Ήταν ένα από εκείνα τα καυτά σαϊγκονέζικα βράδια. Καθόμουν σε ένα από εκείνα τα έκλυτα μπαρ της οδού Μπουιβιέν και έπινα μπίρες με δύο Ιάπωνες ταξιδιώτες, ενώ τηρούσα το ετερόκλητο πλήθος να παρελαύνει πανωκάτω την πασαρέλα. Τότε ξαφνικά απ’ το μπουλούκι έκανε τσα μία ιλαρή ντόπια κοπέλα, και την επόμενη στιγμή, πήρε την πρωτοβουλία να καταλάβει την κενή τέταρτη καρέκλα γύρω από το τραπέζι.
Καθώς ξεκίνησε ούτως η μεταξύ μάς συναναστροφή, και παρόλο που εμφανισιακώς δεν διέφερε διόλου από πολλές κοινές πουτάνες της περιοχής, μέσω λόγου και τρόπων αποσαφήνισε άμεσα ότι τελικά δεν ήταν και τόσο συνηθισμένη. Το που πρωτίστως με εντυπωσίασε στο άτομό της ήταν η τόλμη, ειλικρίνεια, και προθυμία της να μιλήσει απερίστροφα για την κατάστασή της. Διαισθανόμενος το λοιπόν σε αυτήν της την κατάσταση ίντριγκα, την προέτρεψα να διηγηθεί τον βίο της, τον οποίο εδώ παραθέτω…
«Πώς ήταν η παιδική σου ηλικία;»
«Όπως κάθε τυπικού παιδιού στο Βιετνάμ. Μεγάλωσα σε οικογένεια γεωργών σε μία βαρετή αγροτική κωμόπολη. Πήγαινα το πρωί σχολείο και έπαιζα το βράδυ με άλλα παιδιά.
«…Μέχρι τα δεκαέξι, όταν άρχισα να πίνω. Μεθούσα καθημερινά κατά την εφηβεία μου· σωστή μπεκρού. Τότε έχασα και την παρθενιά μου, και ευθέως εθίστηκα στο σεξ όσο και στο αλκοόλ. Πρέπει να είχα πλαγιάσει με τουλάχιστον τον μισό αρσενικό πληθυσμό της γενέτειράς μου.
«Σταμάτησα το σχολείο και ξέκοψα τελείως από συνομηλίκους. Τους έβρισκα βασανιστικά ανιαρούς, έτσι που μιλούσαν μόνο για ανούσιες κορεάτικες ταινίες και μπάντες αγοριών και χίλιες άλλες χαζομάρες. Έπιασα παρέες με κάποιους γέρους πούστηδες. Τους είχα σε μεγάλη υπόληψη. Με συνήρπαζε η αίσθηση ελευθερίας και τα κότσια των να αψηφούν την κοινή γνώμη.
«Αυτή ήταν η ζωή μου μέχρι τα δεκαοκτώ που μετακόμισα στην Σαϊγκόν.»
«Πώς έκατσε κι έφυγες στην πόλη;»
«Ανέκαθεν επιθυμούσα να αφήσω το χωριό. Ήταν πολύ στενό για μένα, πολύ περιοριστικό για τα όνειρά μου. Επιπλέον, κατά τους τελευταίους μήνες της παραμονής μου, είχα βρεθεί σε εξαιρετικά δυσάρεστη θέση λόγω μίας δύσκολης σχέσης…
«Τα είχα με εκείνο το παιδί… Νευρίαζε επειδή γαμιόμουν με άλλους, ιδίως αν ήταν φίλοι του. Τον αγαπούσα, μα δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς… Έλειπε συνέχεια. Έδινε κώλο για λεφτά, και έτρεχε στις πόλεις να βρει πελάτες. Ευκαιρία περίμενα να τον παρατήσω.
«Αυτή προέκυψε με την συνδρομή ενός των ομοφυλοφίλων φίλων μου. Με έφερε σε επαφή με μία κοπελιά που ήξερε στην Σαϊγκόν—λίγα χρόνια μεγαλύτερη από μένα ήταν—και τής ζήτησε να με φιλοξενήσει και να με βοηθήσει να αρχίσω μία νέα ζωή.
«Έμενε σε μία τρύπα με το αγόρι της. Έκανε ντίλια ο τύπος. Κάπνιζαν μέθα όλη την ώρα. Δοκίμασα κι εγώ μια-δυο φορές, μα δεν μού άρεσε. Η κατάσταση παραήταν έντονη, άγρια. Ούρλιαζαν και τσακώνονταν σαν τα σκυλιά. Έναν μήνα άντεξα. Την κοπάνησα ύστερα να τα βγάλω πέρα μόνη μου.»
«Και πώς τα έβγαλες πέρα;»
«Κοίταξε… Πάντοτε με γοήτευαν οι λευκοί άνδρες. Στο χωριό, τους έβλεπα σχεδόν αποκλειστικά σε αμερικάνικες ταινίες. Τις ελάχιστες φορές που είδα κάποιους αποκοντά, έλιωσα. Και στην Σαϊγκόν, αίφνης βρέθηκα παντού περιστοιχισμένη από όλους αυτούς τους παιδαράδες τουρίστες. Εκείνον τον καιρό, αν είχα, θα τους πλήρωνα ευχαρίστως να κάνουμε σεξ. Αλλά φυσικά, σύντομα διαπίστωσα ότι αυτοί διατίθενται περισσότερο να πληρώσουν εμένα για τον ίδιο λόγο. Ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. Ζούσα το όνειρο.
«Δεν το θεωρούσα εργασία· αλλά διασκέδαση. Ο πρωταρχικός μου στόχος ήταν η απόλαυση. Η αμοιβή ήταν απλή συνέπεια, ένα βολικό παράπλευρο κέρδος να πούμε. Ποτέ δεν πήγα με κανέναν που δεν μού άρεσε. Και αντιθέτως με τα κορίτσια εδωγύρω, ούτε ποτέ ζητούσα λεφτά προκαταβολικά. Και τώρα που το σκέφτομαι, μήτε καν ζητούσα μετά. Απλώς οι γκόμενοί μου πάντοτε μού έδιναν χρήματα αυτοπροαίρετα για την ικανοποίηση που τών προσέφερα.»
«Ήσουν δηλαδή, ας πούμε, πόρνη επί δωρεάς, ε;»
«Χμ, πες το κι έτσι. Δεν ήμουν όμως μία κοινή πόρνη. Κοίτα… Όσοι έπαιρνα, παρότι θεοί, είχαν συνήθως σοβαρά προβλήματα αυτοπεποίθησης. Εκτός από σεξ, χρειάζονταν κάποιον να τους ακούσει. Κάναμε μαζί ποιοτικές συζητήσεις, και το εκτιμούσαν αυτό δεόντως. Είχα σταθερούς πελάτες που γυρνούσαν τα μπαρ ψάχνοντας ειδικά εμένα. Εύκολα καθάριζα δυο-τρία κατοστάρικα την ημέρα· πολύ παραπάνω από τον μέσο όρο των κοριτσιών εδωπέρα.»
«Κατάλαβα… Ήσουν μάλλον πόρνη/ψυχολόγος επί δωρεάς… Και το εξασκείς ακόμη το επάγγελμα;»
«Βασικά το εξάσκησα μόνο για λίγους μήνες. Σταμάτησα όταν γνώρισα τον πρώην μου. Ήταν Άγγλος, εξηνταέξι χρονών, υψηλής ευφυΐας και δυναμικού χαρακτήρα. Μού έμαθε αγγλικά. Μού έμαθε ό,τι ξέρω. Με έκανε ό,τι είμαι.»
«Και για τα οικονομικά σου τι έκανε;»
«Α δεν ήμουν μαζί τού για τα λεφτά. Να φανταστείς, στην αρχή μού έλεγε συχνά ψέματα πως ήταν άφραγκος—για να με δοκιμάσει, κατάλαβες;—αλλά τού καθόμουν ούτως-ή-άλλως διότι τον γούσταρα. Μόνο αρκετά αργότερα, αφότου τα φτιάξαμε επίσημα, μού αποκάλυψε πως ήταν πλούσιος. Αλλά σού είπα: ουδέποτε ήμουν μαζί τού για τα λεφτά. Τον αγαπούσα με όλη μου την καρδιά.»
«Ναι… Μα άσχετα από αυτό, πόσα σού έδινε;»
«Όχι πολλά. Ήταν καραματσωμένος, ναι, αλλά μού έδινε μόνο ένα χιλιάρικο τον μήνα.»
