Είχα προλίγου ξυπνήσει, πρωινιάτικα, νωρίτερα απότι συνήθιζα, και έπινα καφέ δίπλα στον γυάλινο τοίχο. Από το ύψος τριαντακάτι ορόφων, ατένιζα ένα ευρύ μεν, αναλογικά δε απειροελάχιστο τμήμα του συνονθυλεύματος τσιμέντου, ατσαλιού, υάλου, ασφάλτου, και της αποκειπάνω προσομοιάζουσας μυρμηγκιά ανθρωποπλημμύρας που συνέθεταν την θαυμαστή τερατούπολη της Σαγχάης.
Ο λόγος που ήμουν στο-πόδι τέτοια ώρα ήταν πως είχα ταξίδι· όχι το μακρύτατο, υπερσινικό ταξίδι που προϋποθέτει ο τίτλος της ιστορίας—το οποίο μέχρι τούδε ούτε καν υποψιαζόμουν ότι θα ξεκινούσα σήμερα—αλλά το, έστω, υπολογίσιμης διάρκειας ταξίδι για το κέντρο της πόλης. Ήταν παραμονή της λήξης της κινεζικής μου βίζας. Περνούσα καλά εκεί, δεν πλήρωνα ενοίκιο… Δεν ήθελα να φύγω ακόμη. Εξού-και τώρα σκόπευα να κατέβω στο υπουργείο μετανάστευσης να πάρω παράταση.
Αφού σηκώθηκε και η συγκάτοικός μου να έλθει μαζί για μετάφραση—πράγμα απαραίτητο σε μία χώρα που καταλαβαίνουν λιγότερες αγγλικές λέξεις από ισπανόφωνο παπαγάλο και ακόμη λιγότερες διεθνείς χειρονομίες—βγήκαμε στις γκρίζες διάπλατες λεωφόρους.
Μέσα στο μπρουταλιστικό παλάτι του κυριολεκτικού μανδαρινάτου, ανέμενα χρονοβόρα, καφκική διαδικασία. Τουναντίον, σε τρία λεπτά ήμασταν έξω. Ο πρώτος μανδαρίνος μετά την πόρτα, χωρίς να κουνήσει τον σκυμμένο του λαιμό, μισοσήκωσε ένα συνοφρυωμένο βλέμμα, οριακά ορατό ανάμεσα στο γείσο του αστροφόρου του πηλήκιου και το πανύψηλο γκισέ υποδοχής. Άκουσε ανέκφραστος δυο-τρεις κινέζικες προτάσεις που τού είπε η φίλη μου—ή τουλάχιστον κοιτούσε τα χείλη της ενόσω μιλούσε—και πριν ξαναρίξει τα μάτια σε ό,τι έκρυβε ο πάγκος, απάντησε με λίγες ξερές λέξεις που μεταφράστηκαν στο ότι πρέπει να είμαι έξω από την Κίνα μέχρι αύριο το πρωί.
Δεν ήμουν σε θέση να διανοηθώ αντίρρηση… Σε μία απ’ τις σπανίζουσες καφετέριες της Σαγχάης—συχνά εδόκει μου πως η Χαλκίδα είχε περισσότερες—ήπιαμε έναν δεύτερο καφέ και έκανα νέο σχέδιο.
Έψαξα αποψινές πτήσεις για διάφορες γειτονικές χώρες, από Ιαπωνία μέχρι Βιρμανία. Τελευταία στιγμή, παραήταν ακριβές. Μέσα στην απόγνωση, με χτύπησε η έμπνευση. Ο οικονομικότερος τρόπος να ξεκουμπιστώ από την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας εντός προθεσμίας θα ήταν να μεταβώ με τρένο στο Χονγκ Κονγκ—το οποίο, ως γνωστόν, αποτελεί ειδική διοικητική περιοχή και ακολουθεί ιδία μεταναστευτική πολιτική. Πολύ φθηνότερο καθώς πράγματι ήταν από κάθε πιθανή πτήση, έκλεισα επιτόπου εισιτήριο στην επόμενη αμαξοστοιχία. Θα αφίκετο στα σύνορα το πρωί, μετά από δεκαεννέα ώρες ταξιδιού, και αναχωρούσε… σύντομα. Έπρεπε να βιαστώ.
