Τρεις περίπου ώρες από την αναχώρηση, και ακριβώς πάνω στο δείλι, σταματούσε το τρένο στον σταθμό εκείνο που ήταν να κατέβω. Φορτώθηκα τα υπάρχοντά μου και κίνησα προς την έξοδο. Ωστόσο σύντομα θα διακρίβωνα πως το να κατέβει κανείς από ένα τρένο μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να είναι υπόθεση κατά πολύ περιπλοκότερη απότι θα μπορούσα ποτέ να είχα φανταστεί…
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Θα είχα κάνει δέκα βήματα στον διάδρομο, όταν, ολαίφνης, κόλλησε η έμπροσθέν μού κίνηση, και μία στιγμή μετά, η όπισθέν μού εξόρμησε κατά πάνω μού με μανία, αναγκάζοντάς με να πάρω κι εγώ ενστικτωδώς να σπρώχνω τους μπροστινούς μου. Η μισή περίπου ώρα που ακολούθησε δεν θα μπορούσε να περιγραφεί αλλιώς ειμή μάχη. Στενώς ζουληγμένοι, μέχρι τα πρόθυρα της ασφυξίας, ως ένα σώμα όλοι οι εξερχόμενοι επιβάτες ωθούσαμε μπροστά με όλα τα δυνατά μας· ενώ οι βιαστικοί εισερχόμενοι έκαναν με την σειρά των το ίδιο.
Σύντομα παύσαμε να σπρώχνουμε συντονισμένα· αφού αρκετοί από το αντίπαλο στρατόπεδο είχαν εισχωρήσει αρκετά, και δεν ήμασταν πλέον παρά ένα άτακτο και συγκεχυμένο μπουλούκι, ο καθείς μαχόμενος μεμονωμένα, πρωτίστως για την αναπνοή και σωματική του ακεραιότητα, και δευτερευόντως για τον διερχομό του. Άλλοι έσπρωχναν μαινόμενοι, ξεφωνίζοντας ιαχές. Άλλοι επιχειρούσαν να περάσουν από ψηλά, πάνω από τα κεφάλια των υπολοίπων. Κάποια μικρά παιδιά προσπαθούσαν να τρυπώσουν από τα χαμηλά. Όλοι μαζί ξεσπούσαν σε μία βροντερή αράβικη χάβρα: «λα λα λα μπ-χ-κ λα λα χα!» που θα σήμαινε θαρρώ κάτι το παρεμφερές με τα δικά μου (ακατάλληλα) ελληνικά, που ξεφώνιζα κι εγώ μέσα στον ακατάβλητo αγώνα προς την ελευθερία.
Δεν ξέρω πώς, εκατοστό-το-εκατοστό, σπρώξε-τράβα, κράξε-σκούξε, σε μία στιγμή έφτασα την θύρα. Με ένα ξέφρενο αλαλητό, έδωσα μία τελευταία προσβολή να περάσω και από εκείνο το ανθρωπομάνι που ακόμη μαχόταν για την είσοδό του από την αποβάθρα, και ευρέθηκα, παλάμες επί γονάτων, σε ανοιχτό χώρο να συνεφέρω τα πνευμόνια και την καρδιά μου. Σήκωσα το βλέμμα και ξάνοιξα αναγύρω μού κατά μήκος της αποβάθρας. Η μάχη καλά κρατούσε ακόμη σε κάθε βαγόνι. Άνθρωποι και μεγάφωνα αλυχτούσαν απ’-άκρη-σ’-άκρη του σταθμού, ξεσηκώνοντας μία ασύλληπτη φασαρία. Εν μέσω αυτού του απίστευτου, εν πλήρει αταξία συρφετού ανθρώπων και πληροφοριών, κίνησα να διαφύγω από τον σταθμό. Και έπιασε το βλέμμα μου αστραπιαία σε μία ταμπέλα: Welcome to Cairo.
