Τα τραγούδια μου στο YouTube
Η μουσική μου στο Spotify
Όλα μου τα ποιήματα (μελοποιημένα ή μη)
Ένα τραγούδι για έναν πεθαμένο
A song for a dead man
Στίχοι
Το έμαθα τι έγινε, φίλε, παλιέ μου φίλε
Το άκουσα τι σού ‘τύχε, αγαπητέ μου ηλίθιε
Χρόνια περάσανε πολλά που νέα σου δεν πήρα
Κι αναρωτιόμουν πού και πού ποιά σού ‘χει λάξει μοίρα
Μα τελικά τα έμαθα από έναν κοινό μας φίλο
Τυχαία στα Εξάρχεια τον πέτυχα τον τύπο
Μού εξιστόρησε πολλά, κι αυτό μόνο στο τέλος
Α! να τι άλλο έγινε· απέθανε ο Αλέκος
Μαλάκα Αλέκο πέθανες· δεν άντεξες τον πόνο
Την θεωρούσες την ζωή σκληρό μαρτύριο μόνο
Μαλάκα Αλέκο έσβησες, εχάθης μια για πάντα
Πες μού ρε βλάκα! πού ‘σαι εδά; δεν απαντάς, απάντα!
Ο νους σου ήδη έπαυσε, το σώμα σου σαπίζει
Με του καιρού το πέρασμα κι η μνήμη σου θα φθίσει
Γιατί ρε μάπα πέθανες; δεν κράτησες τον λόγο
Που κάθε βράδυ έλεγες, “ναι, αύριο θα την κόψω”
Μα δεν σε κατακρίνω πια· σ’ έχω κατανοήσει
Το ξέρω ποία δύναμη στην ήλεγχε την ζήση
Κάποιον καιρό, συγχώρα με, σε νόμιζα ηλίθιο
Μα πια το συνειδητοποιώ· ήμουν κι εγώ το ίδιο
Μαζί ταλανιζόμασταν μες στην φρικτή την πλάνη
‘Γω έζησα, συ πέθανες, αυτά η τύχη κάνει
Μονάχα τώρα εύχομαι να ηύρες καταφύγιο
Απ’ το ανελέητο αυτό που εβίωνες μαρτύριο
Θυμάμαι που νταγκλάραμε σε ζοφερά δωμάτια
Κι άσκοπα εγυροφέρναμε τα ομονοιακά σοκάκια
Ώρες περνούσαμε πολλές για να φιλοσοφούμε
Στην μάταιη την ύπαρξη κάποια χαρά να βρούμε
Μα άδικα ανεζητούσαμε τυφλοί μες στο σκοτάδι
Μονάχα εκουβαλούσαμε καντήλι δίχως λάδι
Κι όμως την ηύρα τελικά· απεφάσισα να ζήσω
Κρίμα που δεν υπάρχεις πια· ήθελα να στην δείξω
Το ξέρω· τό ‘ξερες κι εσύ πως η χαρά υπάρχει
Μα δεν το εκαλοπίστευσες πως σένα θα σού λάξει
Γι’ άλλους μονάχα νόμιζες είν’ κατοχυρωμένη
Και πως για σένα ούτε μια σταλιά δεν απομένει
Παρ’ όλα αυτά αγωνίστηκες με όσες δυνάμεις είχες
Για να βαστάξεις την ζωή που ήταν για σένα λύπες
Όμως δεν άντεξες πολύ· ελύγισες στο τέλος
Έτσι και ελιποπνόησες όντας ακόμη νέος
Στην μνήμη μου θα φέρνω σε κάποιες φορές λιγάκι
Μα όχι συχνά, κι ούτε πολύ, για θα μού είν’ φαρμάκι
Οι εποχές οι τοτινές που εκάναμε παρέα
Να τις θυμάμαι, με τρυπούν όπως τις φλέβες σέα
Σαν μεγαλώνω και γερνώ και ξεφορτώνω μνήμες
Ίσως και να ξεχάσω το πως κάποτε υπήρξες
Μα αυτό μην σε στενοχωρεί· τι σημασία νά ‘χει;
Θυμούνται, δε θυμούνται σε, ποια διαφορά σού κάνει;
Είσαι νεκρός, είσ’ άυλος, υπόσταση δεν έχεις
Δεν νοιώθεις, δεν αισθάνεσαι, ουδέν καταλαβαίνεις
Τους στίχους τούτους δεν θα δεις· τι και που είν’ για σένα;
