Το ταξίδι εκείνης της ημέρας ήταν ιδιαιτέρως βραχύ. Λίγες μόνο ώρες μετά την αναχώρησή μου από το Ασουάν, το τρένο είχε ήδη φτάσει στον σιδηροδρομικό σταθμό του προορισμού μου. Αυτός δεν ήταν άλλος από την πασίφημη, ενδοξότατη πρωτεύουσα της αρχαίας Άνω Αιγύπτου, κοιτίδα του μεγάλου Άμμωνος και πολλών κλεινών βασιλέων, Θήβα.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Σήμερα πλέον, η πόλη αυτή είναι γνωστή ως Λούξορ. Η κοσμική εξουσία των Φαραώ έχει πια περάσει στα χέρια των πολυεθνικών λόμπι και των στρατιωτικοπολιτικών ηγετών του Καΐρου· και η θεία εξουσία του Άμμωνος στον Aλλάχ. Ο τουρισμός έχει αντικαταστήσει την γεωργία και το εμπόριο ως η κύρια οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων αυτής της πόλης· η οποία, μιάς-και φιλοξενεί πολλούς από τους αξιολογότερους πολιτισμικούς θησαυρούς που η αιγυπτιακή παράδοση έχει να επιδείξει, αποτελεί, και έχει αποτελέσει από καιρών αμνημονεύτων, μία από τις πιο πολυεπισκεπτόμενες περιοχές του πλανήτη.
Δεν χρειάστηκε να ψάξω πολύ ώστε να εύρω στέγαση στην πόλη. Ή δεν χρειάστηκε να ψάξω καθόλου μάλλον. Προτού καλά-καλά προλάβω να πατήσω το δεύτερό μου ποδάρι στην αποβάθρα, με είχε περιζυγώσει ένα πλήθος κραχτών και φαινομενικά απελπισμένων ξενοδόχων που πήραν να με βομβαρδίζουν με τις προσφορές των. Αφού ζύγισα λιγάκι τις διάφορες πιθανότητες, κατέληξα να φύγω μαζί με έναν εξ αυτών των τύπων που με οδήγησε στο ξενοδοχείο του και μού παραχώρησε ένα ευρύχωρο, καθαρό δωμάτιο με κλιματιστικό, υπέρδιπλο κρεβάτι, γρήγορο WiFi, καθώς και μία περιποιημένη, καλλίθεη, σκιερή ταράτσα στον αποπάνω μού όροφο, για τρία δολάρια την ημέρα. Εκεί έμελλε να διαμείνω για τις επόμενες κάμποσες ημέρες που θα ξόδευα εξερευνώντας αυτήν την πόλη και τα τιμαλφή της μνημεία.
Το Λούξορ, όντας η τουριστική πρωτεύουσα της Αιγύπτου, φέρει επίσης την φήμη και της παγκόσμιας πρωτεύουσας των κραχτών… φήμη την οποία δικαιούται απόλυτα. Κατά τα πολλά μου ταξίδια ανά τις ηπείρους έχω επισκεφτεί μέρη και μέρη, σε πολλά από τα οποία έχω αναγκαστεί να αντιμετωπίσω τους πιο σκληροτράχηλους και δαιμόνιους κράχτες και καταφερτζήδες, πάντοτε με μεγάλη επιτυχία. Σε αυτήν την πόλη όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι βρήκα τον δάσκαλό μου. Και εφόσον η επιτυχία αντιμετώπισης των κραχτών ορίζεται από τον βαθμό στον οποίο μπορεί κανείς να τους εμποδίσει από το να τού επηρεάσουν την ψυχική του γαλήνη και την καλή του διάθεση, θαρρώ απέτυχα παταγωδώς.
