Μία εβδομάδα χρειάστηκε τελικά να παραμείνω στην Ζιμπάμπουε μέχρι να μπορέσω να ξεκολλήσω. Εγκαταστάθηκα σε ένα μπακπακεράδικο πανδοχείο. Ήταν ένα μικρό συγκρότημα κοιτώνων, χτισμένο εντός μίας ωραίας, περιτοιχισμένης, δενδρόφυτης αυλής, που συν τοις άλλοις εμπεριείχε ένα καφέ-μπαρ, ένα φαγάδικο, και μία μικρή πισίνα.
Τα πρωινά, η ήσυχη αυτή αυλή προσφερόταν για νωχελικές ώρες στην ξαπλώστρα με τον φραπέ ανά χείρας ― τον οποίον εννοείται παρασκεύαζα μόνος μου· μιάς-και δεν μπορούσες να περιμένεις να γνωρίζει κανείς εκειπέρα τι είναι ο φραπές ― και περιοδικές βουτιές στην πισίνα· την οποία κάποια Εκαλιώτισσα δεσποινιδούλα θα χαρακτήριζε ως σιχαμάρα· εγώ προσωπικά, ως όχι και τόσο καθαρή. Όπως-και-νά-‘χει πάντως, ήταν ομολογουμένως ένα υπερπολύτιμο δροσιστικό καταφύγιο από την κουφόβραση που επικρατούσε τις μεσημεριανές ώρες.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Τα βράδια η αυλή μετετρέπετο σε κέντρο τρελής διασκέδασης και ξεφαντώματος μέχρι τα μεταμεσάνυχτα. Στο φαιδρό αυτό γλέντι ο καθείς ένοικος ήταν υποχρεωμένος να συμμετάσχει κάθε βράδυ ανελλιπώς ― εκτός εάν προέκειτο περί κάποιου τελείως αναίσθητου, που μπορούσε να κοιμηθεί με την δυνατή μουσική που έκανε τις κλίνες και τους τοίχους των δωματίων να τρίζουν.
Εκτός από τους ξένους ενοίκους, στο πανδοχείο σύχναζαν και πολλοί ντόπιοι. Οι πλειονότητα αυτών απετελείτο από δανδήδες και επίδοξες νύφες, που επιστρατεύοντας κάλλη και ερωτιλίκι, ήλπιζαν στην επίτευξη ενός υστερόβουλου γάμου με κάποιον κουτούτσικο ξένο, που θα τα τών εξασφάλιζε το πολυπόθητο εισιτήριο εξόδου από αυτήν την πολύπαθη χώρα. Οι υπόλοιποι θα ήταν επίδοξοι ξεναγοί, πελατοκυνηγοί, και διάφοροι άλλοι εξυπηρετησιοδότες.
Διάφορους μυστήριους τύπους και τύπισσες είχα την ευκαιρία να γνωρίσω μέσα σε αυτό το σινάφι. Ένας εξ αυτών που μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ο Καουμπόης. Ένα από εκείνα τα βράδια, καθόμασταν σε ένα από τα τραπέζια της αυλής με εκείνη την νέα Βραζιλιάνα φίλη μου, και ενετρυφούσαμε στην καθιερωμένη μας βραδινή ζυθοποσία. Σε κάποια φάση, είδαμε από πέρα έναν σουρωμένο τύπο ― πολύ πιο σουρωμένο από εμάς ― να μας σιμώνει τρικλίζοντας.
«Hi! I’m cowboy. May I sit with you?» μάς είπε όταν τελικά κατάφερε να μας φτάσει, και αφού στηρίχθηκε στο τραπέζι για να μην σωριαστεί χάμω.
«Do sit, please» τού είπα, και του έτεινα μία χείρα βοηθείας όπως εύρει τον δρόμο προς την καρέκλα με τον πισινό του.
«What’s your name man?» τον ρώτησε η φίλη αφού είχε καθίσει.
«My name is Cowboy!» απεκρίθη, δίνοντας μία στομφώδη έμφαση στην λέξη και υπερτονίζοντας την πρώτη συλλαβή.