Γυρίσαμε στο διαμέρισμα που θα απεκαλούσα για στερνή φορά σπίτι. Φόρτωσα στα-μπαμ το βιος μου σ’ έναν σάκο και μια τσάντα. Και ξαναβγήκαμε.
Μέσα στην όλη ταραχή, δεν είχαμε προλάβει να φάμε. Καθίσαμε σε εκείνης της γιαγιάς το αγαπημένο μου στριμωχτό μαγειρείο, δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας, και παραγγείλαμε την σπεσιαλιτέ της: κεφαλάκι πάπιας σε αιματόσουπα. Η ομήγυρη των γυμνόστηθων Κινέζων που καθεμέρα ξημεροβραδιάζονταν εκειπέρα ήταν ακόμη στις πρώτες μπίρες. Πρόσεξαν τις αποσκευές και κατάλαβαν πως έφευγα. Με αποχαιρέτισαν με τον τρόπο που πάντοτε με χαιρετούσαν: δείχνοντάς με το δάχτυλο και σκάζοντας στα γέλια.
Πιάσαμε πάλι το μετρό. Λίγες αλλαγές και πολλές στάσεις πιοΰστερα, φτάσαμε στον Νότιο Σιδηροδρομικό Σταθμό της Σαγχάης. Αφού περιμέναμε την αποβίβαση του αρχικού συρφετού—προς αποφυγή διαγκωνισμού και σκαγιών από τις χλέπες που πολλοί επιβάτες συνήθιζαν να αποβάλλουν στην κρηπίδα σαν άνοιγε η θύρα—κατεβήκαμε και ελιχθήκαμε στον συνωστισμό. Εντός ολίγου, χειρονομούσα στην φίλη ύστατο αντίο καθώς πατούσα από την αποβάθρα στον συρμό.
***
Το βαγόνι της τρίτης θέσης χαρακτηριζόταν στο εισιτήριο αυτολεξεί ως βαγόνι με σκληρά καθίσματα. Στις ανώτερες θέσεις ίσως είχαν πουπουλένια μαξιλάρια, μιας-και τούτο εμένα μια-χαρά μαλακό μού έκανε. Έπρεπε ορθότερα να το χαρακτήριζαν βαγόνι με παστωμένα καθίσματα. Οι επιβάτες του ασφυκτικά γεμάτου οχήματος, αφότου τίγκαραν τις σχάρες, πήραν να στουμπώνουν σακιά και κούτες κάτω από τα καθίσματα, πάνω στα τραπέζια ανάμεσα στα καθίσματα, κάτω από τα γόνατα άλλων επιβατών, πάνω στα γόνατα άλλων επιβατών, και οπουδήποτε αλλού δεν παρεκώλυαν την διέλευση του διαδρόμου.
Σαν τσούλησε στην ώρα του το τρένο, άρχισε παρευθύς η κυκλοφορία στον διάδρομο. Κόσμος πήγαινε συνεχώς στον μεσοβαγόνιο χώρο όπου βρίσκονταν οι τουαλέτες, το καπνιστήριο, και ανάσκελοι επιβάτες χωρίς θέσεις. Άλλοι έκοβαν βόλτες περαδώθε να ξεμουδιάσουν ή να βρουν παρέα για κουβέντα. Καρότσια σερβιρίσματος πηγαινοέρχονταν με αναψυκτικά, αξεσουάρ κινητών, και πληθώρα φαγητών.
Πήρα μια μερίδα ρύζι και πόδια κοτόπουλου. Λιγουρεύτηκα κι ένα μαοντάν—γνωστό και ως μπαλούτ στα φιλιππινέζικα, γονιμοποιημένο και επωασμένο αυγό κότας ή πάπιας με ανεπτυγμένο νεοσσό εντός του—αλλά το άφησα καλύτερα επειδή το σοκ από την τελευταία φορά που τό ‘χα πάρει ήταν ακόμη φρέσκο… Είχαμε ψωνίσει λίγα σε ένα χωριό πρόσφατα, πριν πάμε στο βουνό. Η μπακάλισσα μάς είπε πως ήταν ήδη βρασμένα. Μα εκεί-που σταματήσαμε για κολατσιό στην ερημιά, σπάω ένα, και πέφτει καταγής το έμβρυο το παπάκι συσπώμενο σε μια λιμνούλα αίματος.