Αυτοί οι τύποι, πραγματικά, δεν είχαν προηγούμενο. Όπου και αν ευρισκόμουν, απ’ όπου και αν διερχόμουν, θα είχα συνεχώς κάποιους από δαύτους να με πρήζουν. Πολλοί θα με πλησίαζαν προτείνοντάς μού τις διάφορές των υπηρεσίες ευθέως· ενώ άλλοι επιχειρώντας με ύπουλα κολπάκια, κυμαινόμενα από τα παγκοσμίως κλασικά όπως: «Oh my friend! Nice to see you again!» ή «Oh my friend! Υou are from Greece! Can you help me write a letter to my friend there?», μέχρι άλλα πιο πρωτότυπα όπως: «Oh my friend! I’m locked outside of my house! Can you help me climb through the window?» ή «Oh my friend! My car won’t start! Can you help me push it?»
Οι ενοχλητικότεροι όλων, πάντως, ήταν με διαφορά οι αμαξάδες. Σε κάποιες περιπτώσεις, μέτρησα με το ρολόι κάποιους από δαύτους να με ακολουθούν έως και μία γεμάτη ώρα. Και ποτέ δεν θα εγκατέλειπαν εάν δεν την κοπανούσα από κάποια σκάλα, κάποιο στενάκι, ή αποπουδήποτε η δίιππές των άμαξες αδυνατούσαν να διέλθουν ― λόγω αυστηρώς φυσικών περιορισμών και-μόνο. Σε μονοδρόμους, πεζοδρόμους, ή πλατείες δεν κώλωναν διόλου.
Μέχρι να καταφέρω να ξεφύγω, εννοείται, δεν θα έβαζαν γλώσσα μέσα τών, παρά θα έλεγαν ό,τι η κεφαλή των κατέβαζε ώστε να με πείσουν να ανέβω στην άμαξα· επιστρατεύοντας επίσης την κάπως τι ιδιάζουσα παζαρευτική των αξιοσύνη…
«30 pounds my friend, 30 pounds!»
«No thanks man»
«20 pounds my friend, just for you!»
I told you, man, no! I want to walk»
«10 pounds my friend! Last chance!»
«Man! Can you fucking understand me or not? Even if you pay me a hundred pounds, I’m not getting on your bloody coach! Ok? I only want to walk in my damn peace! Capito?»
«Ok my friend, ok, I understand… 5 pounds!»
Βασικά νομίζω πως κάποιοι τέτοιοι τύποι χαραμίζονται εκειπέρα. Το-δίχως-άλλο θα μπορούσαν να εύρουν κάποια πιο προσοδοφόρα απασχόληση. Όπως, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να παραδίδουν μαθήματα σε μάρτυρες του Ιεχωβά για το πώς να γίνονται αποτελεσματικότεροι σπασαρχίδες.
Κατά το διάστημα της εκεί παραμονής μου, δοκίμασα όλα τα συνήθη μου τεχνάσματα για να τα βγάλω πέρα με εκείνους τους τύπους· μερικά από τα οποία είναι: 1) το ξεκαθάρισμα (η σαφέστατη και κατηγορηματική δήλωση, μέχρι σημείου που δεν χωράει αμφισβήτηση, του ότι δεν θέλω τίποτε)· 2) το γράψιμο (αυτό που ο λαός μας αρέσκεται να επιδεικνύει φέρνοντας τις παλάμες στα σκέλια)· 3) το I know nothing, I’m from Barcelona (η υποκρισία του ότι δεν καταλαβαίνω αγγλικά ή οιαδήποτε άλλη γλώσσα μού μιλάς, και σού αραδιάζω ό,τι χαζομάρα μού κατεβάσει η κεφαλή στα ελληνικά ή οιαδήποτε άλλη γλώσσα δεν καταλαβαίνεις)· 4) το αντιπρήξιμο (που με ρωτάς: «θες χόρτο;» και σού απαντώ: «ναι, θέλω, μα δεν έχω λεφτά… Τι; Δεν δίνεις τζάμπα; Όχι μεγάλε! Δεν κατάλαβες καλά! Μόνο για τα λεφτά δηλαδή; Κάνε μια φορά στην ζωή σου και μία καλή! Πού πας; Όχι, δεν θα φύγεις! Έλα ‘δώ σού λέγω!)…
