Εξού και βεβαίως σκόπευα να εξερευνήσω και την τρίτη διάσταση της Αφρικής σε κάθε ευκαιρία. Υψηλά βουνά πολλά με περίμεναν να τα επισκεφτώ στο διάβα μου. Δεν θα μπορούσα να τών χαλάσω το χατίρι. Θα ήταν αγένεια.
Η πρώτη μου εξόρμηση προς τον άνω κόσμο δεν άργησε, φυσικά. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που θα ονόμαζε κανείς βουνό· δεν ήταν παρά ένας λόφος στην ουσία. Ήταν ωστόσο ό,τι-πρέπει για να προσφέρει μία μοναδική, αξέχαστη εμπειρία. Ήταν η λεγόμενη Λεοντοκεφαλή (Lion’s Head): ένας τεράστιος βράχος που αναδύεται απευθείας έξω από τον ωκεανό, και υψώνεται για 669 μέτρα, καταλαμβάνοντας μία επιβλέπουσα θέση πάνω από την νοτιοαφρικανική πολιτεία. Ήταν ορατός από το πανδοχείο όπου διέμενα, και μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά. Δεν απαιτούσε βεβαίως κανέναν ιδιαίτερο σχεδιασμό. Έτσι και ένα απόγευμα, με μία νέα μου φίλη εκ Λατινικής Αμερικής, αφήναμε το πανδοχείο με προορισμό την κορυφή του.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Είχαμε αρχίσει να ανηφορίζουμε τις οδούς του Green Point, αναζητώντας διέλευση προς τα όρια της κατοικημένης περιοχής, όπου θα μπορούσαμε να πάρουμε την ανάβαση προς τον λόφο. Τότε τα μελανά σύννεφα που είχαν συγκεντρωθεί αποπάνω άρχισαν να απελευθερώνουν ψιχάλες, απειλώντας να ξεσπάσουν σε μία από αυτές τις βαριές καλοκαιρινές μπόρες που συχνά επισυμβαίνουν σε αυτόν τον τόπο. Απτόητοι συνεχίσαμε να ελισσόμαστε ανάμεσα στις πολυτελείς επαύλεις των ευνοημένων κατοίκων της περιοχής, ώσπου αφήσαμε πίσω μάς τα τελευταία σπίτια, και αρχίσαμε να αναρριχόμαστε στην βραχώδη και θαμνώδη πλαγιά του Σηματολόφου.
Σύντομα απαντήσαμε ένα μονοπάτι που ανέβαινε λοξά την δυτική πλαγιά του λόφου, και οδηγούσε καρφί προς την Λεοντοκεφαλή. Το ακολουθήσαμε. Για καλή μας συγκυρία, η καταιγίδα δεν ξέσπασε τελικά αποπάνω μάς. Τα σύννεφα απομακρύνθηκαν, και ο ήλιος έλαμψε τρανός άνωθέν μάς. Ανεβαίναμε το μονοπάτι γοργά-γοργά, χαζεύοντας αποκάτω τις δυτικές συνοικίες της πόλης, που όσο-πήγαινε φαίνονταν όλο-και μικρότερες· και τον αστράπτοντα ωκεανό, που όσο-πήγαινε φαινόταν όλο-και μεγαλύτερος.
Φτάσαμε στο διάσελο που χώριζε τους δύο λόφους. Σε αυτό το σημείο η θέα προς την ανατολή κατέστη πλέον ορατή. Μόνο τότε συνειδητοποίησα το πραγματικό μέγεθος της πόλης, που εξετεινόταν ανατολικά προς το αχανές πέραν. Ένα κομψό πρασινοβαμμένο κτίριο που στεκόταν εκεί, στο διάσελο, μόνο και έρημο, μού κίνησε την προσοχή. Εξεπλάγην ιδιαίτερα όταν, γεμάτος περιέργεια, το πλησίασα και είδα ότι προέκειτο για ένα ισλαμικό μαυσωλείο· κάποιου ιμάμη νομίζω της μαλαϊκής κοινότητας, η οποία αποτελείται από απογόνους Ινδονησίων σκλάβων που οι Ολλανδοί μετέφεραν εκεί τον 17ο αιώνα. Πραγματικά, ήταν το τελευταίο πράγμα που θα περίμενα να συναντήσω πάνω σε έναν λόφο του Κέιπ Τάουν.
Μετά από μία βραχεία στάση για ανάπαυση, συνεχίσαμε προς την κορυφή. Η ατραπός ανέβαινε ελικοειδώς την περιφέρεια της κατάφυτης με φύμβους, κωνικής, γρανιτένιας βάσης του λόφου. Σχεδόν δύο στροφές ολόκληρες την φέραμε, θαυμάζοντας την θέα που περιστρεφόταν μαζί μάς αποκάτω· από την ανατολή στην δύση, από την δύση στην ανατολή, και φτου κι από την αρχή. Δις περάσαμε από την υπήνεμη στην προσήνεμη πλευρά, όπου ο άνεμος φυσούσε πλέον τόσο δυνατά που με έκανε να πιστεύσω ότι αν είχα μία ομπρέλα ίσως και να πετούσα.
Τελικά φτάσαμε στην βάση εκείνου του γυμνού, μυτερού, αμμολίθινου βράχου που ήταν η κορυφή· του βράχου αυτού που σε κάποιους είχε φανεί σαν το κεφάλι ενός λιονταριού. Εμένα πάλι, μού έμοιασε περισσότερο με… έναν γυμνό, μυτερό βράχο. Το μονοπάτι συνέχιζε να ανεβαίνει απότομα προς την κορυφή του. Το ακολουθήσαμε, σε γενικές γραμμές ― μιάς-και σε κάποια σημεία ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον να αποκλίνουμε και να αυτοσχεδιάσουμε σκαρφαλώνοντας τους ψαμμιτοβράχους.
Όταν πια πατήσαμε την κορυφή, μετά από κάμποσες απολαυστικές ώρες πεζοπορίας, ο ήλιος θα ήθελε καμμια-ωρίτσα ακόμη πριν βουτήξει μέσα στον ωκεανό. Ελάχιστες πιστεύω είναι οι χαρές της ζωής που θα μπορούσε κανείς να συγκρίνει με την θέαση ενός ερατεινού ηλιοβασιλέματος. Και αυτό το ηλιοβασίλεμα που εν ολίγω έμελλε να θεαστούμε ήταν ομολογουμένως ένα από τα ομορφότερα που είχα ποτέ μαρτυρήσει.
Ενόσω περιμέναμε τον ήλιο να τερματίσει την σημερινή του διαδρομή, πήραμε να χαζεύουμε την απίστευτη θέα προς τους γύρω ορίζοντες: η πόλη αποπίσω, που λεπτό-με-το-λεπτό καταπλακωνόταν από την σκιά του λόφου εν του οποίου τη κορυφή ευρισκόμασταν· το Τραπεζοβούνι μπάστακας αποπάνω τής, καλυμμένο με αυτό το αλλοπρόσαλλο, αεικίνητο νέφος που το κάλυπτε κάθε βράδυ, και οι ντόπιοι αποκαλούσαν table cloth· τα απόκρημνα όρη που εξετείνονταν παραλλήλως της ακτογραμμής προς το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στο νότιο βάθος· και φυσικά, ο απέραντος ωκεανός.
Κάπου εκεί στο πέραν είναι και η Ανταρκτική, συλλογίστηκα, παλεύοντας να διακρίνω πού τελειώνει η θάλασσα και πού αρχίζει ο ουρανός, καθώς ατένιζα τον θολό ορίζοντα. Εάν κάποιος μού έδινε εκείνη την στιγμή μία ιπτάμενη μηχανή, χωρίς να διστάσω κατ’ ελάχιστον για την αξιοπιστία της, νομίζω θα ορμούσα γραμμή προς τον νότιο πόλο.
Έφερα στον νου μου τα ωκεάνια ρεύματα. Εκεί ήταν το νότιο ημισφαίριο. Οι ωκεανοί εκεί, εν αντιθέσει με το βόρειο, περιστρέφονται αντιωρολογιακά. Εν αντιθέσει με την Ευρώπη, που υποδέχεται τα θερμά ύδατα του Ρεύματος του Κόλπου στις δυτικές τις ακτές, στην νοτιοδυτική αφρικανική ακτή προσκρούει το ψυχρό Ρεύμα της Βεγκουέλας, προερχόμενο από τις ακτές της Ανταρκτικής και τα στενά του Μαγγελάνου. Ανεβαίνει μέχρι τον ισημερινό, και αλλάζει ρότα, για να κατέβει, θερμό πλέον, την βραζιλιάνικη ακτογραμμή προς τον νότο και πάλι. Το έβλεπα μπροστά μού νοητικά να κινείται. Σε μια στιγμή μπόρεσα να δω όλους τους ωκεανούς του πλανήτη να εκτελούν τον αρμονικό των χορό στην νόησή μου. Ποια κανονικότητα επικρατεί στην φύση! Ποιος τέλειος μηχανισμός η γη μας! Ποιος αρχιμάστορας να την επινόησε!
