Γυρίσαμε από τον ίδιο δρόμο στην κομβική πόλη Σάντα Ρόζα, μέσω της οποίας είχαμε τις προάλλες μεταβεί στο Γκράσιας, και αλλάξαμε λεωφορείο. Αυτό μας μετέφερε δυτικά, διαμέσου μιας καταχνιασμένης, απόμακρης κοιλάδας που περιείχε τον Ποταμό Κοπάν. Λίγο πριν τα σύνορα της Γουατεμάλας, τερματίσαμε στην κωμόπολη Κοπάν.
Ήταν εξίσου όμορφη με το Γκράσιας—ζωηροβαμμένα παραδοσιακά σπιτάκια, μπαρόκ εκκλησίες, περίτεχνες τοιχογραφίες, περιποιημένες πλατείες—αλλά και αρκετά ζωντανότερη. Είχε περισσότερα ξενοδοχεία, φαγοποτάδικα, και αλλοδαπούς τουρίστες. Ο λόγος που μας είχε φέρει όλους εκεί ήταν ο ίδιος με αυτόν που είχε συνεπιφέρει και το χτίσιμο της πόλης: τα προσκείμενα ερείπια του κλεινού αρχαίου Κοπάν.
Κοιμηθήκαμε σε έναν ξενώνα και πρωί-πρωί κινήσαμε στον αρχαιολογικό χώρο. Πλήθος ξένων και ντόπιων επισκεπτών ήταν συναθροισμένο στην πύλη. Πολλοί από τους δεύτερους φορούσαν ινδιάνικα καπέλα που πουλούσε ένας πραματευτής στην γωνία. Τα άλικα φτερά που χρησιμοποιούσε μάλλον τα μαδούσε από τους μισοξεπουπουλιασμένους μακάους που άραζαν στην είσοδο.
Μάθαμε πως πρόσφατα είχαν αρχίσει την προσπάθεια επανεισαγωγής αυτών των εύσωμων, φανταχτερών, πάλαι ιερών, φαφλατάδικων πτηνών στο τοπικό οικοσύστημα. Το εγχείρημα παραπήγαινε καλά· ίσως και να τό ‘χαν παρακάνει λίγο με τα ζαχαρωτά. Κανένα δεν φαίνονταν να δείχνουν ενδιαφέρον στους γηγενείς καρπούς. Παραμόνο περιπετάριζαν οληνώρα από φυλλωσιά σε φυλλωσιά, έσκουζαν και τσίριζαν παπαγαλίσιες αλαλαγές και μιμήσεις ανθρωπίνων φωνών, και πού-και-πού προσγειώνονταν για να τσακωθούν ή να σε πλησιάσουν καρτερικά με ανοιχτό το στόμα.
Το αρχαίο Κοπάν εγκατελείφθη τον ένατο αιώνα και ανεκαλύφθη τον δέκατο-ένατο. Υπήρξε πρωτεύουσα μείζονος βασιλείου της κλασικής περιόδου των Μάγια και ο προσωπικά μακράν αγαπημένος μου ιστορικός χώρος από αυτό το ταξίδι. Περάσαμε εκεί όλη την ημέρα, εκ περιτροπής περιμένοντας το πέρασμα διαβατάρικων νεροποντών κάτω από το πρώτο υπόστεγο ή δένδρο που θα τύχαινε μπροστά μάς, και εξερευνώντας, όσο δεν έβρεχε, τα μουσκλιασμένα μνημεία και τα βλοσυρωπά αγάλματα της ευρείας πεθαμένης πολιτείας.
Παρελθουσών των ημερών στην ενδοχώρα, συνεχίσαμε προς την καραϊβική ακτή. Αφού το ταξίδι ήταν μακρύ, το σπάσαμε με μία διανυκτέρευση στον Σαν Πέδρο Σούλα: δεύτερη-μεγαλύτερη πόλη και πρώτιστο βιομηχανικό κέντρο της Ονδούρας, καθώς και διαβόητη πιο επικίνδυνη πόλη της Κεντρικής Αμερικής.
