Ξεμπαρκάραμε στο μικρό παρόχθιο ψαροχώρι που αποτελούσε την πηγή του φωτός. Λίγο ύστερα, σχεδόν μεσάνυχτα, ευρεθήκαμε στο μέρος εκείνο που ώρες ήδη ονειρευόμουν: μία ψαροταβέρνα. Το στομάχι μου, μετά από αυτή την ολοήμερη νηστεία, ευχαριστήθηκε δεόντως κατά την καταβρόχθιση εκείνων των δύο παχουλών, τραγανιστών, μοσχοβολάτων νειλωτικών ψαριών και των λοιπών εκλεπτυσμένων αραβικών μεζέδων που τα συνοδεύσαν.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Αυτό ήταν το θετικό. Αφότου, όμως, του αρχοντικού δείπνου τελεσθέντος, ξεκινήσαμε, συνέβη το αρνητικό που αναπόφευκτα ανέμενα σε κάποιο σημείο του ταξιδιού. Όταν νωρίτερα ανέφερα πως ο αλανιάρης ο Μοχάμεντ από την Ουαντιχάλφα μας είχε βοηθήσει την προηγουμένη να κλείσουμε εισιτήρια, παρέλειψα να επισημάνω πως τελικά δεν το έκανε και τόσο αποδοτικά. Εν ολίγοις, σκατά εισιτήρια έκλεισε. Όταν φτάσαμε το πρωί στον σταθμό, ανακαλύψαμε ότι δεν υπήρχε κράτηση. Έτσι, αφού διαπραγματευτήκαμε, μας έκοψαν τελικά εισιτήρια επί τόπου, γνωστοποιώντας μάς πως σε κάποιο σημείο θα μέναμε χωρίς καθίσματα. Και αυτό το σημείο ήταν αποκεί και στο εξής. Έπιασα το λοιπόν τα σκαλοπάτια της εξόδου και το έριξα σε έναν, άβολο μεν, βαθύ δε, ύπνο για το επόμενο τετράωρο που διήρκεσε το ταξίδι, έως ότου, σχεδόν πρωί πια, αφιχθήκαμε στο Ασουάν.
Παρά το περασμένο της ώρας, το κέντρο της πόλης έσφυζε από ζωή. Τα παγκάκια και τα πεζούλια ήταν πανταχού γεμάτα παρέες νεαρών που κουβεντιάζαν μεγαλοφώνως. Και τα καφενεία ήταν ακόμη ανοιχτά και γεμάτα με παρέες μεγαλυτέρων ατόμων που, κατά τα μεσοδιαστήματα ανάμεσα στις τσιμπουκιές, κουβεντιάζαν εξίσου μεγαλοφώνως.
Αφού περιπλανηθήκαμε κάμποση ώρα αναζητώντας, ευρήκαμε τελικά ένα φθηνό ξενοδοχείο, ανήκον σε μία οικογένεια Κοπτών, και εγκατασταθήκαμε σε ένα δωμάτιο στον πρώτο όροφο. Βγήκα στο μικρό μπαλκόνι του δωματίου και πήρα να καπνίσω ένα τελευταίο τσιγάρο, χαζεύοντας την πάντερμη μικρή οδό αποκάτω. Το ταξίδι εκείνης της ημέρας ήταν μακρύ και εξουθενωτικό. Αφού αποκάπνισα, κίνησα προς τα έσω και έριξα το βαρύ μου σώμα κατακρέβατα, σκοπεύοντας να μην σηκωθώ άχρι του επομένου απογεύματος.
Δεν θα είχα κοιμηθεί πάνω από δύο ώρες, και αναγκάστηκα να σηκωθώ εσπευσμένως· λόγω αυτού που στην αρχή νόμισα ήταν η έκρηξη κάποιου πολέμου ή ο απόηχος κάποιας μεγάλης καταστροφής, αλλά εν τέλει συνειδητοποίησα πως δεν ήταν παρά η έναρξη μίας τυπικής αιγυπτιακής ημέρας. Η ήσυχη εκείνη οδός που χάζευα λίγες ώρες νωρίτερα είχε τώρα μετατραπεί σε πεδίο μάχης· όπου μία πλησμονή μηχανοκίνητων ή μη οχημάτων και πεζών, επιστρατεύοντας κόρνες και λαρύγγια εις το μέγιστο της ισχύος των, επιδεικνύοντας την πιο παθιασμένη άμιλλα ανεμετρούντο για την διέλευσή των από αυτήν. Οιαδήποτε πιθανότητα συνέχισης του ύπνου μου είχε πλέον εκλείψει μέχρι αργά το νύχτα. Ήταν το λοιπόν ώρα να εξέλθω προς εξερεύνηση αυτής της εξωτικής και θορυβώδους πολιτείας.
