Ήταν ακόμη νωρίς το απόγευμα όταν το δεύτερο λεωφορείο μας απεβίβασε πριν τα σύνορα της Νικαράγουας. Ο τελικός μας προορισμός απείχε μόλις σαρανταπέντε χιλιόμετρα μετά από αυτά. Ήμασταν στο πρόγραμμα να αφιχθούμε με μπόλικο απομένον φως. Όλες οι τέσσερις συνοριακές διελεύσεις που μέχρι τούδε είχαμε πραγματοποιήσει σε αυτό το ταξίδι είχαν αποδειχθεί περίπατος. Υπολογίζαμε σε ανάλογη έκβαση. Είχαμε όμως παραβλέψει το πως εισερχόμασταν σε ένα κράτος κυβερνώμενο από την παράνοια ενός ηλικιωμένου δυνάστη.
Η αίθουσα αναμονής του μεταναστευτικού ελέγχου ήταν ασφυκτικά γεμάτη· το μπουλούκι χωρισμένο σε δέκα πάνω-κάτω άτακτες σειρές προ ισάριθμων γκισέ. Πήρε καμμια-ώρα στησίματος έως ότου συνειδητοποιήσαμε πως είχαμε επιλέξει την πιο αργή ουρά· εκείνη που κατέληγε σε έναν ψάρακα, μετά-βίας εικοσάχρονο ένστολο υπάλληλο που έδειχνε πλεονάζοντα ζήλο. Συλλογιστήκαμε μήπως συνέφερε να ξεκινήσουμε σε άλλη ουρά απ’ την αρχή, μα είχε μαζευτεί πολύς νέος κόσμος αποπίσω.
Μετά από κανα-δίωρο ακόμη, ήλθε επιτέλους η σειρά μας. Πασάραμε διαβατήρια και δώσαμε απρόσκοπτα διάφορες απαντήσεις μέχρι που ρώτησε το επάγγελμά μου. Καθώς ποτέ δεν είχα στην ζωή μου κάποια σταθερή, συμβατική απασχόληση, ανέκαθεν σε τέτοιες περιπτώσεις καθ’ έξιν δήλωνα ελεύθερος επαγγελματίας. Ε τούτου δεν τού άρεσε.
«¿Persona de lib-re de-di-ca-ción?» παπαγάλισε συλλαβιστά σαν μαθητούδι από αλφαβητάρι και με ένα ύφος σαν να είχε ξεσκεπάσει δολοφονική πλεκτάνη εναντίον του Ορτέγα. Εξηγήσεων αποτυχουσών, μας έστειλε να περιμένουμε πίσω στον τοίχο. Κατά την εκνευριστική, πολύωρη αναμονή εν πλήρει αγνοία που ακολούθησε ήταν που αποφάσισα πως στο εξής θα αρχίσω να λέω «μάγειρας» για να μην τους μπερδεύω. (Μέχρι σήμερα, έχει αποδειχθεί να εξομαλύνει τοιαύτες διαδικασίες. Ελπίζω μόνο να μην με ρωτήσει κανείς καμμια-μέρα πώς φτιάχνει μουσακά και γίνω ρεζίλι.)
Κόντευε μεσάνυχτα όταν, με-τα-πολλά, ξεμπερδεύσαμε. Είχαμε προ πολλού χάσει το τελευταίο λεωφορείο. Εξ ανάγκης—αν κατασκηνώναμε τώρα στα σύνορα θα είχαμε και συνέχειες—πήραμε ταξί.
Το Σαν Χουάν ντελ Σουρ ήταν σχετικά ζωντανό για το περασμένο της ώρας. Βρήκαμε μέχρι-και ανοιχτό μαγειρείο να γεμίσουμε τα από πρωίας αδειανά μας στομάχια. Ήμασταν τυχεροί που η σπιτονοικοκυρά μας δεν κοιμόταν βαριά.
Ήταν μία χωρισμένη μεσήλικη γκόμενα από την Μανάγουα. Είχε μετακομίσει σε εκείνο το χωριό μετά το διαζύγιο. Συνεχώς ντυμένη και βαμμένη να τσατάρει στο τηλέφωνο ψαχνόμενη για έρωτες, συζούσε τώρα με πέντε-δέκα γάτες στο διώροφο που είχε αγοράσει και μετατρέψει σε ξενώνα. Μάς παραχώρησε το πιο ήσυχο δωμάτιο στο πλαϊνό μπαλκόνι που έβλεπε στην αυλή του διπλανού σπιτιού όπου κατοικούσε μία Αμερικανίδα γιαγιά ζωγράφος μαζί με δύο κατοικίδιες μαϊμούδες. Παρέα με τις δύο αυτές κυρίες και όλα τα ζώα, οικόσιτα και περαστικά άγρια, βολευτήκαμε εκεί για έναν μήνα.
