείο· και ποδηλατούσα θαυμάζοντας τις πρώτες ακτίνες του τροπικού ηλίου που διείσδυαν ανάμεσα στα φοινικόφυλλα και τις χαμοκέλες στην δεξιά πλευρά του δρόμου.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μού έκαναν εντύπωση στην ζανζιβαρική ύπαιθρο ήταν η πυκνότητα του πληθυσμού της. Συγκρίσεως χάριν, η έκτασή της είναι τα δύο-τρίτα της Εύβοιας, ενώ η πληθυσμός της σχεδόν δεκαπλάσιος ― μη-συνυπολογισμένων των τουριστών. Όλη σχεδόν η γη ήταν κατοικημένη. Τα χωριά ήταν διαδοχικά· όπου τελείωνε το ένα άρχιζε το επόμενο. Ποδηλατούσα, ποδηλατούσα, και ευρισκόμουν συνεχώς μέσα σε κάποιο χωριό. Αυτά απετελούντο κυρίως από κατασκευασμένα με λάσπη και άχυρο παραπήγματα, τα οποία περιστοιχίζονταν από μπανανιές, ραφιές, μανγκόδενδρα, γαρυφαλλόδενδρα, και λογιών πολλών τροπικές καλλιέργειες· καθώς και κοτόπουλα και άλλα ζωντανά.
Θερμό ενδιαφέρον κινούσα στους κατοίκους των σαν με έβλεπαν να διέρχομαι με το ποδήλατο. Εν αμφοτέραις πλευραίς του δρόμου, θα διέκρινα στραμμένους προς εμένα ανθρώπους να με κοιτούν χαμογελαστοί και να μού γνέφουν προσηνώς. Κάπου-κάπου, θα άκουγα και κάποια φωνή μέσα από το μπουλούκι να μού φωνάζει «eee, mzungu!» ― Φώναζαν και πολλά άλλα· αλλά αφού δεν καταλάβαινα τι σημαίνουν, δεν μπορώ να γνωρίζω θετικά εάν αποτείνονταν σε εμένα. Ομηγύρεις μικρών παιδιών θα στέκονταν εδώ-και-‘κεί στην άκρη του δρόμου, να με παρατηρούν, άλλα παραξενεμένα, άλλα κρυφογελώντας, από απόσταση καθώς πλησίαζα. Και όταν τα κοντοζύγωνα και τών έκανα «jambo!», μού έκαναν κι αυτά συντονισμένα σαν με μία φωνή «mambo!».
Με-τα-πολλά, μετά από καμμια-‘ξηνταριά χιλιόμετρα και κανα-τρίωρο από την ανατολή, έφτασα στο Nungwi, ευρισκόμενο στο βόρειο ακρωτήριο του νησιού. Αυτόσε με είχε συμβουλεύσει να κατευθυνθώ ένας τύπος στην πόλη, όταν τού γύρευσα να μού συστήσει κάποια ωραία παραλία. Μεγάλη εμβροντησία και απογοήτευση βίωσα, όταν φτάνοντας στην ακτή που υπολόγιζα να εύρω μία παραμυθένια παραλία, δεν αντίκρισα παρά ένα διάπλατο τέναγος, κατάγιομο φύκια, πέτρες, και όστρακα, που εξετεινόταν για κανα-δυο-τρία χιλιόμετρα προς την θάλασσα. «Ψψ, με κορόιδευσε ο πούστης!» είπα μέσα μού.
Εγκατέλειψα την ιδέα του ότι μπορεί να κολυμβήσω σήμερα, και κίνησα στο χωριό να περιμένω την φίλη μου· που ερχόταν κι αυτή εκεί με νταλαντάλα ― Αυτά ήταν κάποια αγροτικά οχήματα που εκτελούσαν στο νησί χρέη λεωφορείων. Παρότι κάπως τι στριμωχτά, το ταξίδι εντός της καρότσας των ήταν σχετικά εντάξει, θα μπορούσα να πω. Το ίδιο, φαντάζομαι, δεν θα μπορούσα να πω πως θα ίσχυε και κατά την περίοδο των μουσώνων· κατά την οποία μάλλον θα καθίσταντο… όχι και τόσο πρακτικά. Ήλθε τελικά και η φίλη, πήγαμε μία βολτίτσα, ήπιαμε ένα καφεδάκι, ήπιαμε κι ένα τσιγαράκι, είπαμε και πεντ’-έξι μαλακιούλες, και κινήσαμε πάλι προς την κόστα.
