Στην δημιουργία της όλης μυστηριακής ατμόσφαιρας συνέδραμε επίσης και η πεντάπυκνη ομίχλη που κάλυπτε την πόλη κάθε ξημέρωμα και για τις πρώτες πρωινές ώρες. Αργότερα, προς το μεσημέρι, η ομίχλη διαλυόταν, αλλά ήταν εκείνη η πηχτή και ογκώδης νεφομάζα που ποτέ δεν απεκολλάτο από τον δυτικό ορίζοντα· σαν κάποιος αρχέγονος θεός να την είχε τοποθετήσει εκεί επιτηδείως για να αποκρύψει κάποιο πεντασφράγιστο μυστικό από τους ανθρώπους. Και πράγματι, ένα μεγάλο μυστικό ενυπήρχε εκεί κρυμμένο, πίσω από τα σύννεφα. Και αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που με είχε προσελκύσει εξ αρχής σε αυτόν τον τόπο: το μυστικό αυτό: τα γνωστά από τον Πτολεμαίο και ως Σελήνης Όρος, Όρη Ρουενζόρι.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ο σχεδιασμός αυτής της εξόρμησης, εντός των δύο ημερών που είχα περιθώριο, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Το σημαντικότερο πρόσκομμα ήταν και εδώ οι γεοσφετεριστές κερδοσκόποι, που εκπροσωπούμενοι από το κράτος, σε αναγκάζουν να πληρώσεις ένα υπέρογκο ποσό για να πατήσεις στο βουνό και-μόνο. Εκτός αυτού, η απόσταση και η τεχνική δυσκολία της διαδρομής συνεπάγονταν καλή οργάνωση, άφθονες προμήθειες, και αναρριχητικό εξοπλισμό. Τέλος πάντων, με τον έναν και τον άλλον τρόπο, τα πάντα ήταν έτοιμα· και μία πολυμελής ομάδα ξεκινούσαμε εκείνη την ωραία πρωία την ανάβαση προς την υψηλότερη κορυφή των Σεληνοβουνίων, καθώς και την τρίτη υψηλότερη της Αφρικανικής Ηπείρου: το Όρος Στάνλεϊ.
Εύκολη πορεία βγάλαμε την πρώτη μέρα εντός του νοτερού δάσους που κυριαρχούσε στα χαμηλότερα στρώματα του βουνού. Το δάσος όλο έβριθε από λογιών-λογιών υδρόφιλη πρασινάδα, σπάνια λουλούδια, παχείς βρυολειχήνες, παντός μεγέθους και μορφής μύκητες, παράξενα τροπικά πουλιά, και ευκίνητα μαϊμουδάκια. Κατά το μεσημεράκι κάναμε στάση για κολατσιό σε ένα κιόσκι που είχε χτίσει δωρεά η μεγαλειότης του, βασιλεύς του Ρουενζουρούρου, Τσάρλς Μουμπέρε ― όπως πληροφορούσε σχετική πινακίδα.
Λίγο παραπάνω, φτάσαμε στο καταφύγιο όπου θα ξαποσταίναμε την πρώτη εκείνη ημέρα της αποστολής. Ήταν ακόμη απόγευμα. Έτσι αποτραβήχτηκα από την υπόλοιπη ομάδα και ηύρα μία σπηλίτσα, όπου άραξα να πιω έναν μπάφο. Θωρούσα τις θεόρατες ορθοπλαγιές να υψούνται απέναντί μού και να εξαφανίζονται μέσα στον συννεφιασμένο ουρανό, δίνοντάς σού την εντύπωση πως δεν τελείωναν ποτέ. Άκουγα την μουσική του ψιλόβροχου που ασταμάτητα ράντιζε το χώμα και τους βράχους. Και επηρεασμένος από τα κατευναστικά χασισοντουμάνια, άρχισα να γνωρίζομαι με τα αρχαία, μυστηριώδη πνεύματα που κατοικούν αυτό το βουνό.
Μία δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε το επόμενο πρωί. Ο υπνόσακός μου είχε αποικηθεί από κοριούς. Αυτά τα αηδιαστικά, μικροσκοπικά βρυκολακάκια πρέπει να περίμεναν υπομονετικά κρυμμένα εκειμέσα ― πήγαινε καιρός που δεν τον είχα χρησιμοποιήσει τον υπνόσακο. Πρέπει να δόξασαν τον θεό των που εκείνη την νύχτα τα λύτρωσε επιτέλους από την λιμοκτονία. Με απεζούμισαν τα αναθεματισμένα. Εξεστράτευσαν σε όλο μου το σώμα, και με κατήντησαν ωσάν να περνούσα ιλαρά.
Για το υπόλοιπο της ημέρας, κατέβαλα εντατικές προσπάθειες ώστε να επιστρατεύσω όλη μου την πνευματική δύναμη και αυτοσυγκέντρωση για να απόσχω από το ξύεσθαι. Τίποτε δεν κατάφερα όμως· η φαγούρα ήταν ανυπόφορη και τα νύχια μου ολημέρα απασχολημένα. Με αναπτερωμένο ηθικό θα περίμεναν να τραφούν και τις ακόλουθες νύχτες, μα εις μάτην. Λόγω και του κρύου, φρόντισα να έχω καλά καλυμμένη κάθε σπιθαμή του σώματός μου. Τους φαντάζομαι να με περιτριγυρίζουν πανικόβλητοι, χωρίς να ευρίσκουν ούτε γιοκτογραμμάριο αίματος… χα! Προσφεύγοντας σε διάφορες ξεψειριστικές μεθόδους, και με την συνδρομή του πολικού ψύχους, κατάφερα και εξάλειψα ολότελα την αποικία των μέχρι να κατέβουμε από το βουνό.
Παραταύτα, η πορεία μας συνεχίστηκε κανονικά προς την καρδιά των χαμένων βουνών. Παίρναμε ύψος. Το βροχοδάσος άρχιζε να υποχωρεί, δίνοντας την θέση του σε αραιότερη και πιο εκλεπτυσμένη και παράξενη βλάστηση. Λίγο μετά το μεσημέρι, φτάσαμε στο δεύτερο καταφύγιο. Όπως απολαύσω το τσιγαράκι μου και παραδοθώ στον μοναχικό μου διαλογισμό, διάλεξα εκείνη την ημέρα έναν μεγάλο βράχο καταμεσής ενός ορμητικού ρέματος που εύρισκε αποκεί τον δρόμο του προς τα χαμηλά. Την έπεσα οκλαδόν στον βράχο, έδωσα φωτιά στο τσιγάρο, και πήρα να παρατηρώ το κατερχόμενο νερό.
Αυτό το νερό είχε ξεκινήσει από κάποια πηγή, κάπου στις ψηλές κορυφές αυτού του όρους. Τώρα, έρμαιο της βαρύτητας, κατέβαινε φευγαλέα προς τον Νείλο. Και όσο από αυτό κατάφερνε να διατηρήσει την υγρή του συνοχή, αντιστεκόμενο στον καυτό ήλιο της Σαχάρας, θα χυνόταν κάποια στιγμή στην Μεσόγειο Θάλασσα. Ανακατωμένο με αλάτι πλέον, κάποιο από αυτό θα αποτελούσε μέρος ενός κύματος που θα πάφλαζε στις αμμουδιές της νότιας Κρήτης· ενώ έπειτα θα ανερχόταν πάλι στον ουρανό, να το οδηγήσει ο άνεμος… ποιος ξέρει σε ποιου βουνού την κορυφή! Πόσες φορές να έχει το καθέν μόριο νερού περιγυρίσει όλον τον πλανήτη άραγε; Κάποιου είδους συνείδηση δεν θα έχει κι αυτό να θεωρήσει και να χαρεί το ταξίδι του; πήρα να αναρωτούμαι, όταν, σαν από θαύμα, μία οπή άνοιξε στον συννεφιασμένο ουρανό, και ο καραδοκών ήλιος καθόρμησε τρανός επί του ρέματος. Ίσαμε πέντε λεπτά θα έφεξε πριν κρυφτεί εκ νέου πίσω από τα νέφη. Αυτή ήταν και η στερνή φορά που θα αντίκριζα τον ήλιο για κάμποσες ημέρες.
Η πορεία προς την κορυφή ήταν μακρά· και φάνταζε έτι μακρύτερη λόγω της πλήρους έλλειψης της αίσθησης του χρόνου. Η ομίχλη ήταν επί μονίμου βάσεως τόσο πυκνή, που δεν σού επέτρεπε να διακρίνεις ούτε καν την θέση του ηλίου στον ουρανό. Πολλές φορές πάλι, πύκνωνε τόσο ακόμη που περιόριζε το πεδίο ορατότητας στα δυο-τρία μέτρα, αναγκάζοντάς μας να πορευόμαστε σημειωτόν και αλυσίδα, ώστε να μην χάσουμε κανέναν.
Το νερό, όχι μόνο στην αέριά του κατάσταση, αλλά και στην υγρή και στην στερεά, δέσποζε σε όλο το τοπίο. Ήταν εκείνο το καταραμένο χιονόνερο που προσέπεφτε ακατάπαυστα και κατακαθόταν στους βράχους σε μορφή γλίτσας και πάγου, ώστε καθιστούσε κάθε σκραμπλάρισμα εξαιρετικά επικίνδυνο, υποχρεώνοντάς μας να σκαρφαλώνουμε χρονοβόρα και με μεγάλη φρονιμάδα. Όπου το έδαφος δεν ήταν βραχώδες, τώρα, στις κοιλάδες και τα πλατώματα, ο τόπος όλος ήταν ένας απέραντος βούρκος. Οι γαλότσες και το αδιάβροχο παντελόνι που φορούσα προσέφεραν αναμφίβολα σπουδαία βοήθεια· ωστόσο δεν αρκούσαν ώστε να με κρατήσουν στεγνό μακροπρόθεσμα. Όσο και να πρόσεχα, και όσο και να πάσχιζα να προγραμματίσω το κάθε μου βήμα, αναπόφευκτα κάποιες φορές θα βούλιαζα ξαφνικά στην λάσπη μέχρι τις λαγόνες, και θα έβγαινα έξω ξανά σχεδόν κολυμβώντας.
Όσο προχωρούσαμε προς τα πάνω, μέρα-με-την-μέρα, δεν φάνταζε τόσο σαν να ανεβαίνουμε ένα βουνό, όσο μάλλον σαν να είχαμε περάσει μέσα από μία σκουλικότρυπα και εξερευνούσαμε έναν ολοκαίνουργιο, εξωγήινο τόπο. Με το νερό να αφθονεί, η ζωή οργίαζε έως και τα πολύ μεγάλα υψόμετρα του όρους. Εάν κανείς θέλει να πάρει μία ιδέα για το πώς θα μοιάζει ένα ορεινό δάσος σε κάποιον υγρό πλανήτη ενός μακρινού γαλαξία, εκεί είναι το καταλληλότερο μέρος. Όλο δέος έμενα να θωρώ τα δεκάμετρα δενδροσενέκια που εξαίφνης ξεπρόβαλλαν μέσα από την ομίχλη, ενώ ελισσόμασταν ανάμεσα στις χαριτόπλαστες, γιγαντιαίες λοβέλιες.
Και η ζωή εκεί δεν περιοριζόταν μόνο σε αισθητή… Ποιος είναι αυτός που είπε ότι ξωτικά, νεράιδες, και οιαδήποτε άυλα πνεύματα μπορεί να κατοικούν τα μαγεμένα δάση είναι αποκυήματα της φαντασίας κάποιων αμόρφωτων, αλαφροΐσκιωτων αρχαίων; Μήπως εκείνος ο προκατειλημμένος εμπειριστής που θαρρεί πως ό,τι δεν πιάνει το πενταίσθητο μυαλουδάκι του καλά-και-ντε δεν υπάρχει; Ή μήπως εκείνος ο επιστήμων νους που νομίζει πως τα ξέρει όλα, και επειδή έκανε μία βιβλιοθήκη και έφτιαξε και δύο μηχανές, θα καβαλικεύσει το σύμπαν όλο; Όποιος και να το είπε… το μυαλό του και μια λίρα! Ποτέ τού δεν πάτησε πόδι στα Όρη Ρουενζόρι.