Οι παραπάνω τακτικές έχουν εν γένει αποδειχθεί αποτελεσματικές προς την αντιμετώπιση των ανά τον κόσμο κραχτών. Αυτοί εδώ οι κράχτες του Λούξορ όμως, απεδείχθησαν σκληρότατα καρύδια. Απαιτείτο η επινόηση νέων στρατηγημάτων. Μετά από αρκετό πειραματισμό, κατάφερα εν τέλει και σκαρφίστηκα κάτι το σχετικά επιτυχές… Άρχισα να το παίζω κωφάλαλος. Με-το-που κάποιος με πλησίαζε, θα τού έδειχνα με χειρονομίες ότι: αφτιά όχι, γλώσσα όχι. Και αφού συνέχιζαν να μιλούν ― διότι αυτό βεβαίως από μόνο του δεν θα αρκούσε ― έπιανα την νοηματική. Το πως δεν γνωρίζω νοηματική εννοείται. Εξίσου ωστόσο εννοείται και το πως αυτοί δεν θα μπορούσαν να έχουν την παραμικρή ιδέα περί του ότι εκείνα τα αλλόκοτα και άτσαλα ανατινάγματα των χεριών μου δεν είχαν καμμία απολύτως σημασία. Έτσι, κάπως τι εντρεπόμενοι το δυστυχές της κατάστασής μου, θα με άφηναν σύντομα στην ησυχία μου.
Αφού, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κατάφερνα να απαλλαγώ από τα ενοχλητικά έργα των συγχρόνων κατοίκων αυτής της πόλης, θα εδυνάμην, μετ’ ησυχίας πλέον, να ασχοληθώ με εκείνα τα εξαίσια των αρχαίων. Πάμπολλοι απαράμιλλης αξίας πολιτισμικοί θησαυροί ευρίσκονται συγκεντρωμένοι εντός αυτής της πόλης και ανά τα περίχωρά της. Τόσοι, ώστε μήνες, έτη, ή και ζωές ολόκληρες ίσως, δεν θα επαρκούσαν για να τους χορτάσει κανείς. Του περιορισμένου χρόνου μου δοθέντος, ωστόσο, έπραξα τα δυνατότερά μου προς το να επισκεφτώ όσα περισσότερα μπορούσα εξ αυτών των μνημείων και να βιώσω την αρχαιοαιγυπτιακή μαγεία.
Πολλά από αυτά τα επιβλητικά, αλλοεποχιακά, πέτρινα αξιοθέατα ευρίσκονταν καταμεσής της σύγχρονης πολιτείας, προσμεμειγμένα με τα τσιμέντινα, ασφάλτινα, μεταλλικά, και υάλινα επιγενόμενα του αιώνα μας. Όπως το μεγαλοπρεπές Ιπέτ Ρεσίτ, γνωστό σήμερα ως ο Ναός του Λούξορ, που ευρίσκεται παρά την ανατολική όχθη του Νείλου, στο κεντρικότερο σημείο της πόλης. Πολλάκις είχα την ευκαιρία να θαυμάσω τις πλαγιαστές ηλιαχτίδες να μεταχρωματίζουν έτι κοκκινότερους τους ήδη κοκκινωπούς πλίνθους και γιγαντοπυλώνες εκείνου του ναού κατά τις ορθρινές και εσπερινές παρόχθιες βόλτες μου.
Σε περπατήσιμη απόσταση, βόρεια από το κέντρο της πόλης, ευρίσκεται επίσης το περίφημο συγκρότημα του Καρνάκ: ο δεύτερος εκτενέστερος αρχαίος χώρος λατρείας στον κόσμο, όπου μία πληθώρα ναών, αγαλμάτων, σφιγγών, οβελίσκων, και όλων των συναφών προϊόντων της ματαιοδοξίας των φαραώ και του μόχθου των δούλων των είναι συγκεντρωμένα.
