Παρά τον ψιλό μανδύα των υψηλώς αιωρουμένων θυσάνων που ύφαιναν την ανατολή, ήταν ένα λαμπρό πρωί. Aπαλή ησυχία και μία τρυφερή αύρα επικρατούσαν στον αέρα.
Ένα παχύ, ορθοκέρατο, τεφρό βόδι περπατούσε νωχελικά στην αμμώδη οδό κάτω από την ταράτσα όπου έπινα τον καφέ μου. Μία λιγνή γυναίκα, τυλιγμένη με ένα αγανό ροζ σάρι, κρεμούσε μία ποικιλόχρωμη μπουγάδα σε έναν τεντωμένο σπάγκο λίγες ταράτσες παραδίπλα.
Η ογκώδης κεντρική καστροπολιτεία και όλα τα γύρωθεν πετρόσπιτα έλαμπαν όντως ως χρυσός στο Τζαϊσάλμερ: την χρυσή πόλη του Ρατζαστάν. Συστάδες ευκαλύπτων σκίαζαν τις αυλές των αραιών σπιτιών στα όρια της πόλης. Παραπέρα, υπήρχε μόνο άμμος και βράχια. Εκειέξω, μία γη απέραντη εξετείνετο προς τον άπω ορίζοντα· μία γη κατειλημμένη από την Θαρ: την Μεγάλη Ινδική Έρημο.
Ήταν περίπου οκτώμισι σαν ήμασταν πανέτοιμοι να εξορμήσουμε. Όλες μας οι προμήθειες ήταν φορτωμένες στο αυτοκίνητο. Εγώ, ο Γάλλος συνταξιδιώτης μου, και ο αετομούρης ντόπιος οδηγός μας αφήσαμε πίσω μάς την δυτικότερη πόλη του Ρατζαστάν κατευθυνόμενοι προς την δύση.
Ως-επί-το-πλείστον, εκειέξω δεν υπήρχε τίποτε ειμή καυτή ερημιά. Περί τα δέκα χιλιόμετρα μετά την πόλη, κάναμε την πρώτη μας στάση σε έναν υποτυπώδη οικισμό. Τον απάρτιζαν μία ντουζίνα πήλινες καλύβες, περικλεισμένες από μία ορθογώνια ξερολιθιά σε μία έκταση όχι μεγαλύτερη διακοσίων τετραγωνικών, εν μέσω άσωστης άμμου και ξεραμένων θάμνων.
Γυναίκες με εντονόχρωμα πέπλα γόργευαν δραστήρια περαδώθε, εκτελώντας διάφορες αγγαρείες. Τα παιδιά μας ακολουθούσαν με ανοιχτές παλάμες, εκφέροντας «ρούπι ρούπι» μεταξύ διαστημάτων σιωπηλού κοιτάγματος. Οι άνδρες κάθονταν αυτάρεσκα γύρω από ένα τραπέζι στη μέση της αυλής, πίνοντας τσάι, καπνίζοντας μπίντια, και περιεργαζόμενοί μας δίχως ψήγμα διακριτικότητας.
Η επόμενή μας στάση πραγματοποιήθηκε λίγα χιλιόμετρα πιοπέρα· σε έναν καταυλισμό πατρογονικών γύφτων όπου τσαντίρια και μητάτα ήταν αραιά συγκεντρωμένα σε έναν ευρύ, ξέφραγο χώρο. Βρήκα τους εκεί ανθρώπους πολύ φιλικότερους. Ένας άνδρας, οκλαδόν σε ένα ανίσκιωτο σημείο, έθρυπτε κοπιαστικά βράχους σε χαλίκι με το σφυροκάλεμο. Χαιρέτησε ευγενικά. Ένας άλλος μας κάλεσε για τσάι στο κατώφλι του τσαρδιού του. Τα αγγλικά του ήταν απροσδόκητα καλά. Κάναμε μια λίαν ενδιαφέρουσα κουβέντα για την νομαδική των βιοτροπία, ενώ τα οκτώ παιδιά του μας περιτριγύριζαν χαμογελώντας συνεσταλμένα.
Προχωρήσαμε παρακάτω. Ο ήλιος είχε υψωθεί αρκετά στον θολογάλαζο ουρανό. Η ζέστη θα ήταν ανυπόφορη εάν δεν φυσούσε ανακουφιστική αερινάδα επί του γυμνού τοπίου, σηκώνοντας κόκκους άμμου και θέτοντας σε ρυθμική κίνηση μία αράδα ανεμογεννήτριες πάνω στους βραχώδεις λόφους παρά τους οποίους οδηγούσαμε.
