Στην άκρη του δρόμου ήταν σταθμευμένο ένα λεωφορείο. Κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται γύρω τού. Αυτό θα ήταν το πρώτο από μία σειρά τρελών λεωφορείων των τοπικών αφρικανικών συγκοινωνιών, που έμελλε στο εξής να χρησιμοποιήσω όπως περατώσω την μακρά μου πορεία προς τον βορρά. Το συγκεκριμένο αυτό λεωφορείο πραγματοποιούσε ένα δρομολόγιο που συνέδεε απευθείας την Ζιμπάμπουε με το κοντινότερο μείζον λιμάνι: την ευρισκόμενη στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού, μεγαλύτερη πόλη της Τανζανίας, Νταρ Ες Σαλάμ (ελληνιστί: κατοικία της ειρήνης). Το λεωφορείο αυτό, εκτός από μεταφορικό μέσο, μού χρησίμευσε επίσης και ως μία πολύ αποτελεσματική δοκιμασία νεύρων και υπομονής. Μετά από αυτό, κανένα άλλο ταξίδι με λεωφορείο δεν θα μού φαινόταν πλέον μακρύ· μιάς-και κανένα δεν θα προσέγγιζε τις σαρανταπέντε ώρες που αυτό θα χρειαζόταν για να διανύσει τα δυόμισι χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι τον προορισμό του.
Φορτώσαμε όλοι τις αποσκευές μας στο όχημα, περάσαμε τον έλεγχο διαβατηρίων και το τελωνείο της Ζιμπάμπουε, και πιάσαμε τις θέσεις μας. Λίγα μόλις μέτρα μετά, διασχίζαμε εκείνη την υπεραιωνόβια, βρετανική σιδερένια γέφυρα, που υπό την θέα του λυσσομανούντος καταρράκτη στα αριστερά, μάς οδήγησε από την μία μεριά της χαράδρας στην άλλη· από την νότια στην βόρεια Ροδεσία. Ένα ακόμη συνοριακό φυλάκιο ευρισκόταν μπροστά μάς: εκείνο της Ζάμπιας. Αφού περάσαμε και αυτόν τον έλεγχο, άρχισε το όχημα να κινείται ολοταχώς στον ασφαλτόδρομο που διέσχιζε τα απέραντα λιβάδια της περιοχής. Εγώ, άυπνος και εξαντλημένος καθώς ήμουν, έγειρα το κεφάλι στο κάθισμα και ξεράθηκα στον ύπνο.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Απομεσήμερα ξύπνησα τελικά από τα τσιριχτά διαλαλήματα κάποιων μικροπωλητών που είχαν εισορμήσει μέσα στο λεωφορείο. Όλοι με ένα χαρτονοκούτι επ’ ώμου, προσπαθούσαν να πουλήσουν τις πραμμάτειές των· που αποτελούνταν από νερά, αναψυκτικά, μπισκότα, φρούτα, και λογιών-λογιών φαγώσιμα ή μη. Στο εσωτερικό του οχήματος είχαν μπει μόνο όσοι πρόλαβαν. Ένα μεγάλο τσούρμο των υπολοίπων, οι οποίοι δεν απεδείχθησαν αρκετά γρήγοροι, συνωστίζονταν γύρω από το όχημα, και κράζοντας όλοι μαζί, επιχειρούσαν να πουλήσουν από τα παράθυρα. Κάπως σαστισμένος είχα μείνει να παρακολουθώ εκείνα τα δρώμενα, με την τσίμπλα στο μάτι ακόμη, όταν: «Good morning!» μού απευθύνθηκε ο τύπος εκείνος που καθόταν στο διπλανό μου κάθισμα. «We arrived in Lusaka. We are stopping here for lunch.»
