Το κανονικό μου ξυπνητήρι των επτά χτύπησε μόλις σαν γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Ήπιαμε έναν καφέ, και βγήκαμε για βόλτα στην Μοροντάβα.
Παρότι ακόμη πρωί, η ζέστη ήταν βίαια. Ελάχιστοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν στις αμμοσκεπείς οδούς, περπατώντας ή ποδηλατώντας ληθαργικά. Λίγοι περισσότεροι λαγοκοιμούνταν ή ψευτοδούλευαν στους ίσκιους. Αλμύρα και ψαρίλα διεπότιζαν τον αέρα. Ακολουθήσαμε την μυρωδιά μέσω αμμωδών μονοπατιών ανάμεσα σε ξύλινες παράγκες μέχρι την παραλία.
Μία πλατιά, ψιλή, λευκή αμμουδιά εξετείνετο άσωστα προς αμφότερες τις κατευθύνσεις. Αυθόρμητα, επιλέξαμε την νότια. Ένας ισχυρός ωκεάνιος άνεμος εξάχνωνε τον ιδρώτα και με έκανε να λησμονήσω το πόσο τσουρούφλιζε ο ήλιος. Οι ντόπιοι το γνώριζαν καλά και δεν σουλάτσαραν εκτεθειμένοι παραμόνο για αναγκαίο βιοπορισμό. Γυναίκες μετέφεραν κοφίνια με ψάρια ισορροπημένα στο κεφάλι. Γηραιότεροι άνδρες ξέμπλεκαν δίχτυα και δόλωναν παραγάδια. Νεαρότεροι άνδρες ωθούσαν πιρόγες ενάντια στα κύματα προς τα ανοιχτά, όπου κολπωμένα ζωηρόχρωμα πανιά διέστιζαν τον γαλανό ορίζοντα. Ένα αλάνι, διιστάμενο από τις πατροπαράδοτες απασχολήσεις, γύρευε τουρίστες να πουλήσει τουρ.
Μάς συστήθηκε ως Βούνι. Μιλούσε άριστα γαλλικά και λίγα αγγλικά ακόμη. Πρότεινε να μας πάει βαρκάδα σε ένα παραδοσιακό ψαροχώρι. Φαινόταν καλό παιδί· το κόστος ήταν ευτελές… Τού είπα ότι πάμε να τσιμπήσουμε κάτι πρώτα και να έλθει να μας συναντήσει σε εκείνο το εστιατόριο σε δύο ώρες.
Πολύ νωρίτερα, είχε στηθεί να περιμένει απέξω παρέα με ένα φιλαράκι που φώναξε για συγκωπηλάτη. Άμα αποφάγαμε, φύγαμε όλοι μαζί και περπατήσαμε κατά μήκος της αμμόγλωσσας ανάμεσα στην ακτή και τον όπισθεν ρέοντα ποταμό μέχρι που μπήκαμε σε μια περιφραγμένη αυλή. Ένας γέροντας, που μάλλον ήταν παππούς του Βούνι, σήκωσε επιδοκιμαστικά το βλέμμα από ένα κωλόπανο που έπλενε φιλόπονα, ικανοποιημένος από την είσοδό μας και το έσοδο που αυτή συνεπήγετο. Τα παιδιά χώθηκαν μέχρι το γόνατο στην ιλύ της όχθης και καθείλκυσαν ένα μονόξυλο. Επιβιβαστήκαμε και ξεκινήσαμε.
Αν-και πηγαίναμε κατάντη, ο μετωπικός άνεμος και η εισρέουσα παλίρροια παρέσυραν το σκάφος προς τα ανάντη. Με μόχθο ως εκ τούτου λαμνοκόπησαν τα παλικάρια στο πλάι της μαγκρόβιας όχθης προς την θάλασσα. Για κάποια απόσταση στην εκβολή όπου τα νερά ερήχαιναν, πήδησαν μέσα και έσπρωξαν με τα πόδια. Κωπηλατώντας πάλι προς τα αντίπερα, επιβάτες μηχανοκίνητων σκαφών της γραμμής μάς κουνούσαν χέρια και μας επευφημούσαν.
Αφήνοντας παπούτσια στην βάρκα να μην βραχούν, αποβιβαστήκαμε ξυπόλητοι στο απέναντι τέναγος και κατευθυνθήκαμε πεζοί προς την Μπετάνια: έναν στοιχειώδη, ανηλέκτριστο οικισμό μιας-πεντακοσαριάς κατοίκων γύρω από ένα πηγάδι· μία αμιγή αντιπραγματιστική οικονομία, στην οποία αποκλειστικά έπιαναν ψάρια και εξέτρεφαν λίγα κοτόπουλα που αντάλλασσαν στην πόλη με ρύζι και ζαχαρωτά για τα παιδιά.
