Νωρίς-νωρίς είχαμε εγερθεί όλοι εκείνο το πρωί, και υπό την συντροφιά του ανατέλλοντος ηλίου, ετοιμαζόμασταν για την συνέχιση της πορείας. Ξεστήσαμε τις σκηνές και τις θημωνιάσαμε καλά-καλά στον αποθηκευτικό χώρο του οχήματος. Δεν θα τις χρησιμοποιούσαμε για τις επόμενες δύο μέρες, μιάς-και σήμερα θα προσεγγίζαμε ξανά, μετά από κάμποσες ημέρες απομόνωσης στις ερημιές, ανθρώπινο πολιτισμό.
Μικτά τα συναισθήματα που με διέπνεαν στην σκέψη της επιστροφής στον πολιτισμό. Από την μία: τερπνός φάνταζε ο στοχασμός ενός ζεστού μπανιαρίσματος, ενός μαλακού στρώματος, της πρόσβασης στο διαδίκτυο, μίας παγωμένης μπύρας σε ένα μπαρ με ωραία μουσική… Από την άλλη: όλα αυτά… σαν να υστερούσαν κατιτί σε μαγεία.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Αφού ήμασταν έτοιμοι, κινήσαμε για ακόμη μια φορά στον δρόμο. Αυτήν την φορά με κατεύθυνση βορειοδυτική. Σε κάποιο σημείο, μία μεγάλη πινακίδα στην άκρη του δρόμου μας ειδοποίησε ότι μόλις τμήσαμε τον Τροπικό του Αιγόκερω. Σε δύο εβδομάδες περίπου από εκείνη την στιγμή, θα εγίγνετο το νότιο ηλιοστάσιο. Ο ήλιος θα άγγιζε την κορύφωσή του στο νότιο ημισφαίριο· και σε εκείνο ακριβώς το σημείο, θα θωκιζόταν στο μέσο του ουρανού, σχηματίζοντας ενενήντα μοιρών γωνία προς την γήινη επιφάνεια. Είχαμε εισέλθει επισήμως στην τροπική ζώνη.
Μετά από λίγες ώρες, κατά το μεσημεράκι, εισερχόμασταν στο Walvis Bay: μία μικρή πολιτεία, χτισμένη στην ακτή του όρμου που φιλοξενεί ένα από τα ελάχιστα φυσικά λιμάνια στην ναμιμπιανική ακτή. Και ως εκ τούτου αποτέλεσε τον πρώτο ευρωπαϊκό οικισμό στην χώρα, ιδρυθέντα από τους Βρετανούς κατά το πρώτο μισό του προπροηγουμένου αιώνα, και μέχρι σήμερα φιλοξενεί το πρωτεύον λιμάνι της χώρας.
Εκτός από τον ανθρώπινο πολιτισμό, την ημέρα εκείνη προσεγγίσαμε εκ νέου και κάτι ακόμη που δεν είχαμε συναντήσει από τότε που αναχωρήσαμε από το Κέιπ Τάουν: τον Ατλαντικό Ωκεανό. Προσπεράσαμε την πόλη και πήραμε τον δρόμο που οδηγούσε βόρεια ακολουθώντας την παραλία. 1500 περίπου χιλιόμετρα βόρεια από το σημείο που τον είχαμε αποχαιρετήσει, ο ωκεανός ευρισκόταν πάλι εκεί, μπροστά μάς, μεγαλοπρεπής και εκτεινόμενος προς το άπειρο.
Κάναμε μία στάση για να τον απολαύσουμε σε ένα σημείο που σχηματιζόταν ένα πλατύ τέναγος. Εκατοντάδες χασομέρικα φλαμίνγκα είχαν σταθμεύσει εκεί, και στεκούμενα στο ένα πόδι, αγνάντευαν τον ωκεανό, ενώ χώνευαν τις μπόλικες γαρίδες και λοιπά καλούδια που θα είχαν ανασύρει από την λάσπη εκείνο το πρωί. Μάλλον με βρήκαν ιδιαίτερα ενοχλητικό όταν, αφήνοντας τα παπούτσια στην άκρη, αποφάσισα να ανοιχτώ στο τέναγος, επιχειρών να τα κοντοσιμώσω. Δρόμο πολύ και κοπιαστικό δρασκέλιζα στην αγανή λάσπη, με τα πόδια μου να βυθίζονται μέχρι το γόνατο σε ορισμένα βήματα. Κι εκεί που νόμιζα ότι θα τα πλησιάσω αρκετά, άνοιγαν τα ροδαλά των φτερά, και ομάδι πετούσαν γοργά προς την πέρα άκρη του τενάγους, εκφωνώντας μού τις χλευαστικές των τσιρίδες, που μάλλον θα σήμαιναν «πού πας χωρίς φτερά ρε κακομοίρη!».
Κάμποση ωρίτσα θα είχα περάσει σουλατσάροντας στην λάσπη, να καταδιώκω εκείνα τα μεγάλα, αστεία πτηνά, μέχρι που ήταν πια ώρα να φεύγουμε. Συνεχίσαμε βόρεια στον παράλιο δρόμο. Αριστερά μάς, θάλασσα όσο έπαιρνε το μάτι· δεξιά μάς, αμμόλοφοι όσο έπαιρνε το μάτι. Τίποτε άλλο δεν έβλεπες στους ορίζοντες. Μόνο κάποια περαστικά φορτηγά πλοία στο αριστερό βάθος, και κουφάρια συντετριμμένων πλοίων κοντύτερα στην ακτή, που μόνα αυτά μαρτυρούσαν τις άγριες διαθέσεις που δύναται να πάρει η τόσο ήρεμη εκείνη την ημέρα θάλασσα ταύτη.
Βλέποντας ένα από εκείνα τα παμπάλαια, ημιβυθισμένα, κατασαπισμένα σκαριά, μού πέρασε από τον νου η εικόνα ενός ναυαγού… Κάποια εποχή αλλοτινή, μία εποχή που ο δρόμος εκείνος που οδηγούσαμε δεν υπήρχε ακόμη… Και δεν υπήρχε δρόμος διότι δεν υπήρχαν άνθρωποι να κατοικούν αυτόν τον τόπο… Και δεν υπήρχαν άνθρωποι διότι δεν υπήρχε τίποτε για αυτούς να κάνουν εκειπέρα… Εκείνη την αλλοτινή εποχή, είδα στην φαντασία μου τον ναυαγό να παλεύει ενάντια στα μανιασμένα κύματα να φτάσει στην ξηρά. Σερνόμενος, κατάφερε τελικά και βγήκε στην στεριά. Έμεινε για λίγο γονατιστός στην άμμο, γευόμενος στην ψυχή του το αίσθημα ανακούφισης που η αίσθηση στερεού εδάφους κάτωθέν τού τού προσέφερε. Ξέρασε όλο το αλατόνερο που είχε καταπιεί, και κίνησε να σκαρφαλώσει την αμμοπλαγιά που υψωνόταν πέρα από την ακτή. Σαν επιτέλους έφτασε, με πολύ κόπο, στην κορυφή, έμεινε για λίγο άλαλος και αμήχανος να θωρεί με δέος αυτήν την ίδια παράσταση που θωρούσα κι εγώ τώρα στα δεξιά μού. Θα πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα μέχρι που κατάφερε να συγκεντρώσει την δύναμή του στο λαρύγγι του, για να προφέρει με τρεμάμενη φωνή: «ναι… την έχουμε πουτσίσει».