Αναμπουμπούλα επικρατούσε στον κεντρικό λεωφορειακό σταθμό της ζαμπιανικής πρωτεύουσας. Ένα άτακτο ανθρωπομάνι συνωστιζόταν γύρω από τα σταθμευμένα λεωφορεία· ταξιδιώτες, μικροπωλητές, και διάφοροι άλλοι ξεκάρφωτοι. Εγώ πάλι, ήμουν εκειμέσα σαν την μύγα μες στο γάλα ― ή μάλλον ορθότερα, σαν την πικραλίδα μες στο πετρέλαιο. Ωστόσο, προς ευχάριστή μου έκπληξη, δεν χρειάστηκε να παίξω τον ρόλο της ντίβας του σταθμού· κανείς δεν μού έδινε σημασία υπέρ του δέοντος.
Μία ώρα θα παραμέναμε περίπου στον σταθμό. Αφού είχα τρίξει καλά όλες μου τις αρθρώσεις, και εκκένωσα και την ουροδόχο κύστη μου, ήταν ώρα να λαδώσω και το άντερό μου. Αγόρασα τρία μεγάλα σουβλάκια ― μία αφρικανική εκδοχή αυτών δηλαδή, από βοδινό κρέας και μπόλικο λίπος ― και μία τηγανιά πατάτες, και το έριξα στην μάσα.
Αφού κατάπια και την ύστατη μπουκιά, θέλησα ― ως επιβάλλεται μετά από κάθε καλή φάγωση ― να ανάψω ένα τσιγάρο. Κατευθύνθηκα να χωθώ ανάμεσα σε δύο σταθμευμένες νταλίκες, σε μία απόμερη γωνιά του σταθμού· ούτως ώστε να επωφεληθώ του ίσκιου· καθώς επίσης και να αποφύγω τα βλέμματα των μπάτσων που περιφέρονταν στον σταθμό, και προθυμοτάτως θα απεπειρώντο να με χρεώσουν, προς ίδιον όφελος, ένα πρόστιμο για το τσιγάρο που θα κάπνιζα εντός του μη-ενδεδειγμένου προς κάπνισμα χώρου του σταθμού.
Σαν προσέγγισα τον στενό χώρο ανάμεσα στις νταλίκες, διέκρινα πως θα τον μοιραζόμουν με έναν ακόμη τύπο. Ήταν ένας γέροντας, με τα δυο του πόδια ακρωτηριασμένα από την ρίζα, στερεωμένος σε ένα αυτοσχέδιο αναπηρικό καροτσάκι, καμωμένο από έναν ξύλινο σκελετό και ρόδες ποδηλάτου. Δεν με είχε αφήσει στιγμή από τα μάτια του καθώς σίμωνα. Με ξάνοιγε επίμονα με μία κάποια αγωνία και καρτερία. Έτσι συνέχισε να με κοιτάει, μέχρι που έφτασα και στάθηκα παραδίπλα τού.
«You finally came! I’ve been waiting for you all day!» μού είπε φωναχτά την στιγμή που τοποθετούσα ανάμεσα στα χείλη μου το τσιγάρο που πρότερα βαστούσα μέσα στην χούφτα μου.
«Who? Me?» τον ρώτησα παραξενεμένος.
«Yes, you! And the pack of smokes you’re carrying in your pocket. Give me one please.»
Έβγαλα και τού έδωσα ένα τσιγάρο, και έμεινα να τον παρακολουθώ. Χωρίς να βγάλει λέξη, άρπαξε το τσιγάρο και ευθύς το έσφιξε στα χείλη ― δυνατά, σάμπως για να σιγουρευτεί πως δεν θα βγάλει φτερά. Εν συνεχεία, το άναψε με ένα σπίρτο και αρχίνισε να το απομυζά, τραβώντας βαθιές, απανωτές τζούρες. Ένα συναίσθημα βαθιάς θελξικαρδίας μπορούσα να διακρίνω στα μάτια του, που υαλίζοντα παρατηρούσαν τον ανυψούμενο καπνό. Δεν θα τού πήρε πάνω από μια δεκαριά τζούρες, και το τσιγάρο είχε αποκαεί. Από κεκτημένη ταχύτητα, κάπνισε και καμμια-δυό τζούρες την γόπα, και απέβαλε το απομεινάρι στο έδαφος. Έμεινε ύστερα να κοιτάζει άλαλος και σκεπτικός τον ουρανό.