Κίνησα κι εγώ, το λοιπόν, ένα πρωί, και πήγα να θαυμάσω όλα αυτά τα παμπάλαια μεγαλοέργα. Για καλή μου τύχη ευρήκα τον αρχαιολογικό χώρο εξαιρετικά ήσυχο· στερηθέντα από τον συρφετό τουριστών που φαντάζομαι είθιζε να συνάζεται κείθε καθημερινώς κατά τους προ Αραβικής Άνοιξης καιρούς. Έτσι, δεδομένου του εύρους του χώρου, μπόρεσα πανεύκολα να αποφύγω τα δακτυλομετρήσιμα γκρουπάκια των Ρώσων κυρίως τουριστών, και να ηδυνθώ περιτριγυρίζοντας μόνος και έρημος ανά τα γεραρά γιγαντομνημεία, μεταφερόμενος κατά στιγμές νοερά σε εποχές αλλοτινές, χαμένες, μαγεμένες.
Ο όλος αρχαιολογικός χώρος είναι χωρισμένος σε πτέρυγες, εκ των οποίων κάποιες είναι κλειστές για το κοινό ― θεωρητικά. Επί του καταλλήλου μπαξιζίου, οι φρουροί σε αυτήν την χώρα είναι ανά πάσα στιγμή υπερπρόθυμοι να παραβλέψουν οιονδήποτε κανονισμό για να βοηθήσουν τον εκάστοτε μπαξιζοδότη. Εν τη προκειμένη περιπτώσει, ωστόσο, δεν χρειάστηκε να βάλω το χέρι στην τσέπη ουδόλως ― ειμή για τα τσιγάρα μου ― μιάς-και μπόρεσα να εισέλθω και να περιπλανηθώ ελεύθερα σε όλους τους κλειστούς χώρους, δίχως κανείς να με πάρει χαμπάρι.
Έτσι περνούσαν οι πρωινές εκείνες ώρες στο Καρνάκ. Εκεί που σε μία φάση καθόμουν σκαρφαλωμένος σε έναν ογκόλιθο και χαιρόμουν τον λειψό, πλην πολύτιμο, ίσκιο μίας χουρμαδιάς και την ολόγυρά μού πάνσεπτη σιγαλιά, ήχησε εξαίφνης τρομερή η φωνή του ιμάμη από τα προσδεδεμένα στον μιναρέ της γειτονικής συνοικίας, τρανταχτά μεγάφωνα: «Αλαλά…ααα…αααα…ααααα…αααααα…ααααααα…» Πηδούσε με πάθος μία-μία τις νότες, σαν να ήθελε να πιάσει συχνότητα θεϊκή τινά, ώστε να ακουστεί η λαλιά του ως τα πέρατα των ουρανών. Αντήχησε η θεοκλησία διαπεραστική ανάμεσα στα πανάρχαια ερείπια, κλονίστηκαν οι τοίχοι και οι κολόνες, έτριξε η γη, εσείσθη ο ουρανός, ξέμεινε από ανάσα ο ιμάμης, έσβησε η λαλιά του στο βάθος της ερήμου… και βαριά σιγή επαναπλάκωσε τους οίκους των απαρχαιωμένων, πάλαι νεκρών Αιγυπτίων θεών.
Σε μία άλλη φάση, εκεί που γυρόφερνα σε ένα παράμερο, μικρό ναϊκό συγκρότημα, και μόλις ετοιμαζόμουν να εισέλθω σε ένα μυστηριοφανές δώμα, ένας Αιγύπτιος τύπος με σταμάτησε προ των θυρέτρων. Μετά χειρονομιών και βλεμμάτων που έφερναν σε κάτι σαν προειδοποίηση προς κακή τινά κατάρα, επιχείρησε να μού εμποδίσει την είσοδο. Σαν πήρε όμως γραμμή πως θα τον έγραφα ολότελα στα αποτέτοια μου ― πράγμα που το-δίχως-άλλο θα έκανα, μιάς-και τον νόμισα για κάποιον από εκείνους τους υποψηφίους, με-το-έτσι-θέλω ξεναγούς που συνηθίζουν να καιροφυλακτούν σε τέτοιες παράμερες γωνίες των αιγυπτιακών αξιοθεάτων ― μού επεσήμανε να κάνω τουλάχιστον ησυχία.