Φτάσαμε στα ερείπια ενός εγκαταλειμμένου χωριού που ο οδηγός μας απεκάλεσε «χωριό φάντασμα». Διηγήθηκε μία ιστορία μίας πανέμορφης κόρης ενός προεστού αυτού του χωριού που έζησε εκεί προ οκτώ περίπου αιώνων…
Ένας μεγαλοπρεπής, ζάπλουτος Μαχαραγιάς λαγγεύτηκε από την γοητεία της ομορφονιάς και απαίτησε να σταλεί στο χαρέμι του. Ο πατέρας αρνήθηκε να αποχωρισθεί την ακριβοκόρη του. Και όπως αποφύγουν τις συνέπειες, μαζί με όλον τον πληθυσμό του χωριού, εγκατέλειψαν εν μία νυκτί τα σπιτικά των και πήραν να περιπλανώνται ανά τον κόσμο—πιθανώς καταλήγοντας στην Ευρώπη και επιγεννώντας μέρος των σύγχρονων Ευρωπαίων Ρομά.
Ο οικισμός αφέθηκε έκτοτε στην παρακμή. Τραχείς θάμνοι της ερήμου καταλαμβάνουν τώρα το εσωτερικό των πλέον ασκεπών τοίχων των πάλαι οικιών. Μόνο ένας ναός και λίγα άλλα, σπουδαία, ψηλότερα κτίρια παραμένουν ακέραια να θυμίζουν ότι κάποτε άνθρωποι είχαν εκεί ευημερήσει. Σαύρες και κάργιες αποκλειστικά κατοικούν τον τόπο επί μονίμου βάσεως· αγελάδες και νομαδικοί τσιγγάνοι διέρχονται περιστασιακά… όπως εκείνο το γύφτικο ντουέτο πατέρα και κόρης που πετύχαμε καθήμενο καταγής σε μία σκιερή αγυιά· ο μπάρμπας πρόθυμος να παίξει τσαχπίνικες μελωδίες στο πούνγκι και η κοπέλα να λικνίσει το κορμί της αισθησιακά επί λήψει λίγων ψιλών.
Νοτιότερα, συναντήσαμε μία όαση. Μία λιμνούλα—όχι πάνω από τριάντα μέτρα στην μακρύτερη διάσταση—ήταν η μοναδική πηγή νερού σε ακτίνα τριάντα χιλιομέτρων. Ένας ναΐσκος έστεκε στην όχθη της· να δοξάσει την όποια θεία δύναμη ευθύνεται για το ανεκτίμητο αυτό το ζείδωρο αγαθό. Δυο-τρεις ντουζίνες γυναίκες ανέβαζαν σε μια πλαγιά άμμο και πέτρες με μεγάλους δίσκους ισορροπημένους στα κεφάλια, προφανώς εργαζόμενες σε κάποιο έργο αποταμίευσης νερού. Οι άνδρες επέβλεπαν τις εργασίες φουμάροντας φλεγματικά υπό το φαρδύ φύλλωμα μιας ακακίας.
Στην συνέχεια επισκεφτήκαμε ένα παλιό οχυρό σε κάποιο άλλο ερημωμένο χωριό, γνωστό ως Φρούριο Χάμπα. Η ησυχία ήταν βαθιά. Τίποτε δεν είδα να κινείται, πάρεξ έναν σκίουρο με ένα κλαδάκι στο στόμα που εξαφανίστηκε μοναστραπίς μόλις με αντιλήφθηκε, και ένα ευγενές παγώνι που πέρασε απομπροστά μου ατσούμπαλα πλην επιδεικτικά.
Αυτή ήταν η τελευταία μας στάση. Ύστερα οδηγήσαμε αδιάκοπα για μια-σαρανταριά ακόμη χιλιόμετρα μέχρι τα πέριξ ενός χωριού επ’ ονόματι Χούρι. Εκεί ο δρόμος έληγε. Έπρεπε να συνεχίσουμε με άλλα μέσα.
***
Ήταν μεσημέρι, και ο ήλιος ζεματούσε απ’ το ζενίθ. Σταθήκαμε κάτω από ένα μονήρες δένδρο και περιμέναμε τον κολαούζο με τις καμήλες. Ήταν ένας νεαρός ντόπιος χωρικός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ανίλ αλλά προτιμούσε να τον φωνάζουμε Μαχαράτζ. Έφερε τρεις καμήλες: μία θηλυκή, την Λάξη, και δύο αρσενικούς, τον Ντίσκο και τον Μάικλ Τζάκσον.