Όταν πια απεκάπνισα κι εγώ, έβγαλα και άνοιξα μία συσκευασία μπισκότων που διατηρούσα στην τσέπη μου. «Want a cookie?» έκανα τού τύπου, απλώνοντάς τού το χέρι μου με ένα μπισκότο. Αυτός, γύρισε εκείνη την στιγμή και έμεινε να με θωρεί για λίγο σιωπηλός, σαν μόλις να θυμήθηκε πως ήμουν εκεί.
«A cookie? No! I don’t want any damn cookie! Give me a smoke if you have one more… You see, I only sit here, the whole day, every day. I don’t spend a lot of energy…I don’t need food… I need cigarettes… Cigarettes, and the fucking time to pass by quickly.»
Έβγαλα το ανοιχτό, μισογεμάτο πακέτο που είχα στην τσέπη μου, και τού το ακούμπησα ολόκληρο στην παλάμη. Πήγε κάτι να πει, αλλά έσβησε στο ακρόχειλός του. Κατέχωσε το πακέτο μέσα στο σώβρακό του, ταυτόχρονα κοιτάζοντας μουλωχτά αναγύρω, μήπως τον βλέπει κανείς. «Goodbye» τού είπα καθώς κινούσα πίσω προς το λεωφορείο. Με χαιρέτησε κι αυτός με μία βαριεστημένη χειρονομία.
Επανεπιβιβαστήκαμε όλοι οι επιβάτες στο λεωφορείο, και μπήκαμε στην μακρά βορειοανατολική μας πορεία. Τα λιβάδια έδιναν την θέση τους σε δάση, τα δάση σε καλλιέργειες, οι καλλιέργειες σε χωριά, και τα χωριά ξανά σε λιβάδια. Χιλιόμετρο-το-χιλιόμετρο, τρώγαμε σιγά-σιγά την απόσταση που μας χώριζε από τον Ινδικό Ωκεανό.
Το λεωφορείο προσέφερε και ψυχαγωγία. Αυτή απαρτιζόταν από κονγκολέζικη μουσική που έπαιζε άπαυτα στην διαπασών από τα ηχεία του λεωφορείου. Και σταματούσε μονάχα κατά διαστήματα, ίνα προβάλουν κάποιες πεπαλαιωμένες, παρακμιακές, χολιγουντιανές ταινίες στην μικρή οθόνη που ήταν μονταρισμένη στο μπροστινό τμήμα του οχήματος. Προέκειτο περί των έργων αυτών όπου ο μπρατσαράς ήρωας, καθ’ όλη την διάρκεια του έργου, θα ξυλοφόρτωνε κακούς, και αφού, προς το τέλος του έργου, θα είχε εξουδετερώσει μία ολόκληρη μεραρχία κακών, θα έσωζε τελικά τον κόσμο και την σουπεργκομενάρα αγαπημένη του, στην οποία και θα έκανε γλυκό έρωτα κατά το πέσιμο της αυλαίας.
Με μεγάλο ενδιαφέρον και αγωνία, οι περισσότεροι συνεπιβάτες μου παρακολουθούσαν τον ρουν της δράσης των ταινιών αυτών· ξεσπώντας πού-και-πού σε παθιασμένα επιφωνήματα που δήλωναν τα αισθήματά των προς τα διάφορα κρίσιμα γεγονότα που λάμβαναν χώρα στην εξέλιξη της υπερπροσπάθειας του ήρωος.
Τα καθίσματα του λεωφορείου ήταν από την εκκίνηση ήδη πλήρη. Όλοι οι επιβάτες, πλην εμού, ήταν Ζιμπαμπουανοί. Η πλειοψηφία των πήγαιναν στο Νταρ για να εκτελωνίσουν κάποιο αυτοκίνητο, και στην συνέχεια να το οδηγήσουν στην Ζιμπάμπουε, για λογαριασμό κάποιου άλλου που τους είχε μισθώσει. Στον δρόμο, ωστόσο, είχαν αρχίσει να προστίθενται και άλλοι, Ζαμπιανοί επιβάτες· οι οποίοι στριμώχνονταν ― άλλοι όρθιοι, άλλοι καθιστοί, άλλοι ξαπλωμένοι ― στον διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα.