Κουρασμένοι, μουσκεμένοι, πουντιασμένοι και βρόμικοι, αλλά μηδαμώς ψυχικά καταβεβλημένοι, φτάσαμε τελικά, μετά από πέντε μέρες σκληρής πεζοπορίας, στην καλύβα της Ελένας. Εκεί, στα 4500 μέτρα υψόμετρο, μας υποδέχθηκε η Ελενίτσα ― όχι, μαλακίες λέω… Απλά έτσι λεγόταν το τελευταίο καταφύγιο πριν την, προς τιμήν κάποιας γεματούλας γαλαζοαίματης Ιταλίδας, ονοματισμένη Μαργαρίτα κορυφή του Όρους Στάνλεϊ. Χωθήκαμε μέσα στο παράπηγμα για να προστατευτούμε από το αντίξοο ψύχος, φάγαμε, και πήραμε να ετοιμαζόμαστε για την επικείμενη, τελική νυχτερινή ανάβαση.
Αφού κοιμηθήκαμε και για λίγες ώρες, σηκωθήκαμε καταμεσής της μαύρης, λημηρής νύχτας. Οι πέντε από εμάς που θα ανεβαίναμε στην κορυφή, ήπιαμε έναν καφέ, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, τοποθετήσαμε τους φακούς ανά κεφαλής, και ξεκινήσαμε. Για καλή μας τύχη, η χιονόπτωση είχε κόψει για κάμποσες ώρες και ο βράχος ήταν σχετικά στεγνός· ειδεμή, η αρχική απότομη αναρρίχηση προς το πλατό του Στάνλεϊ θα καθίστατο άκρως επίπονο εγχείρημα.
Γρήγορα και χωρίς απρόοπτα ανεβήκαμε στο πλατό και πήραμε να διασχίσουμε τον παγετώνα που το καταλαμβάνει. Αυτό ήταν το ευκολότερο και πιο ξεκούραστο στάδιο της ανάβασης· αλλά πήραμε φόρα φαίνεται, έτσι όταν κατεβήκαμε από τον παγετώνα, σύντομα συνειδητοποιήσαμε πως δεν ευρισκόμαστε στο σωστό σημείο· αφού πουθενά δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε το λούκι εκείνο απ’ όπου έπρεπε να καταρριχηθούμε προς την βάση του παγετώνα της Μαργαρίτας.
Κρίναμε νουνεχώς να περιμένουμε την άφιξη της ημέρας· αφού το να αναγυρεύουμε στην ακμή του γκρεμού, υπό τοιαύτες συνθήκες ορατότητας, ήταν όχι μόνο ανώφελο, αλλά και σοβαρά επίφοβο. Καταχωνιαστήκαμε σε μία κοιλότητα ενός βράχου να καλυφτούμε από τον τσουχτερό άνεμο, και περιμέναμε έως ότου ψήγματα ηλιακού φωτός διείσδυσαν στην πηχτή μάζα υδρατμών που μας περιέβαλλε.
Την ορατότητα, ακόμη, σε καμμία περίπτωση δεν την έλεγες καλή· ήταν όμως το-δίχως-άλλο καλύτερη από πριν. Μετά από λίγο ψάξιμο, καταφέραμε τελικά και εντοπίσαμε το γαμημένο το λούκι· και λίγα λεπτά μετά, στεκόμασταν πια με δέος να θωρούμε τον τρομερό παγετώνα της Μαργαρίτας να πυργούται προς τον ουρανό. Ποδεθήκαμε τα κραμπόνια, αλληλοδεθήκαμε, τσακώσαμε και τα πιολέ, και αρχίσαμε να αναρριχόμαστε στον ύπουλο πάγο. Κινούμασταν, κινούμασταν, και δεν βλέπαμε πράμμα άλλο από μία απόλυτη ασπρίλα. Δεν μπορούσες καν να ξεχωρίσεις πού τελειώνει ο πάγος και πού αρχίζει το νέφος. Με-τα-πολλά, εκεί που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν θα τελείωνε ποτέ, κάτι μαύρο χτύπησε στο μάτι μου. Ήταν βράχος λίγα μέτρα μπροστά. Είχαμε σχεδόν φτάσει. Μόνο ένα εύκοπο σκραμπλάρισμα υπελείπετο ακόμη για να πατήσουμε το τρίτο υψηλότερο σημείο της Αφρικής.
