Μετά την απαραίτητη ολιγόωρη αναμονή στις ουρές του μεταναστευτικού γραφείου και του τελωνείου, είχαμε επιβιβαστεί στο όχημα και κινούμασταν εντός αυτής της νέας χώρας. Λίγα μόνο χιλιόμετρα μετά, προμεσημβρία ακόμη, αφιχθήκαμε στην πολίχνη Vic Falls, που ήταν και ο τελικός μας προορισμός.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Η πολίχνη αυτή χρωστάει το όνομά της, καθώς και την ύπαρξή της την ίδια, σε ένα από τα επτά θαύματα του φυσικού κόσμου, κοντά στο οποίο ο οικισμός αυτός άρχισε να αναπτύσσεται στις αρχές του προηγουμένου αιώνα. Πριν κάνουμε οτιδήποτε άλλο, δίχως χρονοτριβές, κινήσαμε να αγάσουμαι αυτό το θαύμα: τους Καταρράκτες της Βικτωρίας.
Αφήσαμε το όχημα στο σταθμευτήριο που ευρισκόταν μπροστά στην πύλη του πάρκου, και πήραμε να κατηφορίζουμε το λιθόστρωτο μονοπάτι ανάμεσα στους γιγαντιαίους εβένους και τις αφζέλιες που κατελάμβαναν το πυκνό βροχοδάσος που μας περιέβαλλε. Κάποια ευκίνητα μαϊμουδάκια μας ακολουθούσαν από ψηλά, κρυμμένα στις φυλλωσιές. Ακούγαμε τις συνεχείς, διαπεραστικές των τσιρίδες, μέχρι που τις υπερκάλυψε πλήρως ένας δυνατός βρόντος που ηχούσε από το βάθος, και όλο-και δυνάμωνε καθώς προχωρούσαμε· μέχρι που μας ανάγκασε να φωνάζουμε ο ένας στο αφτί του άλλου ώστε να μπορούμε να επικοινωνήσουμε. Επίσης, όσο προχωρούσαμε γίνονταν όλο-και πυκνότερα τα νεροσταγονίδια που ψεκάζονταν στον αέρα· μέχρι που άρχισα να αμφιβάλλω περί του εάν όντως όλο αυτό το νερό προερχόταν από τους καταρράκτες ή είχε αρχινίσει να βρέχει.
Όταν φτάσαμε τελικώς στο τέρμα του μονοπατιού, ο βρόντος είχε γίνει εκκωφαντικός, και το αδιάβροχο απαραίτητο. Στεκόμασταν στο χείλος μίας βαθιάς, διαμηκούς χαράδρας· στης οποίας το απέναντι χείλος καταλήγει ο κραταιός ποταμός Ζαμβέζης. Και κάνοντας μία ελεύθερη βουτιά από τον εκατό μέτρων κρημνό, σχηματίζει έναν από τους περιφημότερους καταρράκτες του κόσμου. Πάνω από χίλια κυβικά μέτρα νερού πέφτουν στο κενό κάθε δευτερόλεπτο από το δύο σχεδόν χιλιομέτρων πλάτος του ποταμού· απελευθερώνοντας ημερησίως ποσά ενέργειας που ισοδυναμούν με την ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος την Νέας Υόρκης.
Ήταν ένα πραγματικά θαυμάσιο θέαμα. Ποτέ μού δεν είχα αντικρίσει κάτι παρόμοιο. Το νερό προσέκρουε με απίστευτη μάνητα στον πάτο της χαράδρας, δημιουργώντας ένα σύννεφο εκραντισμένων σταγονιδίων που κάλυπτε μία μεγάλη έκταση γύρω από τους καταρράκτες, και έδινε ζωή στο βροχοδάσος που τους περιστοίχιζε. Κάμποση ώρα μείναμε να περπατάμε κατά μήκος της χαράδρας και να θαυμάζουμε τα άγρια καμώματα του καταπίπτοντος Ζαμβέζη.
Έφερα στο μυαλό μου τον Λίβινγκστοουν, που έφτασε εκεί καταπλέοντας τον ποταμό πριν ενάμιση αιώνα· εκείνη την εποχή που δεν υπήρχαν ακόμη λιθόστρωτα μονοπάτια στην περιοχή· μήτε πόλη, μήτε άρχον εθνικό πάρκο, μήτε σουβενιρομάγαζα, μήτε μπουλούκια ευτραφών τουριστών να κόβουν βόλτες με τις κάμερες κρεμασμένες από τον λαιμό. Ποια εκλεκτή συγκίνηση πρέπει να είχε γευθεί αυτός ο τύπος!