Και τραγουδώ, για ποιόν θαρρείς, για σένα τον κανένα
Ποτέ σού δεν θα ξαναδείς πρόσωπο γυναικείο
Μήτ’ από ήλιο πάλλαμπρο κατάφωτο τοπίο
Καθόλου αυτήν δεν την νοείς που σού ‘τυχε την νίλα
Μήτε την που σ’ επλάκωσε τρισάπειρη μαυρίλα
Μα τι νά γίνει, τελικά, τα πράγματα έτσι έχουν
Αργότερα ή νωρίτερα τα πάντα τέλος παίρνουν
Μάλλον δεν θά ‘ναι άσχημη θαρρώ κι η ανυπαρξία
Μα κι η ζωή σου, αν και σκλήρη, την είχε μιαν αξία
Της Όχης θα την μαρτυρούν οι πέτρες και το χώμα
Κι οι Μούσες που ‘ν’ στα Έρια και σε θυμούνται ακόμα
Όπως και νά ‘χε, κάποτε και κάπως θά ‘σουν τέζα
Τουλάχιστον ειρηνικά θα σέ ‘στειλε η πρέζα
Που δεν σε συγχωρεί κανείς
Γι’ αυτό μονάχος κάθεσαι και κλαις τις σιωπηρές τις νύχτες
Με δάκρυα απελπισίας και λυγμούς σπαρακτικούς
Πνιγμένος μεσ’ στις ενοχές και τις φρικτές τις τύψεις
Κανείς ποτέ δεν σ’ άκουσε
Που απεγνωσμένος αλυχτούσες μέσα στην σιωπή σου
Γυρεύοντας συγχώρεση για μόνη απαντοχή
Σε μια μετάνοια θλιβερή αιώνια καταδικασμένος
Ποτέ σού δεν κατάλαβες
Το ότι συγχώρεση δεν ζήτησες ποτέ από κανέναν
Το ότι κανείς δεν το γνωρίζει το μαρτύριο που βιώνεις
Το ότι εσύ ποτέ δεν μπόρεσες να συγχωρέσεις τον εαυτό σου
Αλλά δεν είναι αυτό που σε ταλαιπωρεί
Δεν είν’ βαρειά συνείδηση που τρώει και στοιχειώνει την ψυχή σου
Μα είναι κάτι που δεν ξέρεις και δεν μπορείς να φανταστείς
Το πως δεν έφτεξες σε τίποτε· ποτέ δεν έβλαψες κανέναν
Ένα τραγούδι που έγραψα έναν καιρό σε κάποια Ουκρανική πεδιάδα.
A song I wrote once upon a time in some Ukranian fields.
Στίχοι:
Δεμένη φιόγκος η γαλαζοκίτρινη κορδέλα
Στου ποδηλάτου μου την σχάρα μού θυμίζει εσένα
Εκείνα τα χαράματα που σ’ απεχαιρετούσα
Και για στερνή μάλλον φορά τα χείλη σου εφιλούσα
Τα μάτια σου, εθωρούσα τα, εκρατιόνταν να μην κλάψουν
Μα και τα εμά με βάσανο εμπορέσαν να μειδιάσουν
Όταν για ύστατη στιγμή εσένα αντικρίσαν
Και μόνο όταν πια δεν σ’ έβλεπα δυο δάκρυα εκυλήσαν
Τότε καλοκατάλαβα το πόσο θα μού λείπεις
Σαν θά ‘μαι ‘κει έξω μόνος μού, εγώ κι οι αναμνήσεις
Θα συλλογούμαι τις στιγμές που επέρασα μαζί σού
Και κάθε νύχτα θα πονώ που λείπει το κορμί σου
Κάθε που κάνω πεταλιά θά ‘μαι και πιο μακριά σού
Όμως σαν ονειρεύομαι θα έρχομαι κοντά σού
Δεν σε ξεχνώ, δεν το μπορώ, γλυκούλα μου κοπέλα
Θυμίζει σε μού η γαλαζοκίτρινη κορδέλα
My Songs Playlist
My Guitar Covers Playlist
Ένα τραγούδι που έγραψα κατά την διάρκεια κάποιων ημερών που κατασκήνωνα μονάχος μου με την κιθάρα μου σε μία όχθη της Λίμνης Μπουνιόνι στην Ουγκάντα.
Στίχοι
Προχθές σε καρτερούσα να φανείς
Οψές το ήξερα πως δεν θα έρθεις
Και σήμερα εσηκώθηκα νωρίς
Την νύχτα πως υπέφερα δεν ξέρεις
Μα τώρα πια το εσκέφτηκα καλά
Για σένα να μαράξω δεν το θέλω
Αντίο, στο καλό, και γεια χαρά
Στην θύμισή σου λέω και πηγαίνω
Σαν είδα σε ταράχτηκα πολύ
Δεν ήξερα ποια είσαι και τι κάνεις
Σού μίλησα και χάρηκα γιατί
Εθάρρεσα πως με άλληνε δεν μοιάζεις
Εγύρευσα μού φαίνεται πολλά
Δεν νόησα τι θες και πού πηγαίνεις
Μα δεν πειράζει· εσύ νά ‘σαι καλά
Κι όσες χαρές γυρεύεις να τις εύρεις
Και τώρα πάω, φεύγω
Μόνος τον δρόμο παίρνω
Τίποτε δεν έχω ανάγκη
Δεν θα κάνω τα ίδια λάθη
Αύριο θα γελάω
Με χαρά θα χοροπηδάω
Όμως πριν αυτό να το κάνω
Στέκω λίγο εδώ
Και τραγουδώ μονάχος μού τραγούδια πού ‘λεγα
Έναν καιρό που ήταν σαν σήμερα
Μαύρη η ψυχή μου, ανούσια η ζωή μου
Βαρύς ο πόνος μου, άδειος ο κόσμος μου
Ήμουν θλιμμένος και βαριεστημένος
Ήμουν και τότε σαν τώρα μόνος μού
Και τραγουδάω σήμερα με λόγια στενάχωρα
Λόγια που μες στην ψυχή μου τά ‘κρυβα
Ήταν θαμμένα και ξεχασμένα
Είναι του πόνου μου τα αποθήμενα
Μα εσύ τα ξύπνησες αφού με πλήγωσες
Κι έμεινα πάλι σαν τότε μόνος μού
My Songs Playlist
My Guitar Covers Playlist
Αυτό που πλέον μού λείπει περισσότερο από κάθε τι ενώ ταξιδεύω είναι η μουσική. Δυστυχώς δεν έχω πια την ενέργεια να κουβαλάω και κάποιο μουσικό όργανο μεταξύ όλων μου των λοιπών υπαρχόντων ανά την υφήλιο. Την είχα όμως (μαζί με την ανάγκη να μπασκάρω πού-και-πού στον δρόμο για να συμπληρώνω τα έξοδα) όταν ήμουν λίγο νεαρότερος… όπως προ μίας δεκαετίας, οπόταν προμηθεύτηκα την εικονιζόμενη, φθηνιάρικη κλασική κιθαρούλα σε μία κωμόπολη της Ναμίμπιας και εν καιρώ την έσυρα ξέθηκη μέχρι την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αποτέλεσε αξιαγάπητη συντροφιά κατά τις αμέτρητες ώρες μοναξιάς εκείνου του μεγάλου ταξιδιού. Λυπήθηκα που έπρεπε ύστερα να την παρατήσω, αλλά τα ναύλα για να την πάρω στο αεροπλάνο υπερέβαιναν την αξία της. Τουλάχιστον έμειναν ωραίες αναμνήσεις και κάμποσα τραγούδια που έγραψα μαζί τής. Το τελευταίο και αγαπημένο μου εξ αυτών, που έγραψα λίγες ημέρες πριν την αφήσω, το ηχογράφησα πρόσφατα και χαίρομαι ιδιαιτέρως να το μοιραστώ μαζί σάς.
Spotify: https://bit.ly/3xwI4Xp
Apple Music: https://bit.ly/4aSM6re
Στίχοι
Τα μάτια σου ασέληνη είναι νύχτα
Σαν τα κοιτώ το είναι μου ριγεί
Και σαν πουλιά νυκτός μαυλιστικά
Με υπνωτίζει η μειλίχια σου η φωνή
Το χέρι σου βελούδο αγιοποιημένο
Να το κρατώ αγγέλοι τραγουδούν
Προς τα ουράνια νιώθω ότι ανεβαίνω
Ενώ συμφωνία μυστική ποιούν
Η κόμη σου αθέατο μυστήριο
Ποθούμενος κρυμμένος θησαυρός
Και το αγγελικό σου το κορμί
Απαγορευμένος της Εδέμ καρπός
Η μνήμη σου ολόδροση είναι αύρα
Ενθύμιο μίας εποχής αλλοτινής
Τότε που αναβλύζαμε με νιάτα
Και όνειρα σαν ρόδα της αυγής
Αλεξανδρινή μου, εσύ όμορφή μου
Αυτό που θέλω νά ‘σαι μαζί μού
Να Θωρρούμε εικόνες ενός κόσμου θείου
Σ’ ένα ακρογιάλι της Μεσογείου
Αλεξανδρινή μου, της ζωής δαδί μου
Πυροφάνι είσαι μες στην ψυχή μου
Μέρα-νύχτα καις την σαν αρχαίος φάρος
Που το φως του φτάνει στης αλός το βάθος
Πρώτη εκτέλεση
Άχου και να γινότανε με κάποιον έναν τρόπο
Κάποιο λυχνάρι νά ‘βρισκα σ’ έναν χαμένο τόπο
Τρισφαλισμένο μυστικό νά ‘στιβα από έναν μύθο
Ή ίσως ν’ ανεκάλυπτα την φιλοσοφική την λίθο
Μα και την δόλια μου ψυχή
Τις επαγγελικές τις γαίες
Τους παραδείσους και τα ουριά
Άπειρη ευδαιμονία
Όποια και να μού απέμενε στερνή απαντοχή
Όλα θα τα ξεπούλαγα στους βρωμερούς δαιμόνους
Όλα τα παρεπέταγα χωρίς καμμία τύψη
Αν ξεπηδούσε ο σατανάς απ’ τους βαθείς τους χθόνους
Και μού παρουσιαζότανε μια ευχή να μού χαρίσει
Ζωές θα ‘ζήταγα πολλές σε τούτον ‘δω τον κόσμο
Με σάρκα, πάθη, και οστά, και κάθε αδυναμία
Αλάτι κι οξυγόνο παράκτια να εισπνέω
Κι όλα τα πάμψηλα βουνά ν’ ανεβοκατεβαίνω
Ποτέ δεν θα βαριόμουνα· ποσώς δεν αμφιβάλλω
Θα τού ζητούσα τις ζωές πάρα πολλές να είναι
Τόσες που να κρατήσουνε για όσο η γη γυρίζει
Κι είθε να πάω στον διάολο όταν ο ήλιος σβήσει
Μα δεν θ’ αρκούμουνα σ’ αυτό
Πλιότερα θα ζητούσα
Για κάθε μια από τις ζωές αξίωση θα τό ‘χα
Νά ‘χα υποστάσεις πολλαπλές ωσάν την τωρινή μου
Τόσους να είχα εαυτούς
Όσες κι οι όμορφες γυναίκες του πλανήτη
Μη με θαρρείτε εγωιστή;
Το δίχως άλλο, είμαι!
Μα όχι δα και πάντοτε
Μην με παρεξηγήτε
Μονάχα, να…
Κάποιες στιγμές σαν ταύτες ‘δα
Που ο νους μου αδυνατεί να συλλάβει την φύση της γυναικίας ομορφιάς
Και ένα καρδιοχτύπι τρελό, ερωτικό την καρδιά μου συνεπαίρνει
Μόνο σε τέτοιες στιγμές
Που όταν τις οράω
Μαύρες, λευκές, και κίτρινες
Ψηλές, κοντές, λιγνές, και στρουμπουλές
Ξανθιές, μελαχρινές
Φτάνει να είναι όμορφες
Όλες τις αγαπάω
Κάποτε είχα όνειρα
Σαν θά ‘μαι εδώ αιώνια
Τώρα έχουν γίνει ερώτημα
Πώς πέρασαν τα χρόνια;
Κάποτε κοίταζα μπροστά
Δεν είχα κάποια όρια
Μα τώρα αυτά είν’ υπαρκτά
Τα έφεραν τα χρόνια
Κάποτε κάτι ήλπιζα
Ξάφνως νά ‘ρθει σαν τα χιόνια
Μα άδικα περίμενα
Σαν πέρναγαν τα χρόνια
Κάποτε εξεφραζόμουνα
Με πράξεις και με λόγια
Και τούτο το εσταμάτησα
Σαν πέρασαν τα χρόνια
Κάποτε εσκεφτόμουνα
Δεν θα ζήσω μέρα όμοια
Μα τώρα είν’ απαράλλακτα
Τα περασμένα χρόνια
Κάποτε ήθελα πολλά
Πολύτιμα και όσια
Μα τώρα είναι πια αργά
Περάσανε τα χρόνια
Κάποτε ρώταγα πολλά
Για να τα ξέρω όλα
Τώρα ρωτώ μονάχα αυτά
Πώς πέρασαν τα χρόνια;
Ο ήλιος εσηκώθηκε όπως το συνηθίζει
Κάθε πρωί, πάντα πιστός, φως για να μάς χαρίζει
Τι και αν φεύγει αργότερα; πάντα ξαναγυρίζει
Σε έναν κύκλο αέναο τις μέρες να χωρίζει
Σήμερα μέρα έφερε με άλλη σημασία
Διοτ’ ήθελαν οι άνθρωποι να διώξουν την ανία
Της έδωσαν εν όνομα και ημερομηνία
Και περιμένουν για νά ‘ρθει· να φέρει ευτυχία
Ήλθαν λοιπόν Χριστούγεννα, οι πάντες εορτάζουν
Παντού ανά την υδρόγειο κάρτες κι ευχές αλλάζουν
Όλοι σε φίλους και γνωστούς τα δώρα των μοιράζουν
Οι οικογένειες σμίγουνε γιορτές για να περάσουν
Οι πόλεις εστολίστηκαν με χρώματα και φώτα
Και γέροντες στα κόκκινα στους δρόμους δίνουν δώρα
Οι άνθρωποι χαρούμενοι αγάπη δείχνουν τώρα
Τα πάντα μοιάζουν όμορφα σαν παραδείσου νότα
Υπάρχουν όμως και αυτοί, οι παραμερισμένοι
Που τα Χριστούγεννα περνούν τελείως ξεχασμένοι
Κάπου μονάχοι κι έρημοι και στεναχωρημένοι
Εν μέσω αγάπης και χαράς στέκουν απορημένοι
Πάνο, καημένε φίλε μου πού ‘σαι σε ξένη πόλη
Δεν έχεις φίλους ή γνωστούς· ξένοι σού είναι όλοι
Σ’ άδειο δωμάτιο κάθεσαι, μονάχος σού ακόμη
Και έχεις για παρέα σου μια σκέψη όλη κι όλη
Βάγγο, πρεζάκια φίλε μου που τριγυρνάς χαρμάνης
Μες στης Ομόνοιας τα στενά και δεν νοείς τι κάνεις
Καβάτζα, άκρη και ψιλά τώρα μονάχα ψάχνεις
Και με περπάτημα πολύ στο φαρμακείο φτάνεις
Γιάννη, ξέρω, κουράστηκες μες στα ψυχιατρεία
Έστω και αν δεν ξέρεις πια την ημερομηνία
Νοείς χειμώνας έφτασε· τα πάντα είναι κρύα
Και κάθεσαι κι αναζητάς τρόπο γι’ αυτοκτονία
Τάσο, κι εσύ, μες στο κελί έναν ακόμη χρόνο
Βαρέθηκες την φυλακή κι όλον αυτόν τον πόνο
Μονάχος είσαι και μετράς τον πού ‘χει μείνει χρόνο
Διακόσιες και σήμερα· αυτές εμείναν μόνο
Πάνο, Γιάννη, Βάγγο, Τάσο, Βασίλη και συ Νάσο
Και όλοι οι άλλοι, φίλοι μου, εσάς δεν θα ξεχάσω
Και σήμερα Χριστούγεννα απεφάσισα να γράψω
Για όλους εσάς· ώστε με σας την μέρα να περάσω
Ω Αγία Ησυχία
Εισάκουσε την προσευχή μου
Την ελπίδα, την κραυγή μου
Χάρισε παρηγορία
Στης ψυχής την αγωνία
Την σιωπή μου αφουγκράσου
Ωχ του πελάγους ύδατα
Μείνετε ως έχετε
Ρόχθο μην ξεσηκώσετε
Μην λαχταράτε κύματα
Κίβδηλα αποκυήματα
Μην με αναστατώσετε
Καρακάξα μην φωνάζεις
Μην διασπάς τον ρεμβασμό μου
Τα ονειροπολήματά μου
Τι πετάς και μού επιδείχνεις
Τις δικές σου τις ορέξεις
Σήκω, φύγε, άντε χάσου