Ο Ντίσκο, όντας ο πιο αδύναμος, επιβαρύνθηκε τον κύριο όγκο των προμηθειών. Οι άλλες δύο θα έπαιρναν εμάς με τα υπόλοιπα λίγα πράγματα. Δέσαμε και τις τρεις μαζί σε καραβάνι. Ο Γάλλος καβάλησε την Λάξη· εγώ τον Μάικλ· και ο Μαχαραγιάς προεπορεύθη πεζός οδηγώντας την καμηλοπομπή μας μες στην έρημο.
Ο Μάικλ Τζάκσον έστησε τα πρόσθια πόδια του στα γόνατα· ανύψωσε τον πισινό του στα δίμετρά του πίσω πόδια· και τέλος, με μία σβέλτη κίνηση, πήδησε στα τέσσερα και ξεκίνησε διασκελισμό που παρέπεμπε σε ανάδρομο φεγγαροπερπάτημα.
Μακάρια ηρεμία επικρατούσε στην μεσημβρία της ερήμου. Μόνο σπιλιάδες, που μαστίγωναν κάθε-τόσο απρόοπτα το απέραντο αμμοπέδιο, και περιοδικά τραγούδια περαστικών στρουθιών περισπούσαν πού-και-πού την κραταιά σιγή. Αυτό μέχρι που, λίγο αργότερα, ήχησε αποπίσω ένα υπόκωφο κουδούνισμα.
Αρχικά δεν τού έδωσα ιδιαίτερη σημασία, αντιλαμβανόμενός το αόριστα μέσα στον ρεμβασμό μου. Μόνο αφού το κατεχώρησα στο συνειδητό μου ως ένα σταθερά προφθάνον τροκάνι, γύρισα κεφάλι.
Είδα ένα τετράποδο που έμοιαζε με καμήλα σε όλα εξόν το μέγεθος. Είχε μία αστεία όρθια τούφα στην καμπούρα και τριπόδιζε άγαρμπα να μας προλάβει. Ήταν ο μόσχος της Λάξης, το καμηλομωρό· μόλις διμηνίτικο, φρέσκο στην ζωή, μα ήδη στο ύψος μου και αρκετά βαρύτερο. Θα μας συνοδοιπορούσε καθ’ όλο το ταξίδι.
Σταματήσαμε να γευματίσουμε στον ανακουφιστικό ίσκιο μίας χεδρωπιάς. Πριν δούμε τι θα φάμε εμείς, ξεζαλώσαμε τις καμήλες· ο Μαχαράτζ τις σπέδισε με τριχιά, μειώνοντας το βήμα των σε κοντύτερο από το δικό μου· και τις αφήσαμε να περιφερθούν κούτσα-κούτσα να βοσκήσουν ελεύθερα.
Μετά καταπιαστήκαμε με την δική μας μάσα. Συλλέξαμε πέτρες και καυσόξυλα και ανάψαμε φωτιά. Εγώ κι ο Γάλλος διαλέξαμε και ψιλοκόψαμε λαχανικά από τις προμήθειες. Ο Μαχαράτζ ζύμωσε αλεύρι, νερό, αλάτι, και λίγο λάδι σε ζύμη για τσαπάτι.
Αποτρώξαντες αυτό το λιτό δε απολαυστικό γεύμα, ρίξαμε έναν ήδιστο χωνευτικό υπνάκο. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει αρκετά όταν ο Μαχαράτζ παράτησε το καταφύγιο της σκιάς και βγήκε να μαζεύσει τις καμήλες που είχαν εν τω μεταξύ απομακρυνθεί προς τα όρια του οπτικού πεδίου.
Ενώ τον περιμέναμε, πήγα μία βόλτα πάνω στον κοντινό αμμόλοφο. Με-το-πού πέρασα το φρύδι του, αντάμωσα μια γαζελίτσα στα είκοσι μέτρα. Με τήραξε για δυο στιγμές, και σαν συνήλθε απ’ την κατάπληξη, έκανε μεταβολή και έφυγε με χάρη αναπηδώντας προσταπέρα.