«Come on man!» τού αντέτεινε η Βραζιλιάνα. «I see you look like a cowboy, but you must have a real name, don’t you?»
«My name is Cowboy!» επανέλαβε με τον ίδιο απαράλλακτο στόμφο. «Everybody in this town knows who Cowboy is!»
«Okey then…Cowboy» τού είπε κι αυτή, προσπαθώντας να μιμηθεί την προφορά του με τρόπο που με έκανε να ξεκαρδιστώ. «What’s up? Nice outfit, by the way…»
Σαν να συνήλθε μονομιάς από το μεθύσι ο Καουμπόης, πήρε να επιδεικνύει όλο-καμάρι τα κυνηγετικά τρόπαια που φορούσε: ένα περιδέραιο με τον κυνόδοντα ενός λιονταριού, ένα περικάρπιο από δέρμα καμηλοπάρδαλης, ζώνη από δέρμα ιπποποτάμου, σπιρουνάτες μπότες από δέρμα κροκοδείλου, και βεβαίως το καουμπόικο καπέλο από δέρμα βουβάλου…
«I killed them all myself!» κατέληξε καυχησιολογώντας όταν μάς τα είχε επιδείξει πια όλα. «I’m the best hunter in town!» συνέχισε, εξηγώντας μάς επίσης το πώς ηγείται αποστολών, Αμερικανών και Ρώσων κυρίως, ματσωμένων ηλιθίων, που πληρώνουν δεκάδες χιλιάδες δολάρια για να σκοτώσουν κάποιο δύσμοιρο άγριο ζώο, δίχως καν να δικαιούνται να το κρατήσουν για να το φάνε ή να το βαλσαμώσουν· αλλά μόνο-και-μόνο για να το σκοτώσουν.
«How did you kill them Cowboy?» τον ρώτησα.
«But with a rifle of course!» απεκρίθη.
«Νah, you are not a good hunter, Cowboy! Good hunters do not use guns. In my village hunters strangle the lions with their bare hands. If somebody was to hunt by gun there, he would be no more than a subject of mockery for the whole village and its surroundings…» Έτσι τού είπα, παλεύοντας να μην σκάσω στα γέλια και να διατηρήσω τον τόνο μου το δυνατόν καταφρονητικότερο. Η νοημοσύνη του τύπου δεν ξεπερνούσε τελικά το όριο εκείνο που θα χρειαζόταν για να καταλάβει πως τον δουλεύω ψιλό γαζί. Έτσι και έλαβε την επίπληξή μου κατάκαρδα, και έμεινε εκεί σιωπηλός και μαζεμένος, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος με το κεφάλι γερμένο πάνω στο τραπέζι.
Όλο εκείνο το σιναφολόι που συναθροιζόταν κάθε βράδυ στο πανδοχείο απετελείτο από τα μέλη του ευρύτερου ευνοημένου κύκλου της νεποτιστικής πολιτικής του επί τριακονταπενταετίας πανίσχυρου προέδρου Μουγκάμπε. Τα μέλη της μη-προνομιούχας, συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού της πόλης ήταν έξω από εκείνο το ψηλό τείχος του πανδοχείου, και υπό αθλιοτάτες συνθήκες, αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν.
Κάθε φορά που ― αφού φώναζα τον φρουρό να μού ανοίξει την κλειδαμπαρωμένη σιδεροπύλη ― εξερχόμουν του πανδοχείου, δεν έπαιρνε περισσότερο από λίγα βήματα, και ένα τσούρμο από εξαθλιωμένους, ρακένδυτους τύπους με είχαν περιστοιχίσει. Επέμεναν, όλοι μαζί και ο καθένας ανεξάρτητα του άλλου, να μού προσφέρουν οποιαδήποτε από μία ποικίλη γκάμα υπηρεσιών, που ξεκινούσε από συνάλλαγμα και ξεναγήσεις, και έφτανε σε πουτάνες και κόκα. Αφού, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τους έπειθες ότι δεν χρειάζεσαι τίποτε, θα συνέχιζαν να επαιτούν προς οτιδήποτε διατίθεσαι να δώσεις· από το ελάχιστο κέρμα, μέχρι ένα υαλομπούκαλο ή μία μπαταρία.