«Πολύ λιγότερα απ’ όσα έβγαζες πρώτα…»
«Εντάξει, σίγουρα. Αυτά όμως ήταν για χαρτζιλίκι. Μέναμε μαζί· δεν χρειαζόμουν χρήματα. Πλήρωνε για όλα· και κάναμε ζωάρα: ποτά, χοροί, ταξίδια. Μού αγόραζε και δώρα όλη την ώρα. Δεν τα ήθελα, αλλά επέμενε, ξέρεις.»
«Ξέρω ξέρω… Και τελικά πώς και πότε χωρίσατε;»
«Ήμασταν μαζί λίγα χρόνια. Τα χαλάσαμε πέρυσι σαν γνώρισα τον τωρινό μου σύζυγο… Αχ, τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά που τού ‘ριξα σ’ εκείνο το μπαρ. Πηδηχτήκαμε την ίδια νύχτα, και πάραυτα γνώρισα το πού ανήκει η καρδιά μου. Τον πρώην μου—συνειδητοποίησα τότε—δεν τον αγαπούσα. Τον θαύμαζα και τον σεβόμουν, μα δεν τον αγαπούσα. Τού το ανήγγειλα το επόμενο κιόλας πρωί. Το εξέλαβε άσχημα, τα πήρε στο κρανίο, με έβρισε… ελπίζω πάντως πως εν καιρώ θα δείξει κατανόηση.
«Έφυγα ύστερα με τον νέο μου δεσμό. Ταξιδεύσαμε καμπόσους μήνες στο Βιετνάμ και την Νοτιοανατολική Ασία, και παντρευτήκαμε. Τώρα είναι σπίτι στην Σουηδία. Τα χαρτιά είναι έτοιμα, και μετακομίζω επιτέλους κι εγώ την άλλη εβδομάδα.»
«Υποθέτω θά ‘σαι πολύ χαρούμενη. Όλα εδώ τα κορίτσια της πιάτσας ονειρεύονται να πάνε στην Ευρώπη.»
«Α μπα! Την μισώ την Ευρώπη! Αγαπώ το Βιετνάμ! Χίλιες φορές να μέναμε εδώ, αλλά θυσιάζομαι για χάρη της αγάπης.»
«Ενδιαφέρον… Δύναμη που την έχει η αγάπη… Αλλά εξήγησέ μού: ο άνδρας σου είναι νεαρός, φαντάζομαι δεν θά ‘χει τα μέσα του πρώην…»
«Μα δεν με νοιάζουν τα λεφτά. Είναι αληθινή αγάπη… Καλά, εννοείται πως ως άνδρας πληρώνει τα πάντα. Αλλά δεν μού δίνει καθόλου χρήματα. Απλά, όσα έχει τα έχουμε από κοινού. Εξάλλου, έχω κι εγώ την δουλειά μου.»
«Δουλειά; Τουτέστιν;»
«Να… Ανέκαθεν αρεσκόμουν να χορεύω. Είναι φιλοδοξία μου να γίνω διάσημη στριπτιζού. Κάποια στιγμή, σκοπεύω να επιδιώξω καριέρα στην Ευρώπη. Αλλά προς το παρόν, ο άνδρας μου με αποθαρρύνει. Κατανοεί βεβαίως ότι πρόκειται για τέχνη, μα όπως-και-νά-‘χει, αισθάνεται λίγο άβολα στην σκέψη άλλων που με χαϊδολογούν και με ζητωκραυγάζουν. Ξέρεις, φοβάται μην πληγωθούν τα αισθήματά μου. Είναι ώρες-ώρες υπερπροστατευτικός, ο χρυσούλης μου.
«Ωστόσο, δεν τον πειράζει αν χορεύω στο διαδίκτυο. Πάει λίγος καιρός που έχω εγγραφεί για cam-girl σε ένα σχετικό σάιτ. Κονομάω καλά, κάνοντας μόνο ό,τι μού αρέσει: χορεύω. Οι πελάτες πληρώνουν πέντε δολάρια το λεπτό. Κρατάει τέσσερα η πλατφόρμα, και παίρνω εγώ το ένα. Έχω ήδη την τακτική μου πελατεία.»
«Ψυχολόγος/τηλεστριπτιζού να υποθέσω;»
«Ακριβώς. Πάντοτε επιστρέφουν, και κλείνουν συνεδρίες για πάνω κι από ώρα.»
«Ωραία… Και το λοιπόν αρχίζεις προσεχώς έναν νέο έγγαμο βίο στην Σουηδία, πώς προβλέπεις το μέλλον σου;»
«Δεν προβλέπω. Πηγαίνω βλέποντας. Η ζωή είναι ένα μυστήριο.»