Σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να φύγω από το Κάιρο δίχως να επισκεφτώ την Γκίζα και τις πυραμίδες της. Έτσι, νωρίς-νωρίς ένα πρωί, έχοντας ξεκινήσει χαράματα για να αποφύγω την κίνηση, προσπερνούσα την υποδέχουσα σφίγγα και ανηφόριζα εκείνον τον διάδρομο, θωρώντας τους πυραμιδωτούς τάφους να γιγαντώνονται μπροστά μού καθώς τους πλησίαζα.
Ποια απαράβλητη συγκίνηση βιώνεις να ευρίσκεσαι και-μόνο σε αυτόν τον ξεχωριστό τόπο· να περπατάς επί της καυτής σαχαρινής άμμου ανάμεσα σε αυτά τα πολυφήμιστα, θηριώδη μνημεία, που ήταν πανάρχαια για τους αρχαίους ακόμη· που έχουν εμπνεύσει συναισθήματα δέους σε κόσμο και κοσμάκη ανά όλη την ιστορία, και σε άλλους πολλούς ακόμη πριν αυτή αρχίσει να γράφεται· που έχουν εξιτάρει την φαντασία γενεών και γενεών μυστικιστών· και λογιών-λογιών άνθρωποι έχουν προσέλθει κείθε ανά τους αιώνες για να τις θαυμάσουν, μελετήσουν, ή λεηλατήσουν.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Από τον καιρό ακόμη εκείνον που θυμάμαι να μού πρωτογνωστοποιήθηκε η ύπαρξή των, μία ιδέα ανέκαθεν μού επλανάτο στο κεφάλι, εκάστη φορά που θα τις αντίκριζα σε κάποια οθόνη ή φωτογραφία: να τις σκαρφαλώσω. Τώρα, όμως, που ήμουν εκεί να τις θωρώ με γυμνό μάτι, συνειδητοποίησα ότι η πραγμάτωση αυτής της ιδέας δεν θα ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Το να σκαρφαλώσεις ακόμη και τα πρώτα επίπεδα είναι αυστηρώς απαγορευμένο· και επιγραφές ολούθε προειδοποιούν περί αυτού και απειλούν με υψηλά πρόστιμα και κυρώσεις.
Ώρα πολλή είχα στηθεί κάτω από εκείνη του Μυκερίνου, την χαμηλότερη από τις τρεις μεγάλες πυραμίδες, και περισυλλογιζόμουν τι πιθανότητες να είχα να φτάσω στην κορυφή και κάτω πάλι χωρίς να με πάρει μάτι. Όλο-και ήμουν έτοιμος να κάνω το πέταγμα, και όλο-και κάποιο γκρουπάκι τουριστών, περίπολος, ή κάποιος, θα εμφανιζόταν ξαφνικά αναγκάζοντάς με να περιμένω.
Ήμουν, ομολογώ, έτοιμος να τα παρατήσω, αφού δεν έλεγε να μού δοθεί κάποια καλή ευκαιρία· και ο κόσμος πύκνωνε. Τότε ήταν που πρόσεξα εκείνον τον λευκοντυμένο μπάτσο να κατευθύνεται καρφί κατά πάνω μού, αργά-αργά, καθιστός σταυροπόδι επί μίας νωχελικής καμήλας. Σαν με είχε πλησιάσει αρκετά για να μού είναι διακριτή η φυσιογνωμία του, κάτι στον τρόπο που έστριβε το μουστάκι του, κάτι στο πονηρό μειδίαμα και τα στραφταλίζοντα μάτια του… και με συνεπήρε μία σιγουριά ότι αυτός θα ήταν ο άνθρωπός μου. Και δεν έπεσα έξω…
Γονάτισε την καμήλα σιμά μού, ανταλλάξαμε δυο-τρείς προκαταρκτικούς λόγους, και: «Θες να ανέβεις;» μού έκανε, νεύοντάς μού προς την κορυφή της πυραμίδας. Το παζαρεύσαμε λιγάκι, και τελικά συμφωνήσαμε στις πενήντα λίρες (4 ευρώ πάνω-κάτω) ― Μού είπε επίσης πώς ένας Αμερικανός τουρίστας τον είχε μια φορά πληρώσει διακόσια δολάρια για τον ίδιο λόγο!
Συνεννοήθηκε με κάποιους συναδέλφους του στον ασύρματο να μην αφήσουν κόσμο να προσεγγίσει για λίγα λεπτά· μού επεσήμανε την μεριά από την οποία να ανέβω ώστε να μην είμαι ορατός με τα κιάλια από την σκοπιά· με προειδοποίησε και να μην βγάλω κεφάλι πάνω από τον κορυφαίο ογκόλιθο για τον προαναφερθέντα λόγο… και εκσφενδονίστηκα!
Χωρίς σταματημό πηδούσα ένα-ένα τα επίπεδα· τα οποία εν πλήρει ύψει μού έφταναν μέχρι το σαγόνι περίπου, αλλά στα περισσότερα εκμεταλλεύτηκα τα διάφορα σπασίματα και τις ρωγμές ως σκαλοπάτια. Προτού το καταλάβω καλά-καλά, είχα ανέβει όλα τα εξήντα μέτρα μέχρι το κορύφωμα της πυραμίδας, και ως μού είχε συστήσει ο μπάτσος, καθόμουν σκυφτός και μαζεμένος πίσω από την κορυφόπετρα.
Η θέα ήταν μοναδική. Οι πυραμίδες του Χέοπος και του Χεφρήνου φάνταζαν κατά πολύ μικρότερες απότι πριν· ενώ οι μικρότερες πυραμίδες και τα λοιπά κτίρια του συγκροτήματος δεν έκαναν πια παρά για τουβλάκια. Προς δυσμάς, άγρια και επιβλητική εξαπλωνόταν η άνυδρη Σαχάρα. Προς ανατολάς, μπορούσα αποκεί πάνω να δω τον ταξιδιάρη Νείλο και την τερατούπολη που τον περιβάλλει, αχνά πίσω από το παχύ, μελανό σύννεφο καυσαερίου που σκέπαζε όλον τον ανατολικό ορίζοντα.
Νομίζω εκεί ήταν και το υψηλότερο σημείο που είχα σκαρφαλώσει μέχρι στιγμής σε αυτήν την χώρα. Όμως αυτό δεν έμελλε να μείνει για πολύ έτσι. Πέρα στην ανατολή, πίσω από το Κάιρο και την ρύπανσή του, πίσω από πολλά ακόμη χιλιόμετρα μοναχικής ερήμου και Ερυθράς Θαλάσσης, εκεί στεκόταν ένα βουνό ψηλό και αγέρωχο. Και εκείθε ακριβώς ετοιμαζόμουν να κινήσω σαν θα αποχωρούσα από αυτήν την τρελή πολιτεία.