Επικαμηλεύσαμε και εισχωρήσαμε βαθύτερα στην έρημο. Λίγο πριν το ηλιοδύσιο, στεκόμασταν επί ενός άλλου ψηλού αμμολόφου. Εν μέσω των αμέτρων κυματιστών θινών της αχανούς ερήμου, υπήρχε ένας στοιχειώδης βοοτροφικός καταυλισμός κάτω στην ανατολική κοιλάδα. Διέκρινα μία κινούμενη σιλουέτα που σύντομα κατάλαβα ότι ανήκε σε ένα προς ημάς κατευθυνόμενο αγόρι.
Ήλθε να χαιρετήσει και να πουλήσει ένα μπουκάλι γάλα. Μετά από ένα τσάι μασάλα φτιαγμένο με την συνεισφορά του, μία καλή μάσα, και το δέος της θέασης ενός θεσπέσιου ηλιοβασιλέματος της ερήμου, ήταν ώρα να πέσουμε στο κρεβάτι—μεταφορικά φυσικά. Στρώσαμε από ένα παλιόχαλο στην άμμο για σεντόνι, ρίξαμε από άλλο ένα αποπάνω για κουβέρτα, και οριζοντιωθήκαμε υπό τον αστροπλημμύριστο ουρανό.
Τα πρώτα ονειρικά στιγμιότυπα είχαν αρχίσει να υπερισχύουν της ξύπνιας μου συνείδησης όταν διεπίστωσα πως ένα εξ αυτών—ένας σφοδρός άνεμος που σύριζε λυσσωδώς και ράπιζε το πρόσωπό μου με άφθονη άμμο— ήταν στην πραγματικότητα μία εγκόσμια αίσθηση.
Άνοιξα τα μάτια και είδα ένα μελανότερο απ’ τον ουρανό σύννεφο σε σχήμα μανιταριού να μας πλησιάζει εξ ανατολών, εκπέμποντας αστραπές που έκαναν στιγμιαία την νύχτα μέρα. Είχα μαζί την μικρή σκηνή μου, η οποία ήταν η μόνη σκηνή που είχαμε. Πεταχτήκαμε κι οι τρεις επειγόντως όρθιοι, και παλεύοντας ενάντια στο φυσομάνημα και το αμμομαστίγωμα, καταφέραμε και την στήσαμε. Πετάξαμε μέσα όλα τα υδατοπερατά μας, και περιμέναμε να γίνουμε οι ίδιοι λούτσα.
Η λαίλαπα δυνάμωνε έως ότου η παρυφή του νέφους πέρασε ξυστά στις ενενήντα μοίρες πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Έριξε λίγες ψιχάλες, και συνέχισε για Πακιστάν. Αφότου κόπασε και ο αέρας, συνεχίσαμε κι εμείς αποκεί που ’χαμε μείνει.
***
Όποιος δεν έχει κοιμηθεί στην έρημο αδυνατεί να νοήσει τις άκρες διαστάσεις τέρψης που μπορεί να λάβει ο ύπνος. Άρτια ξεκούραστος και ψυχαγωγημένος από σειρά ευφραντικών ονείρων, σηκώθηκα σαν χτύπησε τα βλέφαρά μου η πρώτη ταχινή ηλιαχτίδα. Ταυτόχρονα, ξεκίνησαν πουλάκια το κελαηδητό καθώς περιπετάριζαν αλέστα ανάμεσα στα λίγα δένδρα.
Ακρατίσαμε, μαζεύσαμε, και φύγαμε. Πεζοί, με τις καμήλες πειθήνια καθοδηγούμενες από τα γκέμια στο κατόπι, κινήσαμε στην νότια βάση του αμμολόφου και λίγο δρόμο στην κοιλάδα μέχρι ένα μονήρες πλίνθινο σπιτάκι.
Δέσαμε τις καμήλες—ή μάλλον τις κάναμε να πιστεύσουν πως είναι δεμένες απλά πετώντας τα ελεύθερα άκρα των σχοινιών πάνω στους θάμνους—και εισήλθαμε στην αυλή όπου μας καλωσόρισε μία γιαγιά με ζεστό τσάι.
Όκλασα ανάμεσα στα σκόρπια κεραμοθραύσματα και επικεντρώθηκα στον ατμό του φλιτζανιού και τον καπνό του τσιγάρου μου. Μία ομήγυρη παιδιών μαζεύτηκε τριγύρω μας για ντροπαλή περιεργασία. Ένα φιλοπερίεργο αρνάκι επέμενε να σπρώχνει την αυλόπορτα να μπει κι αυτό. Αλλά το μεγαλύτερο κοριτσάκι έστεκε μπάστακας απομέσα και απέκρουε τις απόπειρές του.