Αχ ουρανέ απέραντε
Μην λαχταράς παράσημα
Αέρες, φως, φαντάσματα
Βιάσου, αφέσου, μαύρισε
Τώρα που ο ήλιος χάθηκε
Δώσου στης νύχτας τα αγκαλιάσματα
Σκάστε ήχοι, σβήστε φώτα
Τώρα θέλω ησυχία
Παύτε κάθε φασαρία
Σβήσε και τα άστρα ακόμα
Βούλωσέ μού και τα ώτα
Ω Αγία Ησυχία
Μικρό αγόρι ήμουνα στον κόσμο συγχυσμένο
Σ’ άγνωστο τόπο βρέθηκα δίχως να περιμένω
Περίεργα όλα ήτανε σ’ αυτήν την πολιτεία
Κι η ελπίδα μου κατέπεσε πλήρως σ’ ανυπαρξία
Εκεί που αναρωτιόμουνα· τι κάνω εδώ πέρα;
Καθώς περιπλανιόμουνα μια λιόλουστη ημέρα
Τα βήματα με ωδήγησαν σε μία παραλία
Και λίγο κοντοστάθηκα για να χαρώ ησυχία
Αμέσως μόλις κοίταξα του ορίζοντα το τέρμα
Κατάπληκτος εθώρησα και κόλλησα το βλέμμα
Διότ’ είδα πράγμα όμορφο, γεμάτο μεγαλείο
Περήφανο κι αγέρωχο κοσμούσε το τοπίο
Αργότερα, όταν έφυγα διότ’ ήταν νύχτα πλέον
συνηρπασμένος ήμουνα με νέο ενδιαφέρον
Αλλ’ απορία μ’ έκαιγε· τι νά ‘ναι άραγε τούτο
Και κοίταξα ξωπίσω μού· μα είπα μόνο: πούντο;
Σκοτάδι καθώς έπεσε με αυτό εγίνηκ’ ένα
Στα μαύρα του εντύθηκε κι εχάθηκε από εμένα
Αγκάλιασε τον βραδυνό, κατάμαυρο ουρανό
Και πήγανε γι’ ανάπαυση ως το άλλο πρωινό
Σαν βγήκε ο ήλιος το πρωί, ήρθε και τούτο πάλι
Αχνά εις τον ορίζοντα αρχεί να ξεπροβάλλει
Περίεργος σαν ήμουνα περί αυτού τα κάλλη
Πιάνω γνωστό και τον ρωτώ· τι είναι τούτο πάλι;
Ετούτο είναι ένα βουνό; πάντοτε κείθε στέκει
Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά το παν να αγναντεύει
Είναι κυρία γηραιά, της ιστορίας μάρτυς
Κι είναι γνωστή απ’ τα παλιά με το όνομά της Δίρφυς
Προτού ο χειμώνας να φανεί και βάλει τα λευκά της
Τώρα φορεί τα γαλανά, τα καλοκαιρινά της
Και τώρα αν την επισκεφθείς θα βάλει τα καλά της
Ώστε να σε υποδεχθεί με αυτά, τα καφετιά της
Είναι κυρία ευγενική με φανταστική μορφή
Σού δίνει άδεια να διαβείς αν το θες ως την κορφή
Άδεια να την ξεπεράσεις δυο μέτρα παρά κάτι
Λίγο νά ‘χεις την θέση της· το πιο ψηλό το μάτι
Επάνω από θάλασσες, επάνω από γαίες
Πάνω από πόλεις και χωριά, μα και αυτής τις πέτρες
Και πιο κοντά στον ουρανό· έστω μονάχα λίγο
Μα αρκετά ωστέ να πεις· σύννεφα αν θέλω πίνω
Σύννεφα που συγκρούονται στην τρομερή πλαγιά σου
Και τα ανεβάζει ο άνεμος στην άλλη την πλευρά σου
Και κάτω αυτά ξανακυλούν όταν τα επεράσεις
Φαινόμενα κατάλευκος, αέριος καταρράκτης
Και σαν σιμώνει χαραυγή κι ο ήλιος εκοπιάζει
Πρώτα σε σένα έρχεται όταν το φως μοιράζει
Κι ύστερα στην ανατολή, ολίγον πριν την δύση
Γιατί εμπόδιο αποτελείς στην δύση να φωτίσει
Και τώρα σ’ έχω χάσει πια· δεν σε βλέπω από κοντά
Μα εσύ εκεί θα μείνεις και θα σε ιδώ ξανά
Κι ώσπου νά ‘ρθει εκείνη η μέρα σαν συμβόλαιο κρατώ
Την εικόνα σου στον νου μου μέχρι να σε ξαναδώ