Ο Άγιος Ιωάννης του Νότου απετελείτο από τρεις-τέσσερις δρόμους παράλληλους σε ενός απάγκιου όρμου την μηνοειδή παραλία. Η εκβολή ενός ποταμού την έτεμνε στην μέση και καταπράσινοι λόφοι όριζαν τα άκρα της. Πινακίδες έκτακτης εκκένωσης σε περίπτωση τσουνάμι κατηύθυναν στα μονοπάτια προς αυτών τις κορυφές, από εκ των οποίων την μία επέβλεπε ένα γιγαντάγαλμα του Ιησού όπως στο Ρίο. Το λιόγερμα ευθυγραμμιζόταν τέλεια με το στόμιο του διάσπαρτου με ψαροπούλες όρμου, ζωγραφίζοντας ψυχοπλάνα βασιλέματα.
Το χωριό είχε αρκετό τουρισμό μα χαλαρή ατμόσφαιρα. Τα ξενοδοχεία ήταν μικρά· τα εστιατόρια και τα μπαρ λιτά. Είχε επίσης κάμποσα γραφεία ενοικίασης μηχανών. Αγκαζάραμε ένα σκουτεράκι για όλη την διαμονή μας και γυρίσαμε διεξοδικά την ευρύτερη περιοχή.
Προς νότο και βορρά, λασπόδρομοι κι αμμώδεις ατραποί διέτρεχαν την έρημη ακτή. Κατέληγαν σε αρίφνητες κρυμμένες, παρθένες αμμουδιές που το-πολύ θα είχαν ένα πρόχειρο, ξύλινο μπιτσόμπαρο/κέντρο ενοικίασης σανίδων σέρφινγκ. Περάσαμε πολλά ολάκερα απογεύματα σκαμπανεβαζόμενοι στην ρυθμική ταλάντωση της ωκεάνιας επιφάνειας, χαζεύοντας του ορίζοντα την απεραντοσύνη ενώ περιμέναμε το επόμενο μεγάλο κύμα.
Ξεκούραστοι και ορεξάτοι για νέες περιπέτειες, αποχαιρετήσαμε το Σαν Χουάν και επανεισεδύσαμε στην ενδοχώρα. Μετά από βραχεία πορεία, εκεί συναντήσαμε την όχθη της τρίτης-μεγαλύτερης λίμνης στην Λατινική Αμερική, Νικαράγουα. Ένα ζεύγος πελώριων ηφαιστειακών κώνων εξείχαν τού λιμναίου ορίζοντα και χάνονταν στα σύννεφα. Μαζί με το μεταξύ των διάσελο, σχημάτιζαν την νήσο Ομετέπε. Σε αυτήν μας έφερε το φέρι της γραμμής.
Το περασμένο διάστημα, είχαμε φάει πολύ ζόρι στους κατσικόδρομους με το σκούτερ. Αυτήν την φορά είπαμε να το κάνουμε σωστά και ενοικιάσαμε εντούρο. Δικάβαλο με τις αποσκευές μας όλες, μάς κόπηκε η μέση μέχρι να φτάσουμε στην άλλη άκρη του νησιού. Εκεί βρισκόταν το κατάλυμα που μείναμε για τις επόμενες λίγες ημέρες.
Ήταν ένα τυπικό για την περιοχή αγρόκτημα με σκόρπιες καλύβες πνιγμένες από ζούγκλα. Μονάχα παρδαλές μπουγάδες αντετίθεντο στην καφεπράσινη διχρωμία, και ένας καλοθρεμμένος κόκορας, φωνακλάδικα κυνηγώντας τις πανικόβλητες κότες, διασπούσε την σεπτή ησυχία.
Μπροστά από την άφρακτη ιδιοκτησία περνούσε ένας παλιόδρομος απόπου διέρχονταν δυο-τρία μηχανάκια την ημέρα. Στο απέναντι πλάι του δρόμου κατέληγε η χλοερή όχθη, όπου ρίχναμε βουτιές στα γαληνά γλυκά νερά, και έστεκε ένα υπερυψωμένο κιόσκι, όπου την πέφταμε τα δειλινά και θαυμάζαμε πύρινα ηλιοδύσια προτού μας σερβίρει η οικογένεια σπιτικές φαγητάρες σε φως κεριών.
Τις μέρες τις περάσαμε γυρνώντας με την μηχανή σε δύσπορα μονοπάτια ανάμεσα στην λίμνη και τους πρόποδες των ηφαιστείων. Ανακαλύψαμε πολλούς γραφικούς οικισμούς και απομονωμένες παραλίες. Και ύστερα ξεκινήσαμε το ταξίδι της επιστροφής προς Κόστα Ρίκα.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Νικαράγουα.