Σε κάποιο σημείο που είχαμε σταματήσει, επιχείρησαν να εισέλθουν με-το-έτσι-θέλω και κάποιοι μπαμπουίνοι από τα ανοιχτά παράθυρα. Ωστόσο δεν θεωρήθηκαν ευπρόσδεκτοι από τους επιβάτες. Ραβδίζοντάς τους με μπαστούνια, βίτσες, κυλινδρωμένες εφημερίδες, και οτιδήποτε άλλο έκριναν κατάλληλο για να ραβδίσεις μία μεγάλη, εχθρική μαϊμού, τους εξώθησαν βιαίως.
Κάπου-κάπου θα κάναμε και κάποιες σύντομες στάσεις για κατούρημα. Τόσο σύντομες, που τα έμμονα μαρσαρίσματα του οδηγού ― τα οποία εξυπηρετούσαν την χρήση της χαλασμένης κόρνας ― σε εξανάγκαζαν να την σωβρακώσεις ατίναχτη και να σπεύσεις προς το λεωφορείο· πάνω στο οποίο, εάν είχες απομείνει από τους τελευταίους, έπρεπε να σαλτάρεις εν κινήσει.
Κάπως έτσι πέρασε σιγά-σιγά η πρώτη μέρα του ταξιδιού. Το σκοτάδι πλάκωσε στην ώρα του. Αφού τα βλέφαρά μου εν τέλει βάρυναν διαβάζοντας ένα βιβλίο, αποκοιμήθηκα. Σε βαθύτατο ύπνο παραδόθηκα μέχρι την αυγή, που μας βρήκε στα τανζανικά σύνορα.
Ήταν τα πιο πολυάσχολα σύνορα που είχα περάσει μέχρι στιγμής στην ζωή μου. Λαός πολύς, με λογιών-λογιών οχήματα, διασταυρωνόταν εκεί, οδεύοντας προς αμφότερες τις κατευθύνσεις. Ασκέρια πλανόδιων λιανοπωλητών περιδιάβαιναν πανταχού αναγύρω, διαλαλώντας τις πραμμάτειές των.
Αποβιβαστήκαμε όλοι, και κινήσαμε να διασχίσουμε τα σύνορα πεζοί· μέχρι να περάσουμε στην απέναντι μεριά, όπου θα μας περίμενε το λεωφορείο. Κάμποση ώρα μού πήρε να εξέλθω από την Ζάμπια. Τους μπέρδευσε η ζαμπιανική μου βίζα, που είχε εκδοθεί από την Ζιμπάμπουε. Μία ώρα διήρκεσε τελικά το επικοινωνιακό αλαλούμ, μεταξύ εμού και των γραφιάδων, και μεταξύ αυτών και του υπουργείου των, μέχρι να μού επιτρέψουν την έξοδο από την χώρα.
Με-το-που έφυγα και πήρα να διαβαίνω τον χώρο που μεσολαβούσε μέχρι το τανζανικό φυλάκιο, με περιέζωσε ευθύς ένα τσούρμο από κράχτες. Ο καθείς τών βαστούσε στην χούφτα του από μία παχιά δεσμίδα τανζανικά σιλίνγκια. Ανταγωνίζονταν όλοι να μού πρωτοπουλήσουν συνάλλαγμα. Εκμεταλλεύτηκα τον ανταγωνισμό του επαγγέλματος στο έπακρο. Παζαρεύοντας με όλους μαζί ταυτοχρόνως ― σαν σε δημοπρασία ― πέτυχα την συμφερότερη δυνατή ισοτιμία.