Είχε μείνει αρκετό φως όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Η Σόφη είχε βραδινή βάρδια, και βγήκα μόνος για σουλάτσο. Τους δρόμους πληρούσαν αυτοκίνητα και ιππήλατα κάρα. Κάποια στενά διετρέχοντο από σιδηροτροχιές, όπως στην διάσημη οδό στο Ανόι, με την διαφορά ότι, αντί τσιμεντένιων οικημάτων, εδώ τις ράγες συνόρευαν παραπήγματα από μαδέρια και λαμαρίνες που, αν όντως περνούσε τρένο, θα σωριάζονταν σαν τραπουλόχαρτα από την δόνηση. Όπου υπήρχαν, τα πεζοδρόμια ήταν τίγκα με μουσαμαδόσκεπους εμπορικούς πάγκους και κούμουλα σκουπιδιών. Διαλαλημοί και δυσωδία κορένυσσαν τον αέρα. Διάφοροι ύποπτοι χαρακτήρες—μεθυσμένοι ζητιάνοι, αγροίκοι, ψυχάκηδες—κυκλοφορούσαν μες στο ανθρωπομάνι και με παρεκίνησαν να γυρίσω στο ξενοδοχείο προτού καλονυχτώσει.
Με-το-που καλοφώτησε, πιάσαμε λεωφορείο και απόγευμα καταλήξαμε επιτέλους στο τέλος της ξηράς. Ακύμαντη κι απέραντη εξαπλώνετο η Καραϊβική Θάλασσα πέρα από την ονόματι Σέιμπα, μεγαλύτερη παράκτια πόλη και πρωτεύουσα διασκέδασης της Ονδούρας. Περάσαμε εκεί λίγες ημέρες με βόλτες, βουτιές, και φαγοπότια στις παραλιακές ψαροταβέρνες και τα μπαράκια που, παραδόξως, συχνά έφεραν πινακίδες που έλεγαν πως απαγορεύεται η είσοδος στους οπλοφορούντες. Και μετά μπαρκάραμε στο φέρι για τα ανοιχτά.
Μια-εξηνταριά χιλιόμετρα από την ακτή, απεβιβάσθημεν στο Ροατάν: ένα μακρόστενο νησί μήκους εξήντα χιλιομέτρων και μέγιστου πλάτους τεσσάρων που ήταν στερεότυπος, πλην όμως οικονομικά προσιτός, καραϊβικός παράδεισος.
Ήταν το μοναδικό αντικειμενικά τουριστικό μέρος που επισκεφτήκαμε στην Ονδούρα. Ανά όλη του την περίμετρο, ολημερίς αγκύρωναν καταδυτικά πλοιάρια παρά τους παγκοσμίως φημισμένους κοραλλιογενείς του υφάλους. Μουράτα γιοτ και ιστιοφόρα προσέδεναν στις πλείστες ξύλινες προβλήτες. Χλιδάτα θέρετρα γειτόνευαν τις φίνες αμμουδιές, και μπούγια λουομένων πλατσούριζαν στα διάφεγγα νερά.
Ήταν ιδανικό μέρος να κάνουμε λίγες διακοπές από το ταξίδι. Για τις επόμενες δύο εβδομάδες εγκατεστάθημεν σε έναν ειδυλλιακό ξενώνα κρυμμένο μέσα στην κατάπυκνη βλάστηση στο περιγιάλι ενός κατακλυσμένου με μαγκρόβιες, απόμερου ορμίσκου. Και πράμμα ουσιαστικά δεν κάναμε άλλο από ξάπλα στην παραλία και εξερεύνηση του νησιού με κανό και μηχανάκι. Με μία δόση απροθυμίας ξεκινήσαμε ύστερα για το μακρύ προσεχές ταξίδεμα.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Ονδούρα.