Πήραμε να ανεβαίνουμε γοργά-γοργά και ανυπόμονα· κι εκεί που πλησιάζαμε, υπέπεσε στην αντίληψή μου μία στιγμιαία τόνωση του φωτός. Έστρεψα τότε το βλέμμα μου κατά πάνω, αλλά δεν αντίκρισα τίποτε, ειμή το ίδιο πυκνό σύννεφο. Μπα, ιδέα μου θα ήταν, έχω παραισθήσεις από το υψόμετρο, σκέφτηκα. Ξανάριξα το βλέμμα κάτω, και συνέχισα τον βηματισμό. Μια δεκαριά βήματα θα είχα κάνει, και συνέβη πάλι. Α μπα, δεν γελιέμαι, έκανα αυτήν την φορά, και συνέχισα. Αλλά για κάτσε ρε συ! κάνω σε μία φάση. Ο βράχος είχε το-δίχως-άλλο πάρει μία θερμότερη απόχρωση και η παγοδροσιά πάνω τού σαν να στραφτάλιζε λιγουλάκι. Σήκωσα πάλι το κεφάλι, και ναι! Η φιγούρα του ηλιοδίσκου ξεχώριζε ξεκάθαρα πια πάνω από τον λευκό ουρανό. Βγαίναμε πάνω από τα σύννεφα!
Μέγας και τρανός έλαμψε ο ήλιος πάνω από τα σύννεφα που είχαμε πλέον αφήσει λίγο αποκάτω μάς και εξαπλώνονταν προς τα αλαργινά πέρατα, μοιάζοντας κάπως σαν μία τεράστια μπανιέρα. Άλλα, μικρά συννεφάκια μας περνούσαν αποδίπλα και άνωθεν, με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες που τα ταξίδευε ο λυσσαλέος άνεμος. Συγκρίσεως χάριν, σε προσπερνούσαν όπως και οι φόρμουλες όταν τις κοιτάς από την εξέδρα.
Γευόμενοι την μοναδική τέρψη που σού προσφέρει το να βλέπεις τον ήλιο πρώτη φορά μετά από ένα μακρύ διάστημα ― και ιδίως σε τέτοιο μεγαλειώδες μέρος ― βγάλαμε και τα τελευταία μέτρα. Πατήσαμε την κορυφή της Μαργαρίτας, στα 5109 μέτρα υπέρ της θαλάσσης. Άλλη μία κορυφή, άλλη μία επιτυχία, άλλη μία εξαιρετική περιπέτεια, άλλη μία εκλεκτή συγκίνηση, άλλη μία τιμαλφής ανάμνηση… Ξυλιάσαμε, και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Βυθιστήκαμε πάλι μέσα στο νέφος και κατεβήκαμε τον ίδιο δρόμο μέχρι της Ελένας, όπου μας περίμεναν οι άλλοι. Εκεί γευματίσαμε, αναθιβάναμε τις εμπειρίες μας, και κινήσαμε ευθύς χαμηλότερα. Ακολουθήσαμε ένα διαφορετικό, συντομότερο μονοπάτι που μας πέρασε για καμμια-ώρα μέσα από το Κονγκό. Υποθέτω ότι, εάν μας έπαιρνε κατά τύχη κανενός το μάτι, θα μπορούσαμε να μπούμε σε μπελάδες. Ωστόσο, τακτικοί Κονγκολέζοι στρατιώτες δεν νομίζω να είχαν δουλειά εκειπάνω· και οι καλασνικοφόροι ανθρωποφάγοι που άλλοτε θήρευαν στην περιοχή δεν έχουν παρατηρηθεί για μία δεκαετία τουλάχιστον. Εξού και η διαδρομή εκρίνατο σχετικά ασφαλής για να κόψουμε λίγο δρόμο, καθώς και για να πατήσουμε πόδι σε έτι μία χώρα. Και όντως απεδείχθη ασφαλέστατη. Περάσαμε ξανά στην Ουγκάντα, και γύρω στις πενήντα ώρες ύστερα, ήμασταν πίσω στο Κασέσε.