Σε έναν θορυβώδη κόμβο στα πέριξ του Σαν Σαλβαδόρ, μας άφησε ένα λεωφορείο και μας πήρε άλλο. Μας πέταξε σε έναν αλμυρό και ηλιοψημένο δρόμο όπου ένας ωκεάνιος αέρας ενεφύσει ελευθερία στην θαλασσοπολιτεία La Libertad. Ένα περαστικό βανάκι μας ταξίδευσε λίγα χωριά και πολλές στροφές παρακάτω στην κοφτή, ολοπράσινη ακτή. Και έτσι φτάσαμε στο Ελ Σόντε.
Σαν θησαυρός κρυμμένος μέσα σε καρυδοφοίνικες και παντοία εξωτικοφρουτόδενδρα, ο οικισμός αυτός απετελείτο από μία αράδα φυλλόσκεπες καλύβες και μια ντουζίνα ξενοδοχεία. Το σχέδιο ήταν να εγκατασταθούμε σε κάποιο εξ αυτών, άλλαξε όμως όταν μάς είπαν τις τιμές. Το νέο τώρα ήταν να γυρίσουμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας στο προηγούμενο, μεγαλύτερο χωριό. Και ούτως πράξαμε στην καρότσα ενός αγροτικού που ανταπεκρίθη στις παραδρόμιες μας εκκλήσεις.
Βρήκαμε οικονομική στέγαση σε έναν ημιεγκαταλελειμμένο ξενώνα στον κεντρικό δρόμο. Τηλεφωνήσαμε στον ιδιοκτήτη και περιμέναμε στην αυλή μέχρι να στείλει ένα παιδί να μάς φτιάξει ένα δωμάτιο. Κατά την αναμονή, καταλάβαμε πώς προέκυψε η εγκατάλειψη παρά τις καλές τιμές. Ήμασταν δίπλα στην ρεματιά, και τα κουνούπια πληρούσαν τον αέρα σαν ανοιξιάτικη γύρη.
Ο καμαριέρης έκανε την βλακεία να ανοίξει το παραθυράκι του μπάνιου για αερισμό. Πρώτη μου δουλειά σαν μπήκαμε ήταν να το κλείσω. Δεύτερη: άρπαξα το τετράδιο και πήρα να συνθλίβω τα κουνούπια δέκα-δέκα. Σταμάτησα μόνο αφότου η πυκνότητά των μειώθηκε τόσο που με-το-ζόρι κατάφερνα κανα-δυό με κάθε χτύπημα, οπόταν οι άσπροι τοίχοι και το εξώφυλλο του τετραδίου είχαν γίνει πουά με μαυροκόκκινες κηλίδες. Το παράθυρο ποτέ δεν ξανάνοιξε, και κάθε που μπαινοβγαίναμε, η πόρτα έκλεινε ξοπίσω μάς σαν ψυγείο σπαγγοραμμένου.
Στην αυλή δε όταν καθόμασταν, το δέρμα μας βρομούσε περισσότερο με εντομοαπωθητική αλοιφή απότι ο αέρας με την κάπνα τεσσάρων σπειρών που έκαιγαν μονίμως περιμετρικά μάς. Προτιμούσα να μουλιάζω με-τις-ώρες μέσα στην ακάθαρτη πισίνα. Λόγω αυτών των συνθηκών, περάσαμε το πλείστον της εβδομαδιαίας διαμονής μας έξω στο χωριό.
Το Ελ Τούνκο ήταν ένα ολοζώντανο παραλιακό τουριστοχώρι. Πολλά χλιδάτα θέρετρα, φαγάδικα, και μπαρ εστοίχιζαν τον δολιχό, φοινικόφυτο, βοτσαλόστρωτο γιαλό. Ζωηρές τοιχογραφίες με θαλάσσια θέματα κοσμούσαν τα οπίσθια σπιτάκια. Διεθνείς μπακπακεράδες πληρούσαν τα αποπαράλια χόστελ. Εγχώριοι εκδρομείς συνέρρεαν τα Σαββατοκύριακα για μπάνιο και νυχτερινή ζωή. Ολημέρα σερφεράδες καβαλούσαν τα προσορμώντα κύματα.
Αυτά τα ισχυρά και συνεπή κύματα ήταν και το κατεξοχήν θέλγητρο του Ελ Τούνκο, καθώς και ο ημέτερος πόλος έλξης. Είχα—τρομάρα μου—φαντασιωθεί τον εαυτό μου σαν τον Patrick Swayze στο Point Break ένα-πράμμα. Μα τελικά—λίγο τα τσιμπιμένα ενοίκια των σανίδων, περισσότερο οι κοφτεροί ύφαλοι σε συνδυασμό με τις ακόμη νωπές τραυματικές αναμνήσεις του ωκεάνιου τουλουμιάσματος που είχα φάει στο Μεξικό—δεν έβαλα στην θάλασσα ούτε πατούσα.
Αρκέστηκα σε λιγότερο εξτρίμ δραστηριότητες, όπως βόλτες και μπίρες. Το κλου της παραμονής ήταν ένα βράδυ που πετύχαμε μία ανοιχτή μουσική σκηνή σε ένα μπαράκι. Βγάλαμε ένα ξεσηκωτικό τζαμάρισμα με έναν ακόμη ντόπιο κιθαρίστα, έναν ντράμερ, και μία Αμερικανίδα τραγουδίστρια. Η κιθάρα είναι όσο διασκεδαστική και η σανίδα του σέρφινγκ και απείρως ασφαλέστερη.
Το Ελ Τούνκο επίσης υπήρξε και το μοναδικό μέρος όπου συνέτυχα άτομο εκ πατρίδας κατά την διάρκεια αυτού επτάμηνου ταξιδιού στην Κεντρική Αμερική. Όταν ένα μεσημέρι είχα μόλις πληρώσει τον καφέ μου και άφηνα την καφετέρια, μού έγνεψε μια όμορφη κοπέλα από ένα τραπέζι και με ρώτησε στα ελληνικά αν είμαι από την Ελλάδα. Νομίζω δεν μοιάζω τυπικός Έλληνας. Πρέπει να έπιασε την προφορά μου που είναι ξεκάθαρα ελληνική σε όποια γλώσσα και να μιλάω.
Κάπως έτσι πέρασαν οι μέρες σε αυτήν την ακτή του Ειρηνικού Ωκεανού. Μετά είπαμε να κινήσουμε αργά-αργά για λίγη Καραϊβική κι ό,τι βρεθεί στον δρόμο.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από το Ελ Σαλβαδόρ.