Τοιαύτα συλλογιζόμουν, μέχρι που ο ήλιος έφτασε σ’ εκείνη την θέση, που για λίγα μόνο λεπτά κάθε μέρα, σού επιτρέπει να τον κοιτάξεις κατάματα. Πήγα το λοιπόν και πήρα κι εγώ την θέση μου απέναντί τού. Την έπεσα οκλαδόν σε έναν απόμερο βράχο, κόλλησα το βλέμμα μου πάνω τού, και περίμενα να δω τι είχε να μού εκμυστηρευτεί την φορά εκείνη. Το στεφάνι του είχε αρχίσει να γλύφει τον ωκεανό, στην επιφάνεια του οποίου έλαμψε μία φωτεινή λωρίδα ως διάδρομος ανάμεσά μάς. Έμεινα να τον παρατηρώ πώς χαμήλωνε στον ουρανό, σπιθαμή-σπιθαμή, πιστός πάντοτε στον αέναο ρυθμό του.
Μέρος του είχε ήδη βυθιστεί πίσω από τον δυτικό ορίζοντα, όταν συνειδητοποίησα πως ασυνείδητα είχα αρχίσει να σιγοτραγουδάω κάποιους στίχους των Pink Floyd: «And you run, and you run, to catch up with the sun but it’s sinking…». Τι αδύναμος μπορεί να νιώσει φορές-φορές ο άνθρωπος, παρατηρώντας ανήμπορος ένα τέτοιο τραγικό θέαμα, μού πέρασε από το μυαλό, όταν πια η διάμετρος του ηλιακού δίσκου είχε ευθυγραμμιστεί με τον ορίζοντα. «…Racing around, to come up behind you again…». Αργά-αργά και βασανιστικά, ολοένα και μίκραινε το ορατό του τόξο πάνω από τον ορίζοντα, αναγκάζοντάς με να σκεφτώ: τι παράδοξο το πώς κάποιες τέτοιες στιγμές ο χρόνος ο ίδιος συρρικνώνεται! «…The sun is the same in a relative way, but you’re older…». Μία τέτοια στιγμή, ο χρόνος όλο-και συντήκεται· κι εκεί που νομίζεις, εκείνη ακριβώς την στιγμή που ο ορίζοντας εφάπτεται του ηλιοστεφάνου, ότι θα κάνει μπαμ, θα εκραγεί ο χρόνος όλος και θα εξισωθεί με την αιωνιότητα, την επομένη στιγμή μένεις να θωρείς τον άχρωμο ωκεανό και το κενό διάστημα αέρα στο σημείο που προ ολίγου μετηωρείτο μία τεράστια πύρινη σφαίρα. «…Shorter of breath and one day closer to death».
Στάθηκα όρθιος, και με μία ήδυμη μελαγχολία, πήρα για λίγο να αγναντεύω τα τυχερά σύννεφα που υπερίπταντο πάνω από τον ωκεανό, δεχόμενα ακόμη λίγο ηλιακό φως στις κατωμεριές των.
«Αρκετά με τις μαλακίες!» είπα στον εαυτό μου. Ήταν ώρα να κινήσουμε προς τα κάτω, εκμεταλλευόμενοι το απομένον λυκόφως. Κατεβήκαμε τον λόφο γοργά-γοργά, χαζεύοντας την ζωντανεύουσα πόλη, της οποίος ο τεχνητός φωτισμός είχε μόλις τεθεί σε ισχύ. Φτάσαμε ως το διάσελο, και αποφασίσαμε να πάρουμε τον δρόμο που κατέβαινε την ανατολική πλευρά προς το κέντρο· έτσι για την ποικιλία· να δούμε και τι παίζει εκεικάτω.
Δεν πήρε πολύ μέχρι που κάναμε περατζάδα στην ζωηρή Long Street. Ήταν η ώρα που άρχιζε να ζωντανεύει για-τα-καλά. Οι άνθρωποι εδώ παρήγαν ήχους με χιλίων-δυο λογιών μέσα: με τα λαρύγγια των φωνάζοντας· με τις γροθιές των χτυπώντας τις κόρνες των αυτοκινήτων των· με χέρια και με στόματα εξασκώντας το μεράκι των πάνω στα διάφορα μουσικά όργανα, οι ήχοι των οποίων ξεγλιστρούσαν έξω από τις πόρτες των διαφόρων μουσικάδικων. Άνθρωποι πολλοί, παντού, πήγαιναν πέρα-δώθε· ο καθείς καταπιασμένος με τα δικά του. Ένας θεός ξέρει τι μπορεί να ήταν στου καθενός το κεφάλι.
Είναι αξιοπρόσεκτο το πόσο παράξενος σού δοκεί αυτός, ο κάτω, ο ανθρώπινος κόσμος, όταν μόλις έχεις κατέβει από τον άλλον εκειπάνω. Ασχημότερος; Ομορφότερος;… Δεν ξέρω. Παράξενος πάντως σίγουρα.