Ευχαριστώντας για την φιλοξενία, σηκωθήκαμε και βγήκαμε. Τότε οδήγησα καμήλα ανεξάρτητα για πρώτη μου φορά. Μού δίδαξε ο Μαχαράτζ τις σχετικές εντολές και τους χειρισμούς, και αναχωρήσαμε. Εν αποκρίσει ενός αδύναμου λακτίσματος με την φτέρνα στην κοιλιά, ο Μάικλ Τζάκσον πήδησε στα τέσσερα και προχώρησε αχρονότριβα.
Βρήκα τον Μάικλ εξαιρετικά συνεργάσιμη καμήλα. Μπορούσα πανεύκολα να τον κατευθύνω με τις πιο ανεπαίσθητες έλξεις των ηνίων. Όταν άκουγε εκείνον τον ήχο «τουτούτ» που έμαθα να παράγω σφαλιαρίζοντας την γλώσσα μου στον σκληρή υπερώα, επετάχυνε προθύμως. Και δίχως να χρειάζεται καν να τον αγγίξω, σηκώνοντας μόνο την βίτσα και φέρνοντάς την δύο σβούρες στον αέρα, κάλπαζε μπρος αιόλος, ενώ αναπηδούσε ο πισινός μου ίσαμε μισό μέτρο από την σέλα.
«Τζιου!» τού φώναξα, τραβώντας τού συγχρόνως τον λαιμό, όπως γονατίσει συγκαταβατικά για να με αφήσει να κατέβω. Ήταν ώρα μεσημεριανού. Υπήρχε ένα αχυρένιο υπόστεγο στην μέση του πουθενά, τέσσερα τετραγωνικά, στερεωμένο σε τέσσερα πασσαλωμένα στην άμμο γερά κλαδιά. Ένα πλαστικό μπουκάλι, κρεμάμενο σε ένα κορδόνι από τον έναν στύλο, παρήγε το μοναδικό άκουσμα στον τρισέρημο τόπο καθώς το έκρουε η αύρα ρυθμικά στο ξύλο. Εκεί βρισκόταν ένας άνδρας, προφανώς γνωστός του Μαχαράτζ, και μάς είχε ήδη ετοιμάσει φαγητό.
Μετά από το χορταστικό γεύμα και μία τονωτική σιέστα, ήταν ώρα να αποχαιρετήσουμε τον Γάλλο σύντροφό μας. Θα επέστρεφε στην πόλη συνοδευόμενος από τον νέο άνδρα. Ο Μαχαράτζ κι εγώ θα εξορμούσαμε βαθύτερα στην έρημο.
Για το υπόλοιπο της ημέρας προχωρήσαμε πεζοί. Κάναμε μια στάση σε άλλη μια παράγκα για τσάι. Ένας παππούς καθόταν στην είσοδο και κάπνιζε αλυσωτά μπίντια. Οκλάζουσα πιοπέρα, μία κοπέλα έπλενε πιάτα με άμμο αντί σφουγγάρι.
Το βράδυ επέκειτο σαν φτάσαμε στην κορυφή του αμμολόφου όπου θα διανυκτερεύαμε απόψε. Πριν από οτιδήποτε άλλο, πήγα μία γύρα και ηύρα μία έξοχη βίγλα να απολαύσω το ηλιοβασίλεμα.
Μοιράστηκα το μέρος με μία αλεπού. Εν αγνοία της παρουσίας μου, τριάντα μέτρα παρακάτω, ακροπατούσε μουλωχτά και διακεκομμένα προς μια συστάδα θάμνων. Έμοιαζε σαν να είχε βάλει στο μάτι κάποιο υποψήφιο δείπνο, εντούτοις ξεχνιόταν κάθε-λίγο και σταματούσε να αποθαυμάσει την ομορφιά του βυθιζομένου ηλίου. Τελικά αποφάσισα να τής γνωστοποιήσω την ύπαρξή μου με ένα σφύριγμα. Γύρισε ακαριαία τον λαιμό, με τήραξε συγχυσμένη για δυο στιγμές, και χάθηκε τρέχοντας σαν τρελή.
***
Ξημέρωσε με ένδοξη ηρεμία. Ο ουρανός φαινόταν διάφανος όσο το τίποτε. Και ο ήλιος, ένας άψογος πύρινος κύκλος, ανέβαινε οκνά εντός του.