Ο όλος παράξενος τρόπος εκείνου του τύπου μού κινητοποίησε την φιλοπεριέργεια περί του τινός προέκειτο να απαντήσω εκειμέσα· και δεν απογοητεύτηκα…
Εισερχόμενος ακροπατώντας ως η γάτα, οδηγήθηκα σε έναν θαλαμίσκο όπου αντίκρισα το κάπως τραγελαφικό θέαμα μίας αλαφροΐσκιωτης, αλαφρόμυαλης, και αλαφροντυμένης, ψωνισμένης Ρωσίδας τουρίστριας. Πεσμένη οκλαδόν προ ενός αγαλματιδίου κάποιας ημιζωόμορφης θεότητας, λουόμενη από μία αμυδρή, εκ φεγγίτη εισερχόμενη στήλη φωτός, έκανε κάτι ανάμεσα σε προσευχή, διαλογισμό, ή της ζούρλας της τα εννιάμερα. Αφού ένα ασυγκράτητο, φευγαλέο μου χάχανο την ειδοποίησε περί της παρουσίας μου, άνοιξε τα μάτια μοναστραπίς και μού έριξε ένα παγερό και συνάμα άγριο, επικρίνον βλέμμα, ως να είχα μόλις διαπράξει την πιο αισχρή των ιεροσυλιών. Εγώ τής έδειξα με μία χειρονομία την μεταμέλειά μου ― ήτις αναγκαστικά ήταν προσποιητή. «Ιζβινίτε μινιά ντιέβουσκα» τής είπα χαμηλοφώνως πριν αποχωρήσω.
Αυτά και διάφορα παράλλα συνέβησαν ανά την ανατολική όχθη του θηβαϊκού Νείλου. Στην δυτική τώρα, ουκ ολιγότερα θαύματα αντίκρισαν τα μάτια μου κατά τις δύο μου εκεί εξορμήσεις.
Η πρώτη εξ αυτών ήταν εξαιρετική, μιάς-και έτυχε να είναι από αέρος. Ίχνος ηλιακού φωτός δεν είχε φανεί ακόμη εκείνα τα άγρια και ψυχρά χαράματα, όταν εκείνος ο φλεγματικός Άραβας έδωσε ανάφλεξη στον καυστήρα. Ξεπήδησε μονομιάς, ερυθρή και λικνιζόμενη η φωτιά. Και έμεινα να θωρώ εκείνο το παρδαλό πανί, που μέχρι στιγμής ευρισκόταν ξαπλωμένο στην αμμουδερή του κλίνη, να φουσκώνει και να σηκώνεται σταδιακά προς τον ουρανό. Σαν πήρε πλέον το πλήρες, ωοειδές του σχήμα, κατακόρυφα τεντωμένο από την γη, πηδήσαμε πεντ’-έξι άτομα μέσα στο καλάθι, και με μία γενναιόδωρη γκαζιά, το αερόστατο αποχαιρέτησε το έδαφος, γλιστρώντας αρμονικά μέσα στην ατμόσφαιρα, με το ισχνό ξεφυσητό του καυστήρα να συνοδεύει την σιγή.