Ενός ξυπόλυτου από αυτούς τους τύπους, τού έδωσα τελικά τα παλιά μου, ξεχαρβαλωμένα ορειβατικά παπούτσια ― το τρίτο ζευγάρι που κουβαλούσα, πλην των αναρριχητικών και των καινούργιων ορειβατικών. Μού έβαλε την ιδέα αυτός, όταν μέσα στο γενικότερο διακόνεμα, με ρώτησε εάν έχω τίποτε παλιά ρούχα. Το μυαλό μου πήγε με-την-μία στα παπούτσια εκείνα, που είχα ήδη σκεφτεί να τα ξεφορτωθώ. Τού είπα να περάσει το επόμενο μεσημέρι από το πανδοχείο. Δώδεκα παρά κάτι δευτερόλεπτα την επομένη, τον άκουσα να κράζει το όνομά μου πίσω από τον φράχτη. Κάθε μέρα τον έβλεπα ύστερα να φοράει με καμάρι τα νέα του υποδήματα. Ήταν σίγουρα ο μοναδικός τύπος σε όλη την πόλη που είχε ορειβατικά παπούτσια.
Η οικονομία ήταν καταρρεύσασα. Κυκλοφορούσαν κάποια ντόπια χαρτονομίσματα με μπόλικα μηδενικά να κάνουν ουρά στην αξία του καθενός· και θα χρειαζόσουν κάμποσα από δαύτα για να αγοράσεις ένα αναψυκτικό. Εγώ δεν μπήκα καν στον κόπο να κάνω συνάλλαγμα· μιάς-και όλοι μετά μεγάλης των χαράς θα προτιμούσαν οτιδήποτε άλλο παρά το τοπικό νόμισμα· από δολάρια και ευρώ, μέχρι ράντια και πούλα, ή κυριολεκτικά οτιδήποτε άλλο, έστω και αν δεν γνώριζαν καθόλου την χώρα προέλευσής του.
Με πολλούς ντόπιους είχα την ευκαιρία να συγχρωτιστώ στις καθημερινές μου βόλτες ανά τις διάφορες γειτονιές της πόλης. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι με ελάχιστους εξ αυτών οι συναναστροφές αυτές μπόρεσαν να καταδυθούν, έστω και κατ’ ολίγον, κάτω από την επιφάνεια. Τους βρήκα εν γένει ιδιαίτερα επιφυλακτικούς απέναντί μού ― ως ξένο και λευκό. Πράγμα κατανοητότατο εάν αναλογιστεί κανείς το μακροχρόνιο ιστορικό λευκής καταπίεσης που έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι, σε συνδυασμό με την ακραία αντιλευκή πολιτική και ρητορική του καθεστώτος που αντικατέστησε την λευκοκρατία. Παρότι επιφυλακτικοί ωστόσο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν είχαν επιθετικές διαθέσεις απέναντί μού. Απλά, όσο και να προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί τών, μού έδιναν πάντοτε την εντύπωση ότι για αυτούς δεν ήμουν παρά άλλο ένα λευκόδερμο κινητό πορτοφόλι.
