Σαν ξαναπατήσαμε ηπειρωτική στεριά, θέλαμε να συνεχίσουμε γραμμή προς Νικαράγουα. Αλλά προέκυψε πρόσκομμα. Σωστή παρανοϊκή δικτατορία, η χώρα απαγόρευε παντάπασι όχι μόνο την χρήση αλλά και την διαμετακόμιση δρόνων. Καθώς κατείχαμε δρόνο που δεν επιθυμούσαμε να κατασχεθεί ρισκάροντας την λαθραία του εισαγωγή, χρειαζόμασταν νέο σχέδιο.
Η λύση ήταν μία: να πετάξουμε στην Κόστα Ρίκα, να φυλάξουμε εκεί το έκνομο αντικείμενο, να μπούμε ξέγνοιαστοι στην Νικαράγουα από τον νότο, και τέλος να το συλλέξουμε στον γυρισμό καθ’ οδόν προς Παναμά. Βρήκαμε λοιπόν μία λογικοτιμημένη πτήση για Σαν Χοσέ από Σαν Σαλβαδόρ, και κινήσαμε σιγά-σιγά προς το αεροδρόμιο.
Είχαμε κανα-δεκαήμερο για να διανύσουμε την μακρά απόσταση, και σταματήσαμε σε τρεις πόλεις για να την σπάσουμε. Η πρώτη μας στάση ήταν η Κομαγιάγουα.
Άλλο ένα ιστορικό επίκεντρο της πρώιμης αποικιοκρατίας στον Νέο Κόσμο, η Κομαγιάγουα ιδρύθηκε από κονκισταδόρους το 1537, σε μία απόμακρη τοποθεσία της μεσόγειας Ονδούρας που ήταν σύμφωνη με του κυβερνήτη τις οδηγίες να χτίσουν μία πόλη στην μέση των δύο ωκεανών. Εισέτι διαθέτει κάποια από τα πιο καλοσυντηρημένα δείγματα αποικιακής αρχιτεκτονικής, καθώς και το αρχαιότερο ρολόι, σε ολόκληρη την ήπειρο.
Μετά πήγαμε στην πρωτεύουσα Τεγουσιγάλπα. Η συμφορημένη κι άναρχη αυτή πολιτεία φημίζεται, δυστυχώς, για δύο μόνο πράγματα: φτώχεια και εγκληματικότητα. Μονάχα από το ομοχώριο Σαν Πέδρο χάνει την ανεπιθύμητη πρωτιά στην λίστα των πόλεων με τα υψηλότερα ποσοστά ανθρωποκτονιών στην Κεντρική Αμερική. Όσον πάντως αφορά την δική μας διαμονή, παρότι αμφισβητήσιμης αξιοπιστίας τύποι μας ξάνοιγαν πανταχόθεν όπως η γάτα τα πουλιά απέξω απ’ το κλουβί, τουλάχιστον την μέρα ανάμεσα σε κόσμο, μηδεμία νιώσαμε αμηχανία.
Το-κάθε-άλλο, οι τυπικοί πολίτες—που σπάνια θα έβλεπαν άσπρους—σε κάθε ευκαιρία μάς απετείνοντο με ενθερμότατη ευπροσηγορία ενώ περιδιαβαίναμε τις δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές, πάνω-κάτω στους αλλεπάλληλους λόφους. Ο οικοδεσπότης μας, επίσης—σε ένα βασικό Airbnb σε έναν πενιχρό, προαστιακό μαχαλά—ήταν γαμώ τα παιδιά. Μάς έφερε μαμίσιο φαγητό από τον κάτω όροφο, και κάναμε ωραίες συζητήσεις. Μάς τα χάλασε μόνο λίγο που ξέχασε να φωνάξει το που υποσχέθηκε ταξί να μας πάει στον σταθμό χαράματα. Έτσι-που αναγκαστήκαμε να τρέχουμε πανικόβλητοι μες στο σκοτάδι με όλα μας τα υπάρχοντα—κελεπούρι όποιου τυχόντα περαστικού ληστή—να προλάβουμε το αυγινό λεωφορείο.