Θα ήμασταν μια-δυό εκατοντάδες μέτρα υπέρ του εδάφους όταν ξεπρόβαλλε τελικά ο ήλιος τρανός στον αστιγμάτιστο αιγυπτιακό ουράνιο θόλο και αποκάλυψε την απόλυτη μαγεία που εξετεινόταν κάτωθέν μάς. Έρημος! Έρημος αφάνταστης εκτάσεως περιέβαλλε το ήδη εκτενέστατο κομμάτι γης που το οπτικό μου πεδίο μπορούσε από τα ψηλά να καλύψει. Και εν μέσω ερήμου ύδωρ! Πλατύς, γαληνός, και γαλανός έρρεε ο μακρύτερος ποταμός του πλανήτη εκείνο το ηλιοβασίλεμα. Αρχινούσε και η ζωή να ξυπνάει ανά τις όχθες του με το πρώτο φως . Όλο-και πύκνωναν, λεπτό-το-λεπτό, τα διάφορα πτηνά που έσχιζαν τον βαθυγάλανο ουρανό πέρα-δώθε· άλλα κελαηδώντας εκστατικά· άλλα, αρπακτικά, περιπολώντας σιωπηρά εις αναζήτηση λείας ανάμεσα στα χιλίων-δυό λογιών μικρά ζωντανά που θα ξετρύπωναν κι αυτά από τα λαγούμια των στις διάφορες οάσεις εκεικάτω. Οι άνθρωποι εγείρονταν κι αυτοί με την σειρά των, πρωινοί-πρωινοί, ανά τα διάσπαρτα χωριουδάκια. Έχωναν τους όνους στον κάματο της ημέρας, και έπαιρναν να περιποιηθούν τους μικρούς των κήπους.
Κατά την δεύτερή μου, τώρα, εξόρμηση, ευτύχησα να δω από κοντά όλα αυτά που τόσο αλλιώτικα φάνταζαν πρώτα από τα ψηλά. Πήρα ένα από τα πρώτα καραβάκια της γραμμής, και σύντομα, με ένα πηδηματάκι εγκατέλειπα το σκαρί, θέτοντας πόδι στην δυτική όχθη του Νείλου. Αντάλλαξα χαιρετισμούς με έναν ερωδιό, που στητός και καμαρωτός στεκόταν παρά την όχθη, ξανοίγοντάς με επίμονα και περίεργα, τινάσσοντας σπασμωδικά το λοφίο του, και άρχισα να δρασκελίζω προς την δύση. Προς τα όρια της συνοικίας πέτυχα έναν τύπο που ενοικίαζε ποδήλατα, και μού παραχώρησε ένα για κάτι λιγότερο από ένα δολάριο. Καβάλησα, και με πεταλιές πλέον αντί δρασκελιών, ευρέθηκα σε λίγο εκτός πολιτισμού να διασχίζω επιμήκεις ευθείες καταμεσής της Σαχάρας, και να χύνω ιδρώτα με το κιλό υπό τον, αν και πρωινό, μόλις υποφερτό της ήλιο.
Ο πρώτος μου σταθμός δεν ήταν άλλος από ένα εκ των περιφημοτέρων μνημείων της Αιγύπτου: ο μεγαλοπρεπής επιτύμβιος ναός της Φαραωίνας Χατσεψούτ. Το τριεπίπεδο και τριαντάμετρο αυτό κτίσμα ανεσκάφη και ανακατεσκευάσθη στις αρχές του προηγουμένου αιώνα. Χτισμένο με λίθους από εκείνο το κατακόρυφο βραχογκρέμι, στου οποίου ακριβώς την βάση ευρίσκεται, φαντάζει σε άριστη εναρμόνιση με το περιβάλλον του. Τα υπολείμματα των γλυπτών και των τοιχογραφιών που απομένουν εντός και εκτός των αιθουσών ομολογούν ιστορίες ξεχασμένες, επικές· όπως την θεία γέννηση της πρώτης ηγεμόνισσας της Αιγύπτου, που η ψυχή της σαν ακόμη να στοιχειώνει τον τόπο.
