Τριάντα περίπου χιλιόμετρα μετά το Walvis Bay, προσεγγίσαμε το Swakopmund: μία μικρότερη πόλη, εν τη οποία θα παραμέναμε για δύο μέρες. Ηύραμε έναν ήσυχο ξενώνα και τακτοποιηθήκαμε. Όταν τελείωσα με τις δουλειές (πλύσιμο ρούχων, πλύσιμο εαυτού, κ.τ.λ.), ο ήλιος ακτινοβολούσε την γη από μία χαμηλότερη, υποφερτή γωνία. Έκρινα πως ήταν η κατάλληλη ώρα να βγω προς εξερεύνηση αυτού του νέου τόπου.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Εάν δεν ήταν η άμμος που σού ράπιζε το πρόσωπο κάθε που έμπαινες σε μία προσήνεμη οδό, και οι στρώσεις άμμου που κετεκάθονταν στην άκρη της καθεμίας οδού, εύκολα θα μπορούσες να ξεχαστείς, νομίζοντας πως περπατάς σε κάποια κωμόπολη της Γερμανίας. Όχι μόνο η αρχιτεκτονική και η γλώσσα, αλλά και η γερμανική εύτακτη νοοτροπία κυριαρχούσαν εδώ.
Η πόλη αυτή είχε μείνει σε μεγάλο βαθμό απαράλλακτη από της θεμελίωσής της από τους Γερμανούς αποικιοκράτες, που άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκείνον τον καιρό χρησίμευε ως το κύριο λιμάνι της τότε Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής· απ’ όπου λαφυραγωγημένες ποσότητες μεταλλευμάτων και διαμαντιών έπαιρναν δρόμο προς τα γερμανικά εργοστάσια και κοσμηματοπωλεία. Τώρα αποτελεί ένα δημοφιλές τουριστικό θέρετρο· όπου εύποροι Γερμανοί τουρίστες συρρέουν στα πολυτελή του ξενοδοχεία, για να ξεφύγουν από την χειμερινή βορειοευρωπαϊκή μουντίλα.
Δρόμοι, αυτοκίνητα, διασταυρώσεις, φανάρια, διαβάσεις, καταστήματα, διαφημίσεις, τράπεζες, κάμερες, αστυνομικοί… Πόσο παράδοξα, ακαταλαβίστικα, ευτελή, ματαιόδοξα μού φάνταζαν όλα αυτά εκείνη την ημέρα· ιδίως σαν σε κάποια πλατιά οδό η θέα ξάνοιγε προς τα όρια της πόλης και τα περιώσια αμμοπέδια που την περιστοιχίζουν.
Εκείνη την νύχτα, μετά από ένα παχύ δείπνο και λίγες μπύρες στα τοπικά μπαράκια, ξεράθηκα στον ύπνο. Φρέσκος, με τις δυνάμεις μου επανασυγκεντρωμένες, σηκώθηκα το επόμενο πρωί. Και ιδιαιτέρως ευδιάθετος κίνησα έξω, όπως πραγματοποιήσω μία αγορά που είχα προγραμματισμένη.
Ένας από τους μεγαλύτερούς μου προβληματισμούς όταν άρχιζα αυτό το ταξίδι, ήταν το πώς θα την έβγαζα όλο αυτό το διάστημα χωρίς ένα από αυτά τα ελάχιστα αντικείμενα που αγαπώ, και που δεν θα μπορούσα να κουβαλάω μαζί μού: μία κιθάρα. Μέχρι εκείνη την στιγμή όμως, είχα τελικά συνειδητοποιήσει ότι κάλλιστα θα μπορούσα. Έτσι το λοιπόν, υπό την προτροπή και οικονομική συνδρομή των συνταξιδιωτών μου, βγήκα εκείνο το πρωί σε αναζήτηση καταστήματος μουσικής.
Ευρήκα τελικά και αγόρασα μία φθηνούτσικη μεν, κομψή και γλυκόηχη δε, κλασική κιθαρούλα. Από εκείνη την ημέρα και στο εξής, το όργανο αυτό θα αποτελούσε τον πιστότερό μου σύντροφο σε αυτό το ταξίδι. Χιλιάδες χιλιόμετρα έμελλε να ταξιδεύσει μαζί μού. Πολλή κακομεταχείριση έμελλε να υποφέρει, μεταφερόμενη όπως-όπως από-‘δώ-κι-από-‘κεί. Σε πολλούς τόπους οι ήδυμοί της ηχητικοί κυματισμοί έμελλε να διαχυθούν στην ατμόσφαιρα, και να προσφέρουν στιγμές πραϋντικής κατάνυξης σε καθετί που δύναται να ακούσει.
Το δεύτερο και τελευταίο βράδυ της παραμονής μας στο Swakopmund, βγήκαμε να δειπνήσουμε σε ένα γραφικό ψαροεστιατόριο δίπλα στης αλός το κύμα. Αφού παραγγείλαμε τις διάφορες νοστιμιές που ο Ατλαντικός είχε να μάς προσφέρει, και μέχρι να ετοιμαστούν, κίνησα μονάχος έξω να διαλογιστώ για άλλη μια φορά με τον χρονωριστή ήλιο, που ήταν έτοιμος να καθορίσει το πέρας άλλης μίας ημέρας.
Σ’ εκείνο το σημείο, μπροστά ακριβώς από το εστιατόριο, ευρισκόταν μία δολιχή, ξύλινη προβλήτα. Άρχισα να την περπατάω συνοδευόμενος από το άκουσμα των παφλαζόντων στους χοντρούς πασσάλους κυμάτων, και την πολυαγαπητή αλμύρα που ο ριπαίος άνεμος έφερε μαζί τού. Όσο πιο αργά μπορούσα βάδιζα, και όσο προσέγγιζα το άκρο, τόσο επιβράδυνα κιάλλο· σαν να μην ήθελα να αποδεχτώ ότι η προβλήτα αυτή θα τελείωνε. Σαν έφτασα τελικά στο τέρμα, γύρισα και κοίταξα ξοπίσω μού. Πολύ αλάργα φαινόταν τώρα αποκεί η ακτή. Στράφηκα πάλι μπρος. Το ίδιο μακρινός και άφταστος, όσο και όταν άρχισα να περπατάω προς το μέρος του, φαινόταν τώρα ο ορίζοντας και ο ήλιος που σε λίγο θα βουτούσε μέσα τού.
Εκμεταλλεύτηκα το ύστατο φως της ημέρας για να αποτυπώσω στην μνήμη μου όσο το δυνατόν καλύτερα τις εικόνες που θωρούσα. Ήταν η τελευταία φορά σε αυτό το ταξίδι που παρατηρούσα τον ήλιο να βυθίζεται μέσα στον ωκεανό. Ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπα τον Ατλαντικό Ωκεανό. Την αυριανή θα μπαίναμε στην ενδοχώρα, οριστικά παρατώντας την δυτικοαφρικανική ακτή.