Ποια πόλη! Κατά τα εκτενή μου ταξίδια, έχω τύχει να ευρεθώ σε πόλεις και πόλεις. Αλλά εάν έπρεπε να δώσω σε μία εξ αυτών τον τίτλο της πιο χαοτικής, δεν θα μπορούσε να τον άξιζε άλλη παρά το Κάιρο. Κατά τις ημέρες της εκεί παραμονής μου υποχρεώθηκα να μετεξετάσω τις απόψεις μου ως προς το τι εστί μία άτακτη πόλη, και να επαναθεωρήσω την Αθήνα ως μία οργανωμένη και ήσυχη πολιτεία. Να τι γίνεται όταν είκοσι εκατομμύρια άνθρωποι συνωστίζονται ρεμπέλικα σε ένα στενό κομμάτι γης παρά τις όχθες ενός ποταμού στην μέση της ερήμου…
Αισθάνομαι ιδιαιτέρως τυχερός που δεν χρειάστηκε να οδηγήσω όχημα στο Κάιρο. Μόνο που τους έβλεπα τους κακομοίρηδες τους οδηγούς, παγιδευμένους εντός της λαμαρίνας, μέσα στην σκόνη, το καυσαέριο, και την ηχορύπανση, να μάχονται για λίγα εκατοστά ασφάλτου υπό το ζεματιστό ηλιοκοπάνημα της Σαχάρας, μού πονούσε η ψυχή. Ωστόσο δεν ήταν δα και πολύ καλύτερα να περπατάς. Κάθε που έπρεπε να διασχίσω μία από τις ακαταμέτρητες, έξαλλες οδικές αρτηρίες της πόλης, ένιωθα κάτι ως ήρωας ηλεκτρονικού παιχνιδιού του ’80· με την διαφορά ότι δεν διακυβευόταν ένα game over στην ασπρόμαυρη οθόνη, αλλά η ζωή μου η ίδια.
Κάποιες από τις λεωφόρους είχαν έως και πέντε ή έξι λωρίδες κυκλοφορίας ανά ρεύμα. Και τα αυτοκίνητα ανέπτυσσαν ταχύτητες υπερβαίνουσες τα 100 χιλιόμετρα την ώρα. Φανάρια και διαβάσεις δεν θυμάμαι να είδα πουθενά· εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων που τα είδα απλά να υπάρχουν, χωρίς να λειτουργούν. Ο άγραφος μεν, ισχύων δε, κώδικας οδικής κυκλοφορίας λέει: προτεραιότητα έχει ο πιο μάγκας. Το εάν έρχεσαι αποδεξιά ή απαριστερά· από λεωφόρο, σοκάκι, ή πεζόδρομο· το εάν οδηγάς τριαξονικό ή ποδήλατο… είναι όλα απολύτως άσχετα.
Στέκεσαι, που λες το λοιπόν, στην άκρη του δρόμου, βλέπει ο διερχόμενος σφαίρα οδηγός την πρόθεσή σου να περάσεις, και δίνει κιάλλο γκάζι. Εάν κωλώσεις, την πάτησες· εκεί θα μείνεις μέχρι αύριο. Πετάγεσαι έτσι μπροστά τού με θράσος, αναγκάζοντάς τον εν ανάγκη να φρενάρει, και σταματάς στην διαχωριστική γραμμή, προσέχοντας την αδιάλειπτη κυκλοφορία να σού περνάει ξυστά σε μεγάλες ταχύτητες απομπρός και αποπίσω. Σε αυτό το σημείο, εάν είσαι πιστός, και λίγη προσευχή δεν βλάπτει. Έτσι, λωρίδα-λωρίδα, ανοίγεις τον δρόμο σου προς το αντίπερα πεζοδρόμιο. Εάν, τώρα, είσαι φρέσκος και λίγο ψαρωμένος, το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να περιμένεις κάποιον ντόπιο πεζό και να διασχίσεις τον δρόμο ακολουθώντας τους ελιγμούς του.
Η πεζή κυκλοφορία πάλι, δεν είναι διόλου αραιότερη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ευρέθηκα ξανά στην ίδια κατάσταση, όπως και κατά την έξοδό μου από το τρένο, σε διάφορους πεζοδρομίσκους ή παζάρια. Περπατώντας τριγύρω σε αυτήν την πόλη, πρέπει κανείς να είναι έτοιμος να έλθει σε πολύ στενές επαφές με τους Καϊριώτες.
