Απομεσήμερα ξύπνησα τελικά από τα τσιριχτά διαλαλήματα κάποιων μικροπωλητών που είχαν εισορμήσει μέσα στο λεωφορείο. Όλοι με ένα χαρτονοκούτι επ’ ώμου, προσπαθούσαν να πουλήσουν τις πραμμάτειές των· που αποτελούνταν από νερά, αναψυκτικά, μπισκότα, φρούτα, και λογιών-λογιών φαγώσιμα ή μη. Στο εσωτερικό του οχήματος είχαν μπει μόνο όσοι πρόλαβαν. Ένα μεγάλο τσούρμο των υπολοίπων, οι οποίοι δεν απεδείχθησαν αρκετά γρήγοροι, συνωστίζονταν γύρω από το όχημα, και κράζοντας όλοι μαζί, επιχειρούσαν να πουλήσουν από τα παράθυρα. Κάπως σαστισμένος είχα μείνει να παρακολουθώ εκείνα τα δρώμενα, με την τσίμπλα στο μάτι ακόμη, όταν: «Good morning!» μού απευθύνθηκε ο τύπος εκείνος που καθόταν στο διπλανό μου κάθισμα. «We arrived in Lusaka. We are stopping here for lunch.»
Αναμπουμπούλα επικρατούσε στον κεντρικό λεωφορειακό σταθμό της ζαμπιανικής πρωτεύουσας. Ένα άτακτο ανθρωπομάνι συνωστιζόταν γύρω από τα σταθμευμένα λεωφορεία· ταξιδιώτες, μικροπωλητές, και διάφοροι άλλοι ξεκάρφωτοι. Εγώ πάλι, ήμουν εκειμέσα σαν την μύγα μες στο γάλα ― ή μάλλον ορθότερα, σαν την πικραλίδα μες στο πετρέλαιο. Ωστόσο, προς ευχάριστή μου έκπληξη, δεν χρειάστηκε να παίξω τον ρόλο της ντίβας του σταθμού· κανείς δεν μού έδινε σημασία υπέρ του δέοντος.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Μία ώρα θα παραμέναμε περίπου στον σταθμό. Αφού είχα τρίξει καλά όλες μου τις αρθρώσεις, και εκκένωσα και την ουροδόχο κύστη μου, ήταν ώρα να λαδώσω και το άντερό μου. Αγόρασα τρία μεγάλα σουβλάκια ― μία αφρικανική εκδοχή αυτών δηλαδή, από βοδινό κρέας και μπόλικο λίπος ― και μία τηγανιά πατάτες, και το έριξα στην μάσα.
Αφού κατάπια και την ύστατη μπουκιά, θέλησα ― ως επιβάλλεται μετά από κάθε καλή φάγωση ― να ανάψω ένα τσιγάρο. Κατευθύνθηκα να χωθώ ανάμεσα σε δύο σταθμευμένες νταλίκες, σε μία απόμερη γωνιά του σταθμού· ούτως ώστε να επωφεληθώ του ίσκιου· καθώς επίσης και να αποφύγω τα βλέμματα των μπάτσων που περιφέρονταν στον σταθμό, και προθυμοτάτως θα απεπειρώντο να με χρεώσουν, προς ίδιον όφελος, ένα πρόστιμο για το τσιγάρο που θα κάπνιζα εντός του μη-ενδεδειγμένου προς κάπνισμα χώρου του σταθμού.
Σαν προσέγγισα τον στενό χώρο ανάμεσα στις νταλίκες, διέκρινα πως θα τον μοιραζόμουν με έναν ακόμη τύπο. Ήταν ένας γέροντας, με τα δυο του πόδια ακρωτηριασμένα από την ρίζα, στερεωμένος σε ένα αυτοσχέδιο αναπηρικό καροτσάκι, καμωμένο από έναν ξύλινο σκελετό και ρόδες ποδηλάτου. Δεν με είχε αφήσει στιγμή από τα μάτια του καθώς σίμωνα. Με ξάνοιγε επίμονα με μία κάποια αγωνία και καρτερία. Έτσι συνέχισε να με κοιτάει, μέχρι που έφτασα και στάθηκα παραδίπλα τού.
«You finally came! I’ve been waiting for you all day!» μού είπε φωναχτά την στιγμή που τοποθετούσα ανάμεσα στα χείλη μου το τσιγάρο που πρότερα βαστούσα μέσα στην χούφτα μου.
«Who? Me?» τον ρώτησα παραξενεμένος.
«Yes, you! And the pack of smokes you’re carrying in your pocket. Give me one please.»
Έβγαλα και τού έδωσα ένα τσιγάρο, και έμεινα να τον παρακολουθώ. Χωρίς να βγάλει λέξη, άρπαξε το τσιγάρο και ευθύς το έσφιξε στα χείλη ― δυνατά, σάμπως για να σιγουρευτεί πως δεν θα βγάλει φτερά. Εν συνεχεία, το άναψε με ένα σπίρτο και αρχίνισε να το απομυζά, τραβώντας βαθιές, απανωτές τζούρες. Ένα συναίσθημα βαθιάς θελξικαρδίας μπορούσα να διακρίνω στα μάτια του, που υαλίζοντα παρατηρούσαν τον ανυψούμενο καπνό. Δεν θα τού πήρε πάνω από μια δεκαριά τζούρες, και το τσιγάρο είχε αποκαεί. Από κεκτημένη ταχύτητα, κάπνισε και καμμια-δυό τζούρες την γόπα, και απέβαλε το απομεινάρι στο έδαφος. Έμεινε ύστερα να κοιτάζει άλαλος και σκεπτικός τον ουρανό.
Όταν πια απεκάπνισα κι εγώ, έβγαλα και άνοιξα μία συσκευασία μπισκότων που διατηρούσα στην τσέπη μου. «Want a cookie?» έκανα τού τύπου, απλώνοντάς τού το χέρι μου με ένα μπισκότο. Αυτός, γύρισε εκείνη την στιγμή και έμεινε να με θωρεί για λίγο σιωπηλός, σαν μόλις να θυμήθηκε πως ήμουν εκεί.
«A cookie? No! I don’t want any damn cookie! Give me a smoke if you have one more… You see, I only sit here, the whole day, every day. I don’t spend a lot of energy…I don’t need food… I need cigarettes… Cigarettes, and the fucking time to pass by quickly.»
Έβγαλα το ανοιχτό, μισογεμάτο πακέτο που είχα στην τσέπη μου, και τού το ακούμπησα ολόκληρο στην παλάμη. Πήγε κάτι να πει, αλλά έσβησε στο ακρόχειλός του. Κατέχωσε το πακέτο μέσα στο σώβρακό του, ταυτόχρονα κοιτάζοντας μουλωχτά αναγύρω, μήπως τον βλέπει κανείς. «Goodbye» τού είπα καθώς κινούσα πίσω προς το λεωφορείο. Με χαιρέτησε κι αυτός με μία βαριεστημένη χειρονομία.
Επανεπιβιβαστήκαμε όλοι οι επιβάτες στο λεωφορείο, και μπήκαμε στην μακρά βορειοανατολική μας πορεία. Τα λιβάδια έδιναν την θέση τους σε δάση, τα δάση σε καλλιέργειες, οι καλλιέργειες σε χωριά, και τα χωριά ξανά σε λιβάδια. Χιλιόμετρο-το-χιλιόμετρο, τρώγαμε σιγά-σιγά την απόσταση που μας χώριζε από τον Ινδικό Ωκεανό.