Αυτήν την φορά, ωστόσο, θα έπαιρνα τον δρόμο μόνο στην μεταφορική του έννοια. Για πρώτη φορά σε αυτήν την ήπειρο, εκείνη την ημέρα θα ταξίδευα, όχι επί δρόμου, αλλά επί σιδηροτροχιάς. Ανέκαθεν αρεσκόμουν πλιότερο ― όπως οι περισσότεροί μας νομίζω ― τα τρένα από τα λεωφορεία. Έτσι, μιάς-και επιτέλους πέτυχα σιδηρόδρομο, ευρέθηκα εκείνο το πρωί, μετά από καιρό πολύ, να βιώνω εκείνη την ρομαντική αναμονή σε μία συνωστισμένη αποβάθρα, θωρώντας τις σιδεροράγες να εκτείνονται προς το πέραν, αστράφτουσες υπό το δριμύ φωτοβόλημα του σαχαρινού ηλίου.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ένα από τα αξιοπερίεργα που συνέβαιναν στην Αίγυπτο, στο νότιό της τμήμα κυρίως, ήταν η επίσημη, απροκάλυπτη διάκριση κατά των ξένων· όπως, παραδείγματος χάρη, οι διαφορετικές τιμές στα αξιοθέατα ή οι διπλοί κατάλογοι στα εστιατόρια και τα καφενεία.
Ως προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα φτάνοντας στον σταθμό, τα τρένα δεν αποτελούσαν εξαίρεση για αυτήν την διάκριση. Διατηρούσαν ξέχωρα εκδοτήρια για ντόπιους και για ξένους, όπου εξέδιδαν προς αμφοτέρους εισιτήρια για διαφορετικές αμαξοστοιχίες και, εννοείται, τιμές. Αφού στην αρχή πήγα στο εκδοτήριο των ντόπιων και αρνήθηκαν να μού κόψουν εισιτήριο, προσφέρθηκε ένας τύπος στην ουρά και το αγόρασε αντί εμού. Αργότερα, όταν είχαμε πια ξεκινήσει, ο ελεγκτής παραξενεύτηκε κατιτί που με είδε μέσα στο τρένο των Αιγυπτίων, αλλά μού επικύρωσε το εισιτήριο κανονικά και δίχως αντιρρήσεις.
Το ταξίδι εκείνης της ημέρας ήταν ιδιαιτέρως βραχύ. Λίγες μόνο ώρες μετά την αναχώρησή μου από το Ασουάν, το τρένο είχε ήδη φτάσει στον σιδηροδρομικό σταθμό του προορισμού μου. Αυτός δεν ήταν άλλος από την πασίφημη, ενδοξότατη πρωτεύουσα της αρχαίας Άνω Αιγύπτου, κοιτίδα του μεγάλου Άμμωνος και πολλών κλεινών βασιλέων, Θήβα.