Σαν ευχαριστήθηκα αρκετά το νοερό μου χρονοτάξιδο, κίνησα προς τον δεύτερό μου προορισμό: την πολυξάκουστη κοιλάδα των βασιλέων. Εκεί αναγκάστηκα να αφήσω το ποδήλατο στην είσοδο και να συνεχίσω με τα πόδια. Αυτή η κοιλάδα, κρυμμένη ανάμεσα στα όρη της καρδιάς της θηβαϊκής νεκρόπολης, θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηρισθεί ως το ενδοξότερο νεκροταφείο της ιστορίας. Για μισή περίπου χιλιετία, αμέτρητοι σκλάβοι μοχθούσαν συνεχώς, σκάβοντας βαθιές σήραγγες στους βράχους, όπως στεγάσουν τα κιβούρια με κουφάρια των φαραώ του νέου βασιλείου για το υπόλοιπο της αιωνιότητας.
Το εισιτήριο του αξιοθέατου υπολογιζόταν βάσει του αριθμού των τύμβων που σκοπεύει κανείς να επισκεφτεί ― τρεις, εάν θυμάμαι καλά, ήταν το ελάχιστο· καθώς και το που έβγαλα ο ίδιος, μιάς-και για να μπεις σε περισσότερους, συμφέρει πολύ καλύτερα να δωροδοκήσεις τους φρουρούς εντός του αρχαιολογικού χώρου. Κάμποση ώρα πέρασα και εκειπέρα μπαινοβγαίνοντας από τον ένα τάφο στον άλλο. Συγκλονιστικό το συναίσθημα να κατηφορίζεις τους σκοταδερούς εκείνους διαδρόμους, αψηφώντας τις στομφώδεις ιερογλυφικές αναπαραστάσεις με τις τρομερές κατάρες, περί των οποίων προειδοποιούν τους βέβηλους παραβάτες της ησυχίας της εκάστοτε μούμιας που θα εύρεις στον θάλαμο στο τέρμα του διαδρόμου.
Κατά τον γυρισμό μου προς την πόλη, πραγματοποίησα μία στάση στο καφενείο του Χατζή. Αυτό το έκανα ύστερα από πρόσκληση για τσάι που μού είχε νωρίτερα κάνει ο ίδιος, σαν περνούσα αποκεί με το ποδήλατο κατά τον πηγαιμό. Στηθήκαμε, το λοιπόν, και ήπιαμε το τσάι μας υπό την διαρκή επιτήρηση των δύο εκείνων μεγαλαγαλμάτων, που σύμφωνα με έναν θρύλο αναπαριστούν τον Αγαμέμνονα των Μυκηνών.
Ο Χατζής ήταν πολύ ωραίος τύπος, που σίγουρα θα θυμάμαι για πολύ μελλοντικό καιρό. Διατηρεί εκείνο το καφενείο στην νεκρόπολη, και κατά την τουριστική περίοδο πάει και εργάζεται ως δύτης στην Ερυθρά Θάλασσα. Το όνειρο του ήταν, λέει, να γυρίσει τον κόσμο με μοτοσυκλέτα· μα ήταν αργά πια ― παιδιά, σκυλιά. Τον είχε ωστόσο με-το-παραπάνω γυρίσει νοερά, μέσω του National Geographic και του διαδικτύου. Το ένα φλιτζάνι έγινε δεύτερο, και τρίτο· τα τσιγαροπακέτα από μισογεμάτα μισοάδεια… και έτσι μείναμε εκειπέρα καθιστοί πολυωρίς να συζητούμε μία πληθώρα θεμάτων: από περιπετειώδη ταξίδια ανά την υφήλιο, μέχρι ελληνοαιγυπτιακή ιστορία και το μεσανατολικό.
Οφείλω να ομολογήσω ότι έως τότε ήμουν κατιτί απογοητευμένος από τον λαό της Άνω Αιγύπτου. Ο Χατζής ωστόσο με ανάγκασε να μετριάσω την γνώμη μου εκείνη· καθώς και με προϊδέασε για τον υπέροχο λαό που μού έμελλε να γνωρίσω σαν θα έφευγα την επομένη για την Κάτω Αίγυπτο.