Καμπόσους, της ευκαιρίας δοθείσης, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και ώτα, τών ζήτησα να μού εκθέσουν την γνώμη των περί του προέδρου και του κυβερνώντος καθεστώτος των. Όλοι θα μού έλεγαν κάτι του τύπου: «Ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε είναι ο μεγάλος μας ηγέτης που μας απελευθέρωσε από τον λευκό ζυγό! Είναι ο πατέρας του έθνους που αφιέρωσε την ζωή του στον καταπιεσμένο λαό της Ζιμπάμπουε! Είναι ήρωας! Είθε ο Θεός να τού χαρίσει χίλια χρόνια!» Όλα αυτά τα πρόφεραν όμως με φωνή τρεμάμενη και κατάψυχρη. Τα περιδεή των μάτια έλεγαν ξεκάθαρα: «Άντε! Θα ψοφήσει ποτέ ο κωλόγερος; Ή θα μας θάψει όλους στο τέλος;»
Ένας μόνο ήταν ο τύπος εκείνος που κατάφερα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του. Ο Ακασίνγκα ήταν ένας φαφούτης, πενηντάρης τύπος που λημέριαζε τα βράδια στο πανδοχείο. Ποτέ δεν τον έβλεπες να προσμειγνύεται στο υπόλοιπο λεφούσι. Καθόταν πάντοτε μονάχος σε μία σκοτεινή γωνιά της αυλής, κοντά στον τοίχο. Η καύτρα του τσιγάρου του, που λαμπύριζε μέσα στο σκοτάδι, μού δήλωνε την παρουσία του όταν ήταν εκεί. Κάμποσα μέτρα πιο μπροστά από την γωνιά του, στο φως, είχε μονίμως στημένο έναν πάγκο, όπου εξέθετε τα τεχνουργήματά του σε υποψηφίους αγοραστές.
Ο τύπος αυτός έφτιαχνε κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες κατασκευές. Χρησιμοποιούσε χαρτόνι, υφάσματα, τενεκέδια, και μία μεγάλη ποικιλία άλλων υλικών που εύρισκε στα σκουπίδια· τα οποία μεταμόρφωνε σε κάτι σαν ένα αυτοματοποιημένο κουκλοθέατρο. Με ένα πολύπλοκο σύστημα καμωμένων αποκλειστικά από σύρμα, αποληγόντων σε μανέλες αξόνων και στροφάλων, κρυμμένων μέσα στην βάση της μακέτας, έδινε ζωή στους κουκλοχαρακτήρες του. Αυτοί δούλευαν, χόρευαν, και έκαναν διάφορα τρελά· όπως ένας εξ αυτών που έκανε έρωτα στα-τέσσερα σε έναν άλλον. «Ο όρθιος είναι ο Μουγκάμπε. Ο σκυφτός είναι ο λαός της Ζιμπάμπουε» μού επεξήγησε ο Ακασίνγκα.
Κάθε βράδυ επισκεπτόμουν τον τύπο αυτόν στην γωνίτσα του. Και ενώ καπνίζαμε χόρτο, καταπιανόμασταν με διάφορες ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Άφοβα μού εξιστορούσε διάφορα απίστευτα περιστατικά κτηνωδίας με πρωταγωνιστή την τρομοκρατική καθεστηκυία τάξη της χώρας. Σε κάποια εξ αυτών, το θύμα ήταν ο ίδιος. Παρότι ήδη γνώριζα πως ο άνθρωπος είναι εν γένει ικανός για τις πιο αποτρόπαιες των πράξεων, οφείλω να ομολογήσω πως έφριξα να γρικώ τις ιστορίες του.
Ωστόσο δεν συζητούσαμε μόνο περί μακαβρίων θεμάτων ― η ζωή γενικά δεν έχει ποτέ μία μόνο όψη. Μού διηγήθηκε, για παράδειγμα, την ιστορία του πώς ένας Αμερικανός τουρίστας, πριν από λίγα χρόνια, είχε αγοράσει ένα από τα κουκλοθέατρά του έναντι ενός αντιτίμου που ήρκεσε για την αγορά του ολοκαίνουργιου Hyundai i10 που πλέον αποτελούσε το τροχοφόρο σπιτικό του.
Μία νύχτα με προσκάλεσε στο σπιτικό του για να βγούμε με αυτό μία τσάρκα που αποκάλεσε city safari. Την νύχτα δεν θεωρείται ιδιαίτερα ασφαλές το να περπατάς σε αυτήν την πόλη· όχι λόγω εγκληματικότητας, αλλά λόγω των αγρίων ζώων που παίρνουν τον έλεγχο των δρόμων όταν κοιμούνται οι άνθρωποι και οι μπαμπουίνοι, που είναι οι φυσικοί, ημερήσιοι κάτοικοι της πόλης. Είδαμε σε μία φάση έναν ελέφαντα να περιδιαβαίνει εντός του χώρου στάθμευσης ενός καταστήματος. Πετύχαμε ένα μεγάλο κοπάδι βουβάλων να διατρέχουν τον κεντρικό δρόμο της πόλης. Αυτή η πολίχνη ήταν πραγματικά χτισμένη εν μέσω μίας περιοχής όπου η μη-νοήμων ζωή έχει ακόμη το πάνω χέρι.