Η γενική βαβούρα, επίσης, ανά όλη την πόλη, είναι ασυγκρίτως άνευ προηγουμένου. Οι Άραβες, ως γνωστόν, είναι φωνακλάδες άνθρωποι· και όταν προσέτι έχεις και τόσους πολλούς συναθροισμένους… φαντάσου τι γίνεται! Είτε βγαίνουν να κουβεντιάσουν με τον γείτονα από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, είτε διατελαλίζουν πραμμάτειες με σκέτο στόμα ή τηλεβόα, είτε ψάλλουν από ψηλούς μιναρέδες μέσω πολυβάττων μεγαφώνων… βάζουν πάντοτε τα δυνατά των στα λαρύγγια των.
Το χειρότερο το πέτυχα εκεί που βόλταρα μία νύχτα, και το βήμα μου με οδήγησε στην νειλωτική όχθη. Μία δολιχή προβλήτα ήταν κατειλημμένη από εκατοντάδες, αραγμένα σε στενή παράταξη σκάφη, που λειτουργούσαν ως κάτι σαν τσαγάδικα-κλαμπ. Ζήτημα εάν είχε μία μικρή παρέα πελατών ένα στα είκοσι. Όλα όμως ήταν στολισμένα ως τα μπούνια με χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια και λάμπες νέον. Και το καθέν έφερε μία ογκώδη συστοιχία ηχείων που έπαιζαν στην διαπασών… τι μουσική… δεν ξέρω· αδύνατο να ξεχωρίσεις. Συνετίθεντο όλα μαζί σε έναν συνεχή, ανώμαλο, εκκωφαντικό βόμβο που εξαπλωνόταν σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Απορώ πόσο το χρέωναν το τσάι για να τα βγάλουν πέρα με τον λογαριασμό του ρεύματος.
Οι συγκοινωνίες εντός της μητροπολιτικής περιοχής ήταν δαιδαλώδεις και ιδιαιτέρως περιπετειώδεις. Οιαδήποτε μετακίνηση να ήθελα να πράξω απαιτούσε εντελή προμελέτη και σιδηράν υπομονή. Όπως εκείνη την φορά που χρειάστηκε να μεταβώ στην 6η Οκτωβρίου για κάποια υπόθεση ― Η 6η Οκτωβρίου είναι μία από τις πολλές μανιταροπόλεις που έχουν ξεφυτρώσει στην μέση της ερήμου, ανά την περιφέρεια του Καΐρου, όπως εξυπηρετήσουν τις διαρκώς εξογκούμενες στεγαστικές ανάγκες της μεγαλουπόλεως· και φαντάζουν σαν να παλεύουν άπαυτα μην τις καταπιεί η άμμος. Μία ώρα δουλειά είχα να κάνω εκειπέρα, μία ολόκληρη μέρα σπατάλησα στο πήγαιν’-έλα· μετεπιβιβαζόμενος από τρένα σε λεωφορεία σαν μπαλάκι.
Ο λαός του Καΐρου τώρα, παρά το χαώδες της καθημερινότητάς του, κατά τρόπον τινά αξιοθαύμαστο, διατηρεί διάθεση ιδιαιτέρως ευχάριστη. Εκτός, φυσικά, από εκείνο το σινάφι κραχτών που συναθροίζεται γύρω από τα αξιοθέατα, τους Καϊριώτες τους βρήκα εν γένει ευάρεστους και πολύ ευγενικούς ανθρώπους· υπερβολικά, μάλιστα, κάποιες φορές. Όπως στην φάση εκείνη που ήθελα κάπου να πάω και γύρευα συγκοινωνία ρωτώντας. Ήταν τότε εκείνος ο τυπάκος, ο Φάντι, που χωρίς να μιλάει ή να νοεί γρυ αγγλικά, με συνόδευσε καθ’ όλον τον δίωρο περίπου δρόμο άχρι του προορισμού μου, και με σθεναρή επιμονή, δεν με άφησε καν να πληρώσω τα εισιτήριά μου. Ή στην άλλη φάση, που πήγα σε ένα φαγητάδικο σε μία απόμερη γειτονιά τού Νέου Καΐρου, και το αφεντικό δεν μού πήρε λεφτά μόνο-και-μόνο διότι ήμουν ξένος.