Αφού διεσχίσαμε το τέναγος, η στεγνή άμμος παραζεματούσε για τις μαλακές μας πατούσες. Περιμέναμε στην σκιά ενός φοίνικα μέχρι να πεταχτεί ο Βούνι να μάς φέρει δυο ζευγάρια παντόφλες. Σαν μπήκαμε μετά στο χωριό, μας ενημέρωσε πως πρέπει να καταβάλουμε μία μικρή συνεισφορά για την κοινότητα στον πρόεδρο.
Ο πρόεδρος ζούσε σε μία λιτή ξύλινη καλύβα σαν όλων των άλλων. Ρώτησα τον Βούνι εάν διατηρεί το αξίωμα εφ’ όρου ζωής. Απάντησε πως αλλάζουν ανά πενταετία, αλλά δεν μπορούσε να καλοεξηγήσει βάσει ποίας διαδικασίας. Ο πρόεδρος ήταν τόσο ταπεινός όσο και η προεδρική κατοικία. Μας καλωσόρισε στο εσωτερικό με ένα αγνό και συνεσταλμένο χαμόγελο. Τσέπωσε το παραδάκι και μας παρακολούθησε φιλοπερίεργα να παίζουμε με τα δέκα πάνω-κάτω παιδιά του.
Ύστερα συνεχίσαμε τον περίπατο στο χωριό. Οι περαστικοί ενήλικες αρχικά δεν έδειχναν ενθουσιασμένοι από την παρουσία μας—νομίζω ρωτούσαν τον Βούνι να εξακριβώσουν ότι είχαμε πληρώσει πριν αλλάξουν δρόμο σκυθρωποί. Αφότου όμως γίναμε φαιδρό θέαμα για τον συσπειρωμένο παιδικό πληθυσμό, θερμάνθηκε και των μεγάλων η στάση απέναντί μας.
Μία γυναίκα προσφέρθηκε να σοβατίσει την Σόφη με εκείνην την αντηλιακή/καλλυντική μάσκα προσώπου που έβαζαν οι ντόπιες. Απέδωσε· το πρόσωπό της ήταν εμφανώς λιγότερο καμένο απότι το δικό μου στο τέλος της ημέρας.
Έναν άλλον τύπο μάς τον συνέστησε ο Βούνι ως τον λεμούριο του χωριού. Πήρε λίγη ανάλυση μέχρι να ερμηνεύσουμε ότι με αυτόν τον όρο ενενοείτο πως ήταν εκείνος που για λίγα ψιλά θα σκαρφαλώσει στον φοίνικα να κόψει καρύδες. Διψούσαμε και παραγγείλαμε δύο. Ανερριχήθη σβέλτα κι επιδέξια—ουκ απεμφερώς με πραγματικό λεμούριο—και μάς παρέδωσε τις καρύδες ανοιγμένες με το πελέκι.
Το παιδομάνι μας συνόδευσε στη επιστροφή, χοροπηδώντας, γελώντας, και τσιρίζοντας «cadeau cadeau». Ένα-ένα έκαναν μεταβολή, και στο τέλος έμειναν μόνο ο πρόεδρος και ένας έφηβος που μας ακολούθησαν μέχρι την πιρόγα. Θεώρησα ότι μας προβόδιζαν. Αλλά τελικά ο πρώτος ήλθε για να πάρει πίσω τις παντόφλες του, και ο δεύτερος για να τον πετάξουμε στην πόλη. Τράβηξε κουπί εις ανταλλαγή των ναύλων, έτσι-που ο Βούνι ξαπόστασε στον γυρισμό.
Στον δρόμο προς το ξενοδοχείο, περάσαμε από ένα ωραίο ρέγκικο μπαράκι επ’ ονόματι Rasta’s Place. Σύγκαιρα, μας προσπέρασε σίφουνας ένα τουκτούκ, από το οποίο ξεπρόβαλε ένα κεφάλι με κάτι τζίβες σαν καραβόσχοινα που μάς φώναξε «ce soir!». Ήταν προφανώς ο Ράστας αυτοπροσώπως που μας προσκαλούσε απόψε για μπίρες. Η συντυχία παραήταν εκπληκτική για να την αντιπαρέλθουμε. Κατεβήκαμε παρέα με τον Ταχίνα, αφού δειπνήσαμε στο ξενοδοχείο, και ευχαριστηθήκαμε λίγη ζωντανή μουσική—κράμα ρέγκε και παραδοσιακής—προτού ξαναβγούμε στον δρόμο τα χαράματα.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Μοροντάβα και την Μπετάνια σε υψηλότερη ανάλυση.