Ένα απόγευμα έκοβα βόλτες σε μία παραγκογειτονιά με το ποδήλατο που είχα ενοικιάσει από το πανδοχείο. Υπέπεσε τότε στην αντίληψή μου κάποιος τυπάς που μού έγνεφε και φώναζε το όνομά μου από μακριά. Πλησίασα στην άκρη του δρόμου όπου στεκόταν, και είδα ότι προέκειτο περί ενός θαμώνα του πανδοχείου που είχα γνωρίσει μία από τις προηγούμενες ημέρες.
Έκανα στάση και πιάσαμε την κουβέντα. Εκεί, μαζί τού, ήταν και μία χαριτωμένη, βεργολυγερή πιτσιρίκα. Τής πρότεινα να περάσω να την πάρω μετά από μία ώρα να βγούμε βόλτα. Μολονότι επιφυλακτική και ντροπαλή, τελικά δέχθηκε.
Μετά από τρεις-τέσσερις ώρες, είχα ευρεθεί, με αυτήν αποδίπλα, ιδρωμένος να ανάβω ένα τσιγάρο, με τη ράχη μου στηριγμένη στην πλάτη ενός κρεβατιού. Αυτή, μέχρι και πριν από λίγο, είχε παραμείνει ολιγομίλητη και συνεσταλμένη. Άκρως με εξέπληξε όταν ― χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιο σημάδι ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί ― ξέσπασε σε μία ξέφρενη έκρηξη χαράς. Άρχισε να χοροπηδάει πάνω-κάτω στο κρεβάτι, και να προφέρει διάφορα ασυνάρτητα. Αφού την ηρέμησα και την ρώτησα «τι συμβαίνει;», μού είπε: «I’m so happy! I can’t believe it’s true… It’s my first time lying with a white man… You know, when I was little, my dream was to get married to a white man!»
Ομολογώ πως με έκανε να αισθανθώ λιγουλάκι αμήχανα. Δεν ανέμενα τοιαύτη αντίδραση. Ωστόσο, και αυτή νομίζω το κατανοούσε πλήρως πως δεν θα παντρευόμασταν. Το γνώριζε πως μάλλον ουδεπώποτε δεν θα ξαναβλεπόμασταν· πως θα έφευγα το επόμενο πρωί και δεν θα ξαναγύριζα. Η ώρα είχε πάει ήδη αργά. Σε λίγες ώρες θα αναχωρούσα. Την συνόδευσα μέχρι σπίτι, την αποχαιρέτησα, και την άφησα εκεί χαρούμενη. Χαρούμενος κι εγώ, κίνησα στον δρόμο μου.
Νύχτα μαύρη και νεκροσιγαλέα ήταν που, όντας σκνίπα, διάβαινα τους αφώτιστους και παντέρμους δρόμους των Vic Falls· έχοντας τα μάτια μου δεκατέσσερα, μην πέσω πάνω σε καναν-βούβαλο, ελέφαντα, ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να περιφερόταν εκεί τριγύρω τέτοια ώρα και δεν θα ήθελα να συναπαντηθούμε.
Λίγες ώρες προ του ξημερώματος έφτασα τελικά στο πανδοχείο. Αφού είχα επιμείνει για κάμποση ώρα να κουρταλώ την σιδεροπύλη, μέχρι να ξυπνήσει ο φρουρός, κατάφερα και εισήλθα. Τού παρήγγειλα να μού κανονίσει ένα ταξί κατά την αυγή, πήγα και θημώνιασα στα-γρήγορα τις αποσκευές μου, και βγήκα να περιμένω στην φρεσκάερη αυλή.