Αγελάδες αργοκινούνταν στην κοιλάδα, μασουλώντας τα λιγοστά χορτάρια. Ένα μοσχάρι έτρεχε τριγύρω σαν δαιμονισμένο, κουτρίζοντας στα υπόλοιπα. Μία τροφαντή δεκαοχτούρα χαμηλοπέταξε ρεκάζοντας πάνω απ’ τον αμμόλοφο, και μία κουρούνα προσγειώθηκε πονηρά κοντά στον σάκο των τροφίμων μας και πήρε να τον περιτριγυρίζει επιφυλακτικά. Ένα σμήνος οίστρων τυραννούσε την δύσμοιρη την Λάξη που περίμενε πιοδίπλα και έγρουζε υποφέροντας. Σκαραβαίοι πηγαινοέρχονταν και έσερναν τα αφοδευθέντα της προϊόντα.
Περάσαμε την ημέρα όπως και τις προηγούμενες: περιπλανώμενοι στην έρημο. Αφού ο Μάικλ Τζάκσον είχε φύγει χθες με τον Γάλλο, σήμερα καβάλησα την Λάξη. Ήταν πολύ ιδιότροπη και ανυπάκουη συγκριτικά με τον Μάικλ. Ουσιαστικά δεν έδινε δεκάρα για την θέλησή μου. Ποτέ δεν κατάφερα να την κάνω να τρέξει. Προσπάθησα ακόμη και με κλοτσιές και καμτσικιές, αλλά αυτή διατηρούσε τον ρυθμό της στωικά. Όταν δε το μωρό της μας προπορευόταν, το ακολουθούσε τυφλά και δεν έπαιρνε ούτε καν κατεύθυνση. Και όποτε πάλι περνούσαμε κάποιον απ’ τους αγαπημένους της θάμνους, με-το-έτσι-θέλω σταματούσε για μία πεταχτή μπουκιά.
Καταλήξαμε σε έναν ακόμη αμμόλοφο για την τελευταία νύχτα του ταξιδιού. Εμπλουτίσαμε το δείπνο με φρέσκα μανιτάρια που είχε βρει νωρίτερα ο Μαχαράτζ. Και μετά καπνίσαμε όπιο και ξαγρυπνήσαμε, παρέχοντας ακροατήριο στην στυγνή σιγή και κοιτώντας εναλλάξ την παρήγορη φωτιά και το συνταρακτικό νυκτερινό στερέωμα.
Την τελευταία μας ημέρα στην έρημο, ξυπνήσαμε, φάγαμε, και ξεκινήσαμε στην επιστροφή προς το χωριό. Κάπου στα μισά του δρόμου, σταματήσαμε να γευματίσουμε σε ενός φίλου του Μαχαράτζ. Διατηρούσε ένα μικρό περιφραγμένο αγρόκτημα καταμεσής της ερημιάς. Κάλυπτε μία έκταση όχι μεγαλύτερη από εν-τέταρτο του στρέμματος και απέδιδε φακές, σιτάρι, και καρπούζια. Περιείχε ένα αυτοσχέδιο αχυροϋπόστεγο για καταφύγιο από τις θερμότερες ώρες. Εκεί βολευτήκαμε και καταπιαστήκαμε με παρασκευή γεύματος.
Είχα μαζί μου ένα φλασκί ουίσκι που δεν το είχα αγγίξει ακόμη, μιας-κι ο Μαχαράτζ δεν έπινε και δεν ήθελα να το κατεβάσω μόνος. Ο ηλικιωμένος φίλος του, όμως, απεδείχθη γερό ποτήρι. Ήταν επίσης και πολύ ενδιαφέρων συνομιλητής. Τα αγγλικά του ήταν εξαιρετικά. Είχε εργαστεί ως ξεναγός στην έρημο για τριανταπέντε χρόνια προτού βγει στην σύνταξη και στήσει αυτήν την φαρμούλα για ειρηνικά γεράματα. Μιλήσαμε για διάφορα αξιοπερίεργα θέματα, όπως το κυνήγι γαζέλας και την παράνομη καλλιέργεια οπίου στην περιοχή, μέχρι που αδειάσαμε το φλασκί και ξεραθήκαμε.
Όταν άνοιξα τα μάτια, ο Μαχαράτζ είχε ήδη συμμαζεύσει και φέρει τις καμήλες. Λίγες ώρες ύστερα, περιμέναμε κάτω από το ίδιο δένδρο έξω από το Χούρι. Κατέφτασε ο ίδιος αετομούρης οδηγός, και γυρίσαμε στον πολιτισμό.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Έρημο Θαρ.