Αυτό μας έφερε σώους στα σαλβαδορικά σύνορα, λίγο μετά το πέρασμα των οποίων κάναμε την τελευταία μας στάση στο Σαν Μιγκέλ. Χτισμένο υπό την θέα και μόνιμη απειλή του ομώνυμου τρανού ηφαιστείου—που ήδη μια φορά το 1655 το αφάνισε σχεδόν ολοσχερώς—αυτό συνιστά το μεγαλύτερο αστικό κέντρο στο ανατολικό Ελ Σαλβαδόρ. Πόλη κομψή και ζωηρή, διατηρούσε ωραία κτίρια, τοιχογραφίες, ατελείωτα παζάρια που εξαπλώνονταν στον κάθε δρόμο, τις καλύτερες πουπουσερίες της χώρας, και ανεπτυγμένο τουρισμό. Μείναμε σε ένα μπακπακεράδικο με πλήθος άλλων ξένων. Ένας Γερμανός παππούς ήταν μέρα-νύχτα σταθμευμένος στην αιώρα και σταματούσε τον καθένα σε κάθε ευκαιρία να κηρύξει θεωρίες συνωμοσίας που διάβαζε στο Telegram.
Και με μία τελευταία λεωφορειάδα, τελειώσαμε ύστερα την κουραστική διαδρομή στο Σαν Σαλβαδόρ. Είχαμε ακόμη δυο γεμάτες μέρες πριν την πτήση και την πέσαμε σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο να δούμε την πόλη.
Πλημμυρισμένη με εύπορους πρωτευουσιάνους και άπορους επαρχιώτες μέτοικους, η οικονομία της—τουλάχιστον ανάμεσα στις περιβάλλουσες παραγκουπόλεις—έδειχνε να ανθίζει. Ολούθε ανά τον αστικό ορίζοντα, θεόρατοι γερανοί ήγειραν ουρανοξύστες και σύγχρονα συγκροτήματα διαμερισμάτων πάνω από παραδοσιακές μονοκατοικίες και γύρω από βαρύγδουπα νεοκλασικά κυβερνητικά κτίρια. Κλασάτα εστιατόρια και μπαρ έκαναν γερές μπάζες στα εύφωτα κέντρα νυκτερινής ζωής.
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε κατάνυχτα στην κοσταρικανική πρωτεύουσα. Μετά από λίγη γλάρα στα καθίσματα του αεροδρομίου, πιάσαμε το πρώτο δρομολόγιο για κέντρο. Μέσω της οκνώς αφυπνιζομένης μεγαλόπολης, περπατήσαμε δύο ώρες μέχρι το προκρατημένο μας κατάλυμα. Πέσαμε σε καθωσπρέπει, έμπιστη οικογένεια οικοδεσποτών. Πριν αφήσουμε τον δρόνο στην προσοχή των και πάμε επιτέλους Νικαράγουα να εγκατασταθούμε κάπου για ένα σεβαστό διάστημα, μείναμε εκεί τρεις ημέρες να γυρίσουμε κι αυτήν την πόλη.
Το Σαν Χοσέ διέφερε σημαντικά από κάθε άλλη κεντροαμερικανική πόλη που είχαμε μέχρι στιγμής επισκεφτεί. Ήταν πολύ πιο ανεπτυγμένο και οργανωμένο. Είχε εύτακτες οδούς με λωρίδες και φανάρια που οι οδηγοί τα σέβονταν. Αντί για ζωήλατα κάρα, κυκλοφορούσαν αστικά λεωφορεία. Το εμπόριο λειτουργούσε αποκλειστικά μέσα σε καταστήματα. Μήδε πάγκος μήδε σταθμευμένο αμάξι καταπατούσε τα πεζοδρόμια. Σε κάθε δεύτερη γωνία, βιτρίνες φούρνων εξέθεταν μπαγκέτες και ρολά κανέλας. Ουδείς φορούσε παραδοσιακή ινδιάνικη ενδυμασία. Νεαρές παρέες ίμο, πάνκηδων, και μεταλλάδων άραζαν στα σκαλοπάτια. Ο τόπος όλος έβριθε με άστεγα πρεζάκια. Θύμιζε περισσότερο Ευρώπη.
Μετά λοιπόν από αυτό το πυρετώδες τρέξιμο μέσω πέντε μεγάλων πόλεων, είχε έλθει η ώρα για χαλάρωση σε κάποια τροπική παραλία.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ.