Βγήκαμε στα ανοιχτά. Χάθηκαν και τα τελευταία ίχνη της ακτής από τα μάτια μου, και ο ωκεανός είχε τώρα καταλάβει και τις τριακόσιες εξήντα μοίρες του ορίζοντα. Μπήκα κι εγώ λοιπόν μέσα στο σκάφος, όπου περίμενα για τις επόμενες τρεις-τέσσερις ώρες· μέχρι που μπαίναμε στο λιμάνι της Πετρούπολης της Ζανζιβάρης.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Η πόλη αυτή ιδρύθηκε το 1840, όταν ο Σουλτάνος Σαΐντ Μπιν της Μουσκάτης αποφάσισε να περάσει τα γεράματά του σε κάποιο γλυκύτερο κλίμα από εκείνο της Αραβίας, έτσι και μετέφερε εκεί την πρωτεύουσά του. Αποτελεί έως σήμερα την πρωτεύουσα της ημιαυτόνομης επαρχίας της Τανζανίας, νήσου της Ζανζιβάρης. Πλάνες εικόνες και θρυλικές ρέμβες πότιζαν πάντοτε την φαντασία μου στην στόχαση αυτού του τόπου· αυτού του στολιδιού του Ινδικού Ωκεανού. Αρχαίος και εξωτικός τόπος. Πολλά τα ανθρώπινα κορμιά που έχουν ξεπεταχτεί από τούτο το χώμα και έχουν μετά ξαναπεταχτεί μέσα, στις εικοσικάμποσες χιλιετίες που η ανθρώπινη ζωή έχει που κυλάει ρυθμικά πάνω σε τούτο το νησί. Από τα τότε ως τα τώρα, απροσμέτρητοι θαλασσοπόροι, από κάθε γωνία του πλανήτη, έχουν περάσει με τα πλοία των από τούτο το νησί. Πολλά βασίλεια και αυτοκρατορίες: Πέρσες, Άραβες, Ινδοί, Πορτογάλοι, Γερμανοί, και φυσικά και Βρετανοί, έχουν ερίσει για την ηγεμόνευσή του. Πάμπολλοι τραμπούκοι, έμποροι, και τυχοδιώκτες έχουν παίξει εδωπέρα την φορτούνα των, μεταφέροντας λογιών-λογιών φορτία: μπαχαρικά, ελεφαντόδοντο, δούλους… προς-και-από όλα τα πέρατα της υδρογείου.
Εκεί λοιπόν είχα μόλις αφιχθεί. Και θα συναντούσα την φίλη μου για να διανύσουμε στο νησί το προσερχόμενο διάστημα. Την συνάντησα στο λιμάνι, όπου νωρίτερα είχε κι αυτή αφιχθεί από την Πέμπα (άλλο νησί στα βόρεια), και πήραμε να γυρνάμε τα κοσμοπλημμυρισμένα στενά δρομάκια της πόλης εις αναζήτηση στέγασης. Αφού γυρίσαμε για κάμποση ώρα και δεχθήκαμε πληθώρα προσφορών από τους πολύγλωττους ξενοδόχους και τους κράχτες των, διαλέξαμε την καλύτερη. Ευρήκαμε ένα φθηνό, ωραίο, και άνετο δωματιάκι κοντά στο κέντρο της πόλης, όπου και θα κατοικούσαμε για την μία εβδομάδα που θα διαρκούσε η παραμονή μας στο το νησί.
Εξαιρετικά ευχάριστο το βρήκα να βολτάρω ανά τις γειτονιές του Stone Town. Ήταν μία αληθινά σπανιοτάτης ωραιότητας πόλη! Πολλές ώρες ξόδευσα να περιγυρίζω τον αχανή λαβύρινθο από σοκάκια που απάρτιζάν την, και να χαζεύω τα διάφορα ενδιαφέροντα και κουριόζα εκείνης της κοινωνίας.
Ένα από τα πιο αξιοθέατα πράγματα σε αυτόν τον τόπο ήταν η αρχιτεκτονική του. Συναντάς πληθώρα ντελικάτων κτιρίων που συνδυάζουν αρμονικά στοιχεία από τις παραδόσεις όλων των πολιτισμών που έχουν αφήσει εκεί το στίγμα των. Η μεγάλη πλειοψηφία των κτιρίων αυτών είναι κατασκευασμένα από κάποιο κοραλλιογενές πέτρωμα που απαντάται εν αφθονία στην περιοχή· υλικό ιδιαίτερα εύθρυπτο, που καθιστά την συντήρηση των κτιρίων δυσχερή, προσδίδει όμως στην γραφικότητά των, κάνοντάς τα να δείχνουν πεπαλαιωμένα και ρομαντικά. Χαρακτηριστικές είναι επίσης οι βεράντες με τις περίκομψες ξύλινες μπαλαούστρες που πολλά από τα σπίτια διατηρούν. Σήμα κατατεθέν της πόλης είναι πάντως οι αριστουργηματικές, σκαλιστές ξύλινες πόρτες, μερακλίδικα διακοσμημένες με πλούσια σχέδια που συχνά αναπαριστούν άνθη ή στίχους του κορανίου.
Οι κάτοικοι της πόλης είναι κατεξοχήν Σουαχίλιοι μουσουλμάνοι. Θελκτικό είναι το θέαμα των σπευδόντων στο τέμενος πιστών, κάθε που η σεπτή φωνή του ψάλλοντος στο μεγάφωνο ιμάμη αντιλαλεί στις γειτονιές, καλώντας τους για προσευχή. Σε κάποιον διεθνή διαγωνισμό ισλαμικής μόδας, νομίζω πως οι Ζανζιβαρές θα όφειλαν να έχουν την αδιαμφισβήτητη πρωτιά. Όντας Αφρικάνες, ράβουν τα χιτζάμπια και τζιλμπάμπια των σε περίτεχνους συνδυασμούς των πιο έντονων και ζωηρών χρωμάτων. Ενδύματα τα οποία φαντάζομαι ότι κάποιος Σαουδάραβας ηθικολόγος θα θεωρούσε αισχρά. Εμένα πάντως μού φάνηκαν πολύ καλαίσθητα, και σε καμμία περίπτωση λιγότερο σεμνά από μία κατάμαυρη μπούρκα. Πολύ ωραίες ήταν επίσης οι χένες με τις οποίες κοσμούσαν το δέρμα που μπορούσες να διακρίνεις στα γυμνά ακρόχερα και ακρόποδά των.
Η πόλη όλη έσφυζε από ζωή· ζωή σαν μαστουρωμένη από κάποιο αόρατο πέπλο ιλαρότητας που σκέπαζέ την. Χαμογελαστοί άνδρες και γυναίκες ανεβοκατέβαιναν μέρα-νύχτα τις οδούς και τα σοκάκια, πεζοί, με ποδήλατα, με μηχανάκια, ή με κάρα. Μικρά παιδιά επιδίδονταν σε διαφόρων λογιών χαρούμενα και φασαριόζικα παιχνίδια· κάποια εξ αυτών κατηφορίζοντα ελισσόμενα τα στενάκια με τα ποδηλατάκια των σε ξέφρενες ταχύτητες, ξεφωνίζοντας διάφορα που θα εξέφραζαν την παιδική των φαντασιακή χαρά.
Ο τόπος ήταν γεμάτος από στάσιμους ή πλανόδιους πωλητές, που πουλούσαν μπανάνες, παπάγιες, μάνγκα, αβοκάντα, καρύδες, ανανάδες, παθόφρουτα, και άλλους νόστιμους καρπούς ή αρτύματα που ευδοκιμούν σε αυτή την εξωτική νήσο. Τα βράδια, πανταχόθεν έπιαναν πόστα ψηστιέρηδες να προσφέρουν ολόφρεσκα, μοσχοβολάτα ψάρια και μαλάκια του Ινδικού στους λιγουρεμένους περαστικούς. Ενός μικρού παραδείσου πολιτείας την εντύπωση μού προξένησε άμεσα αυτή η πόλη. Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή, και μετά χαράς μεγάλης θα ξαναπερνούσα στο μέλλον να διαμείνω και περισσότερο.