Ήταν κι εκείνος ο πλασιέ που είχε αναλάβει καθήκοντα ψυχαγωγού του τρένου. Εμφανιζόταν κάθε-τόσο με ένα νέο κουτί εμπορευμάτων—περιοδικά κουίζ, αλοιφές αλόης, εύκαμπτες οδοντόβουρτσες… Είχε ένα μικρόφωνο συνημμένο στον γιακά και ένα ηχείο κρεμασμένο στην ζώνη. Στηνόταν στην ακριβή μέση του βαγονιού, όπου το ισχυρό ηχείο ευθυγραμμιζόταν τέλεια με το αφτί μου, κι έβαζε μπρος την πάρλα του που θύμιζε δίχρονο κινητήρα. Ενόσω η παράσταση διαρκούσε, πάσα άλλη φωνή στο όχημα σιγούσε. Άκουγαν όλοι με προσηλωμένο ενδιαφέρον. Αφότου ξέμενε επιτέλους από σάλιο, διέτρεχε τον διάδρομο αδειάζοντας το κουτί με το ένα χέρι και γεμίζοντας την τσέπη με το άλλο. Πρέπει να ήμουν ο μόνος που δεν αγόρασα τίποτε.
Εκτός από αυτόν, ήταν κι άλλος ένας που ψυχαγωγούσε το βαγόνι: εγώ. Όχι πως έκανα καμμία συνειδητή προσπάθεια προς αυτόν τον σκοπό, η παρουσία μου και-μόνο όμως αρκούσε για να τους διασκεδάσει. Με την τόσο χαρακτηριστική έλλειψη τακτ αυτού του λαού, κεφάλια στρέφονταν διαρκώς προς το μέρος μου και χαύνα βλέμματα παρέμεναν καρφωμένα πάνω μου μέχρι να πονέσουν οι λαιμοί. Κάθε-που ανταπέδιδα το κοίταγμα, είτε με προσηνές μειδίαμα είτε με ενοχλημένο νεύμα, ξεσπούσαν σε χαχανητά. Διάφοροι επιχείρησαν να μού μιλήσουν. Οι ανταποκρίσεις μου, είτε κάποιος μορφασμός ακατανοησίας είτε κάποια ελληνική φράση τύπου «τι μού λες κι εσύ τώρα ρε φίλε τρέχα γύρευε», τους έκαναν να ξεκαρδιστούν.
Η ευκαιρία μας να επικοινωνήσουμε παρουσιάστηκε αργότερα το απόγευμα, όταν ένας νέος επιβάτης κατέλαβε την άρτι κενωθείσα θέση απέναντί μου. Ήξερε λίγα αγγλικά, και πήγαμε να πιάσαμε κουβέντα. Ωστόσο, ανάμεσα στην δεύτερη εμή και την τρίτη εή εκφορά, η εν εξελίξει συζήτηση μετετράπη τελεσίδικα σε κάτι μεταξύ συνέντευξης και ανάκρισης.
Ενώ το μισό βαγόνι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, παρέμειναν στις θέσεις των, συχνά με στραμμένα κεφάλια και οπωσδήποτε τηρώντας απόλυτη σιγή εν προσοχή, το άρρεν ήμισυ σηκώθηκε και σχημάτισε γύρω μας έναν σφιχτό κλοιό. Για ώρες και κατά σειρά, μού υπέβαλλαν ερωτήσεις διαμέσου του αγγλόφωνου συμπατριώτη των: Από πού είμαι· τι δουλειά κάνω· πόσα λεφτά βγάζω· αν είμαι παντρεμένος κι αν έχω παιδιά· αν μού αρέσει η Κίνα· αν μού αρέσουν οι Κινέζες· αν δωρίζω ρολόγια· αν κατοικώ στον τέταρτο όροφο· αν τρώω τηγανητές ακρίδες· και ούτω καθεξής…
Διαλύθηκαν σταδιακά καθώς προχωρούσε η νύχτα, και έπεσα κι εγώ τελευταίος για ύπνο.