Παρέλαβα την βίζα εισόδου μου στην Τανζανία επί τόπου στο γραφείο μετανάστευσης, και ηύρα πάλι το λεωφορείο ― που για καλή μου τύχη με περίμενε, μιάς-και ήμουν, από ώρα ήδη, ο μόνος καθυστερημένος επιβάτης. Απελογήθην στον οδηγό, εξηγώντας τού τα παρατράγουδα που είχα στο γραφείο μετανάστευσης της Ζάμπιας, και πήδηξα στο όχημα. Αρχίσαμε αμέσως να οδεύουμε πλέον βορειοανατολικότερα μέσα σε αυτήν την καινούργια για μένα χώρα.
Καμμια-δυό ώρες μετά, αφιχθήκαμε και κάναμε στάση στην Μπέγια: την πρώτη πόλη που ευρισκόταν στον δρόμο μας. Όλα εκεί μού φάνταζαν πολύ διαφορετικά απότι είχα συνηθίσει σε όλες τις προηγούμενες αφρικανικές χώρες απ’ όπου είχα ήδη περάσει. Όλα μού φάνταζαν κάπως πιο… αφρικανικά. Μεγάλη μερίδα των ανθρώπων ήταν ενδεδυμένοι σε παραδοσιακές φορεσιές αντί ευρωπαϊκών. Το ξύλο και ο πηλός έδειχναν να προτιμώνται ως οικοδομικά υλικά. Γυναίκες πηγαινοέρχονταν με καλάθια ισορροπημένα στα κεφάλια.
Έχοντας ξεμείνει από σπίρτα, προσέγγισα ένα μικρό, καμωμένο από κλαδιά καλύβι που εκτελούσε χρέη καταστήματος. «A matchbox please» γύρευσα τής παχιάς μαγαζατόρισσας. Άπραγη έμεινε αυτή να κοιτάει μειδιώντας, μία εμένα, μία τους λοιπούς παρευρισκομένους· οι οποίοι με θωρούσαν κι αυτοί μειδιώντας χαύνως. «Do you have a matchbox?» γύρευσα εκ νέου, περιφέροντας το βλέμμα μου γύρω-γύρω, από τον έναν στον άλλον. Μα κανείς δεν προέβη σε καμμία αντίδραση· πέρα κάποιων ανεπαίσθητων χαχανισμάτων. «Matches, matches, matches» πήρα να επαναλαμβάνω συνεχόμενα· κάνοντάς τών παράλληλα επίδειξη του ανάμματος ενός σπίρτου με παντομίμα. «Έεεε, μέτσι!» πρόφερε επιτέλους η μαγαζατόρισσα, και σε δύο στιγμές μού έτεινε ένα σπιρτόκουτο· ενώ οι λοιποί θεατές είχαν όλοι μαζί ξεσπάσει σε ιλαρά γέλια.
Μόλις είχα συνειδητοποιήσει ότι η αγγλική, η γλώσσα που ― όντας ευρέως ομιλουμένη και κατανοήσιμη σε όλες τις χώρες της νοτιότερης Αφρικής ― είχε αποτελέσει το κύριο επικοινωνιακό μου μέσο μέχρι στιγμής, αποδώ και στο εξής δεν θα μού ήταν και τόσο χρήσιμη. Είχα εισέλθει στην περιοχή της ανατολικής Αφρικής. Εδώ, η λινγκουαφράνκα δεν ήταν πλέον τα αγγλικά, αλλά τα κισουαχίλι.
Έχοντας, λοιπόν, μόλις μάθει την πρώτη μου λέξη (mechi) στα κισουαχίλικα, χρησιμοποίησα τα μόλις αποκτηθέντα μέτσια μου για να ανάψω ένα τσιγάρο. Εκεί στεκούμενος στην άκρη του δρόμου μέχρι να αναχωρήσουμε, ήταν που θα μάθαινα και την δεύτερή μου λέξη. Διέκρινα έναν τύπο να με σιμώνει με μία μοτοσυκλέτα, φωνάζοντάς μού «πικιπίκι πικιπίκι!»
«Πικιπίκι;» τού έκανα, στρέφοντας την παλάμη μου δηλώνοντας απορία σαν σταματούσε μπροστά μού. «Έεεε, πικιπίκι!» μού έκανε κι αυτός, δείχνοντάς μού την μοτοσυκλέτα του. Τα πικιπίκια ήταν εκείνες οι μικρού κυβισμού, ινδικής συνήθως κατασκευής μοτοσυκλέτες που κατέκλυζαν την κάθε πόλη και χωριό της Τανζανίας και εξυπηρετούσαν ως ταξιά.
Όσο για εκείνο το βαθύφωνο και μακρόσυρτο «έεεε», σύντομα θα καταλάβαινα ότι αποτελούσε αναπόσπαστο μόριο της συνεννόησής των. Μεταξύ των πολλών του χρήσεων, που περιελάμβαναν κατάφαση και συμφωνία, ήταν επίσης και η δήλωση προσοχής στα λεγόμενα του άλλου. Κάθε φορά που κάποιος θα μού μιλούσε ― άσχετο σε ποια γλώσσα ― μετά από κάθε πρόταση θα έκανε και μία παύση. Θα συνέχιζε μόνο αφότου θα τού είχα αποκριθεί «ναι, σε ακούω» στην σχετική του ερώτηση, την οποία θα εξέθετε μετά από λίγα δευτερόλεπτα βουβής αναμονής. Μού πήρε κάμποσο καιρό να καταλάβω ότι έπρεπε να αποκρίνομαι με ένα «έεεε» σε κάθε πρόταση που ολοκλήρωναν, ώστε να συνεχίσουν παρακάτω.
Αναχωρήσαμε το λοιπόν και από την Μπέγια, και κινήσαμε ολοταχώς προς τον προορισμό μας. Τίποτε σε όλο αυτό το αφρικανικό ταξίδι ― κανένας άνθρωπος, κανένα άγριο ζώο ― δεν με είχε κάνει να αισθανθώ άβολα, όπως με έκανε ο οδηγός του λεωφορείου εκείνη την ημέρα. Τα τοπία τώρα, στην Τανζανία, είχαν γίνει εξαιρετικά λοφώδη. Οφείλω να ομολογήσω πως είχα σχεδόν χεστεί πάνω μού, βλέποντας να περνάμε ξυστά από τις γκρεμίλες, όταν εκείνος ο φονιάς ο οδηγός αποφάσιζε να βγει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, και να προσπερνάει δέκα-δέκα τα ι.χ. πάνω σε κλειστές κατηφορικές στροφές.
Μετά από άφθονο έντρομο καρδιοχτύπι, μπόλικες επαναλήψεις του ίδιου δίσκου κονγκολέζικης μουσικής, και πάρα πολύ μακελειό στην τηλεόραση, μπαίναμε επιτέλους σώοι στο Νταρ Ες Σαλάμ. Παρότι περασμένα μεσάνυχτα, η πόλη ήταν αγαστώς ζωηρή· ιδίως οι λεωφόροι της, στων οποίων την συμφόρηση χρειάστηκε να μείνουμε κολλημένοι για ένα δίωρο ακόμη.
Σύντομα θα λαλούσε ο πετεινός όταν αφιχθήκαμε τελικά στον κεντρικό λεωφορειακό σταθμό της πόλης, ύστερα από σαρανταπέντε γεμάτες ώρες μέσα στο λεωφορείο! Πήρα ένα ταξί και πήγα γραμμή στο δωμάτιο που είχα κλείσει στο κέντρο της πόλης. Προς μεγάλη ανακούφιση των οστών μου, ξάπλωσα απευθείας στο κρεβάτι και ξεράθηκα. Αύριο θα ήταν μία μεγάλη μέρα. Μία νέα σελίδα θα άνοιγε για το ταξίδι μου. Θα άρχιζε η εξερεύνηση της χώρας εκείνης που ανυπομονούσα από χρόνια να γνωρίσω. Νέες περιπέτειες και συγκινήσεις θα άρχιζαν στην Τανζανία· την χώρα αυτήν που είχα στο μυαλό μου ορίσει ως την καρδιά της Αφρικής.