Μετά από το απαραίτητο διάστημα των ολίγων δευτερολέπτων που εχρειάσθη για να σιγουρευθώ ότι όντως ευρίσκομαι στο ίδιο μέρος που ήμουν πριν λίγες ώρες, τρισκατάπληκτος είχα μείνει να θεωρώ εκείνο το θαύμα που εμαρτυρείτο μπρος στα ματάκια μου. Εντάξει… κι εμείς έχουμε παλίρροια στον τόπο μου, αλλά αυτό το πράμμα πια! Ο ωκεανός ολάκερος είχε φουσκώσει, πρηστεί και διογκωθεί. Και μανιασμένος είχε εξορμήσει τώρα στην ακτή, και ροχθούσε αγέρωχα πάνω στην απέραντη, κάτασπρη, ψιλή αμμουδιά. Όλο εκείνο το τέναγος που θωρούσα νωρίτερα, είχε τώρα χαθεί κάτω από τα γαλάζια κύματα. Κάποιες φελούκες, που έρημες πρωτύτερα άραζαν μισοβυθισμένες στην λάσπη, χόρευαν τώρα στον ρυθμό των τανταλιζομένων υδάτων.
Λίγα λεπτά μετά, ήμασταν κι εμείς μέσα στην πεντακάθαρη θάλασσα να κολυμβούμε και να πλατσουρίζουμε ανάμεσα στα κύματα και τις φελούκες. Όλο εκείνο το μεσημέρι, μέχρι αργά το απόγευμα, το περάσαμε μέσα-έξω στην θάλασσα, μεταξύ νερού και αμμουδιάς, εκτάδην σε μία ξαπλώστρα με μία μπύρα στο χέρι ― Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν και κάποιο εξωτικό κοκτέιλ, πιο ειδυλλιακά· ποτέ δεν τα αρεσκόμουν ιδιαίτερα όμως. Οι εμπειρίες εκείνης της ημέρας θα μπορούσαν κάλλιστα να παρατεθούν ως ο ορισμός της ντολτσεβίτας. Ποια θεσπέσια ευχαρίστηση να περνάς μία τεμπέλικη μέρα σε μία τροπική παραλία! Προσωπικά, δεν πιστεύω πως υπάρχει κάποιος θεός που ρίχνει φωτιές· είμαι ωστόσο έτοιμος να πιστεύσω ότι, εάν έδειχνα την παραμικρή αχαριστία να παραπονεθώ για κάτι εκείνη την ημέρα, αυτοστιγμεί θα δημιουργείτο ώστε να ανοίξει τους ουρανούς και να τις ρίξει να με καύσει.
Σε μία φάση, εκεί που ενετρυφούσα να περπατώ κατά μήκος του γιαλού, διέκρινα στο βάθος έναν τυπάκο που έκδηλα το είχε βάλει γραμμή κατά πάνω μού· προφανώς ίνα επιχειρήσει να μού πουλήσει κάτι. Δεν έπεσα έξω. Με-το-που φτάσαμε αντίκρυ ο ένας τού άλλου, στάθηκε, και επιστρατεύοντας τις γνώσεις του σε μία πληθώρα ευρωπαϊκών γλωσσών, άρχισε να μού ρεκλαμάρει διάφορα μπιχλιμπίδια. Δεν είπα τίποτε, παραμόνο τον άκουγα, μέχρι που γύρευσε να μάθει από πού είμαι. Σαν το γνωστοποίησά τού, έμεινε για λίγο να με ξανοίγει σιωπηλά και εταστικά. «Are you captain Jack?» με ρώτησε τελικά. «No, I’m captain Jim» τού απάντησα κι εγώ, με μία κάποια αποφαντική χροιά. Με ξάνοιξε δυο-τρείς στιγμές ακόμη. «We are together!» μού είπε σε έναν ένθερμο τόνο, και κίνησε στον δρόμο του, τείνοντάς μού μία χαιρετιστήρια χειρονομία. «Άντε γεια, στο καλό» τού έκανα κι εγώ, κάτι τι συγκινημένος από τον τόνο αυτής της κοφτής του φράσης.
Τελικά δεν αφήσαμε την παραλία παρά αργά το απόγευμα μόνο, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει να προσεγγίζει τον ωκεανό· ο οποίος διαρκώς και εντατικώς ελκόμενος από την σελήνη, κόντευε να καταπιεί και τις τελευταίες σπιθαμές αμμουδιάς που είχαν απομείνει στεγνές.