Με την πρώτη ματιά η αυλή μού είχε φανεί τελείως έρημη. Ωστόσο, μετά από λίγο έσκασαν μύτη τα δύο εκείνα μορτάκια, που ήταν κάπου καβατζωμένα και την έπιναν. Ήταν δύο Ζιμπαμπουανοί πιτσιρίκοι, ένας μαύρος και ένας λευκός, κολλητοί από το Μπουλαουάγιο: την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Είχαν έλθει εκείθεν παρέα και είχαν εύρει κατάλυμα σε αυτό πανδοχείο. Δούλευαν εκεί ως μπαρίστες και κοιμούνταν σε μία σκηνή στην αυλή. Πολύ καλά παιδιά, και πολύ καλοί μουσικοί επίσης. Ξεθηκώσαμε τις κιθάρες, ξεταπώσαμε από μία μπύρα ο καθείς, στρίψαμε και έναν μπάφο, και μείναμε εκεί να τζαμάρουμε παραπονιάρικα μπλουζ· μέχρι που ένα φάλτσο, βραχνό σούρισμα παρεμβλήθηκε στα ακόρντα. Ήταν ο ταρίφας που μού κόρναρε έξω από την πύλη.
Αποχαιρέτησα τα παιδιά και βγήκα έξω. «To the border» έκανα τού ταρίφα, αφού είχα πετάξει τα πράγματά μου στο πορτμπαγκάζι και μπήκα και ο ίδιος μέσα στο αμάξι. Είκοσι περίπου λεπτά μετά, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, είχαμε φτάσει μπροστά στο συνοριακό φυλάκιο· ακριβώς την στιγμή που ο ουρανός άρχιζε να χαράζει πίσω από την δενδροσυστάδα στην ανατολική μεριά του δρόμου.
Στην άκρη του δρόμου ήταν σταθμευμένο ένα λεωφορείο. Κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται γύρω τού. Αυτό θα ήταν το πρώτο από μία σειρά τρελών λεωφορείων των τοπικών αφρικανικών συγκοινωνιών, που έμελλε στο εξής να χρησιμοποιήσω όπως περατώσω την μακρά μου πορεία προς τον βορρά. Το συγκεκριμένο αυτό λεωφορείο πραγματοποιούσε ένα δρομολόγιο που συνέδεε απευθείας την Ζιμπάμπουε με το κοντινότερο μείζον λιμάνι: την ευρισκόμενη στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού, μεγαλύτερη πόλη της Τανζανίας, Νταρ Ες Σαλάμ (ελληνιστί: κατοικία της ειρήνης). Το λεωφορείο αυτό, εκτός από μεταφορικό μέσο, μού χρησίμευσε επίσης και ως μία πολύ αποτελεσματική δοκιμασία νεύρων και υπομονής. Μετά από αυτό, κανένα άλλο ταξίδι με λεωφορείο δεν θα μού φαινόταν πλέον μακρύ· μιάς-και κανένα δεν θα προσέγγιζε τις σαρανταπέντε ώρες που αυτό θα χρειαζόταν για να διανύσει τα δυόμισι χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι τον προορισμό του.
Φορτώσαμε όλοι τις αποσκευές μας στο όχημα, περάσαμε τον έλεγχο διαβατηρίων και το τελωνείο της Ζιμπάμπουε, και πιάσαμε τις θέσεις μας. Λίγα μόλις μέτρα μετά, διασχίζαμε εκείνη την υπεραιωνόβια, βρετανική σιδερένια γέφυρα, που υπό την θέα του λυσσομανούντος καταρράκτη στα αριστερά, μάς οδήγησε από την μία μεριά της χαράδρας στην άλλη· από την νότια στην βόρεια Ροδεσία. Ένα ακόμη συνοριακό φυλάκιο ευρισκόταν μπροστά μάς: εκείνο της Ζάμπιας. Αφού περάσαμε και αυτόν τον έλεγχο, άρχισε το όχημα να κινείται ολοταχώς στον ασφαλτόδρομο που διέσχιζε τα απέραντα λιβάδια της περιοχής. Εγώ, άυπνος και εξαντλημένος καθώς ήμουν, έγειρα το κεφάλι στο κάθισμα και ξεράθηκα στον ύπνο.