Επανέκτησα συνείδηση όταν ορθρινό φως χτύπησε τα σφαλισμένα μου ματόφυλλα. Ώστε να αποφύγω την πιθανή επανεκκίνηση της συνέντευξης μέχρι να καλοξυπνήσω, μισάνοιξα τα μάτια και τα κόλλησα στο πλάι έξω απ’ το παράθυρο.
Αντίκρισα έναν καταγάλανο ουρανό και ένα ηλιόλουστο σκηνικό που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την παγίως συννεφιασμένη και ρυπασμένη ατμόσφαιρα της Σαγχάης. Χώρια απ’ τον καιρό, το λοφώδες έδαφος, η πλούσια υποτροπική βλάστηση, τα χρωματιστά σπιτάκια, και παν άλλο στοιχείο του τοπίου συνέθεταν μία εικόνα πιο χαρμόσυνη από την μουντίλα του υπερπυκνοκατοικημένου δέλτα του Γιανγκτσέ.
Όταν τελικά εστράφην μπρος, δεν είδα τον διερμηνέα. Είδα την οθόνη ενός κινητού, κατάφατσα, ανάμεσα στα μάτια μου. Το κρατούσε το τεταμένο χέρι ενός νέου νεαρού επιβάτη. Διεσταύρωσα τις κόρες μου στο κέντρο και διέκρινα την διεπαφή του Baidu Translate. Έγραφε: «Hello brother! May I help you? Where are you going to?»
Μετά από μία σύντομη γραπτή συνομιλία μέσω της εφαρμογής, αφίχθημεν στο Σεντζέν: τερματικό σταθμό του ταξιδιού μας, βάση σπουδών του νέου μου φίλου, και ευρισκόμενη ένα ποτάμι απέναντι από το Χονγκ Κονγκ, φουτουριστική, τεχνολογική πρωτεύουσα της Κίνας. Ως είχε προσφερθεί, με βοήθησε να εντοπίσω το συνοριακό πέρασμα.
Απίθανες, άτακτες ουρές πέτυχα συναθροισμένες μπροστά από τα γραφεία μετανάστευσης και τα εκδοτήρια εισιτηρίων. Κίνα είναι αυτή… θεώρησα πως ήταν μία φυσιολογική ημέρα στα σύνορα μεταξύ δύο των μεγαλυτέρων πόλεων του κόσμου. Μόνο αργότερα, αφού μετά από ώρες ξεμπέρδευσα και έφτασα με το αστικό τρένο στο κέντρο του Χονγκ Κονγκ, έμαθα πως είχα πέσει σε εξαιρετική περίσταση.
Ήταν στο Χονγκ Κονγκ η μέρα της εγκαινίασης εκείνου του παιχνιδιού που κυνηγούσαν πόκεμον. Καθώς στην Κίνα ποτέ δεν επετράπη, κατέβαιναν οι Κινέζοι στο Χονγκ Κονγκ αγεληδόν για θήρα. Κατά το επόμενο διάστημα της εκεί παραμονής μου, παρατήρησα αμάξια να τρακάρουν, πεζούς να κουτουλούν ή να στέκονται προ διαβάσεων για αλλεπάλληλα πράσινα με εγκεφάλους απορροφημένους στην οθόνη, και διάφορα αλλόκοτα θεάματα. Όταν εν τέλει αναχώρησα κι αποκεί, ακόμη και η υπάλληλος της αεροπορικής με έγραφε επειδή ήταν απασχολημένη με κυνήγι πίσω από τον πάγκο· έτσι που με έπιασε παράνοια μήπως είναι ικανός και ο πιλότος να αναζητά κειπένω τίποτε σπάνια ουράνια πόκεμον. Αλλά τέλος πάντων, παρεκκλίνω. Τελείωσε αυτή η ιστορία.
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Σαγχάη ή το Χονγκ Κoνγκ.