Το να κάνω μία απλή βόλτα σε αυτή την πόλη δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Χώρια από την γενικότερη φασαρία και τον συνωστισμό, το κύριο πρόβλημα ήταν ότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτής της φασαρίας θα απευθυνόταν άμεσα προς το πρόσωπό μου. Κάθε δέκατο το-πολύ βήμα, κάποιος θα έπρεπε να μού μιλήσει το-δίχως-άλλο. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό δεν ήταν ενοχλητικό· μιάς-και δεν θα ήταν παρά πιτσιρίκοι που θα με προσέγγιζαν με σκοπό να δοκιμάσουν τα λίγα των αγγλικά· συνήθως: «Hello mister, what’s your name?» Σε άλλες πάλι περιπτώσεις θα ήταν ενήλικες που αστειευόμενοι θα μού έλεγαν: «Welcome to Egypt Bin Laden!» ― λόγω της γενειάδας μου· εκεί που στην υποσαχάρια Αφρική ήμουν Ιησούς, τώρα είχα μετατραπεί σε Οσάμα. Εν τη πλειονοτήτι ωστόσο των περιπτώσεων, θα ήταν ξεναγοί, αμαξάδες, ταξιτζήδες, φελουκιέρηδες, μπιχλιμπιδοπώληδες, χορτοσπρώχτες, πούστηδες, πουστογαμιάδες, και υπηρεσιοδότες, κράχτες, και καταφερτζήδες εκάστης λογής· οι οποίοι ήταν συνήθως και πολύγλωττοι επιπροσθέτως, ούτως ώστε εδύναντο, χρησιμοποιώντας μία πληθώρα γλωσσών, συχνά και ελληνικά, να σού ζαλίσουν το κεφάλι και να σού τουμπανιάσουν τα αμελέτητα, δοκιμάζοντας μέχρι και τα απώτατα όρια που μία υπομονή μπορεί να έχει.
Κατά-τ’-άλλα πάντως, άπαξ και καταφέρει κανείς να συγκροτήσει την αταραξία του, και μάθει πώς να ξεφορτώνεται τοιούτους τύπους, μία βόλτα στο Ασουάν μπορεί να είναι παραπάνω από απολαυστική. Ιδιαιτέρως ευχάριστο βρήκα το να περιτριγυρνώ εική τις διάφορες πολιτισιμόπλουτες περιοχές αυτής της πόλης, με τους μαχαλάδες και τα παζάρια των, τις παμπάλαιες εκκλησίες και τα τεμένη με τους υψηλούς μιναρέδες και τα λαμπρά χιλάλια, και να παρατηρώ την ιδιόμορφη βιοτροπία των Αράβων, Νουβίων, και Κοπτών κατοίκων των.
Η αγαπημένη μου βόλτα ήταν επί της προμενάδας εκείνης που ακολουθούσε την ανατολική όχθη του Νείλου. Μοναδικά θεάματα εκτυλίσσονταν εκεί καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας· με τις απότομες αμμοπλαγιές να υψώνονται κατάφορτες με πανάρχαιους τάφους και διάφορα λοιπά, επικής ομορφιάς ιστορικά μνημεία καθ’ όλο το μήκος της δυτικής όχθης του ποταμού· με τα διάφορα πρασινοκαφετιά, στενόμακρα νησάκια να μεσολαβούν ανάμεσα στις δύο όχθες· και τις πολυάριθμες φελούκες, άλλες γοργά-γοργά και βιαστικά κάτω-ρέμα, άλλες αργά-αργά και επίμοχθα άνω-ρέμα, να σχίζουν τα βαθυγάλανα, ταξιδιάρικα νερά του Νείλου με τα φουσκωμένα των λευκά ιστία.
Ένας ωραίος τυπάς που γνώρισα σε αυτήν την πόλη ήταν ο Καπετάνιος Μοχάμεντ Ντάμι Ρας. Ήταν εκείνο το απογευματάκι που έκοβα την καθιερωμένη μου βόλτα στην προμενάδα, όταν σε μία απομεριά της, μία γνώριμη, ήδυμη μυρωδιά εισχώρησε ξαφνικά στα ρουθούνια μου. Έστρεψα ευθύς το βλέμμα και αντίκρισα έναν ψηλό Νούβιο, ντυμένο στην γκρίζα κελεμπία και τον κεφιγιέ του, να κάθεται επιπέζουλα σε μία στωική πόζα και να φουμάρει ένα παχυλό τσιγαριλίκι, κοιτάζοντάς με με ένα πονηρό χαμογελάκι.
Κοντοστάθηκα, και λίγων στιγμών παρελθόντων, άρπαξα τον καιγόμενο μπάφο, τον οποίο μού πάσαρε μονοστιγμίς σαν τού ανταπέδωσα το ίδιο χαμογελάκι. Σαν το απεκάψαμε, με προσκάλεσε στο σπίτι του. Αυτό δεν ήταν άλλο από την φελούκα του, που ήταν αραγμένη ακριβώς αποκάτω μάς, και έφερε το όνομα Άμστερνταμ ― ή Αμίστερ Νταμ κατά την προφορά του.
Αφήσαμε τα παπούτσια στο κατάστρωμα και εισέβημεν σκυφτοί στον θαλαμίσκο της πρύμνης του σκάφους. Έπιασα εγώ την μία γωνία, κάτω από μία αφίσα του Μπομπ Μάρλεϊ στον τοίχο· έπιασε και ο καπετάνιος την άλλη, και πήρε να στρίβει το επόμενο. Κάμποσες ώρες έμεινα τελικά εκειπέρα… γίναμε σαΐτες. Τα αγγλικά του ήταν ελάχιστα· ωστόσο επικοινωνήσαμε άριστα. Κοινή γλώσσα εξάλλου δεν είναι πάντοτε αναγκαία προϋπόθεση για επικοινωνία· ιδίως όταν όλα φαντάζουν αστεία.
Προτού πρωτοπατήσω το πόδι μου σε αυτήν την πολιτεία, το πρώτο, και το μοναδικό ίσως, πράγμα που θα μού περνούσε από το μυαλό κατά το άκουσμα της λέξης Ασουάν δεν θα ήταν άλλο από το φημισμένο της φράγμα. Όντας τώρα εκεί, δεν θα μπορούσα να παραλείψω μία επίσκεψη σε αυτό το, κατά τον Χρουστσόφ, όγδοο θαύμα του κόσμου. Ένα ωραίο πρωί, το λοιπόν, πήραμε ένα ταξί, και μετά από σκληρή διαπραγμάτευση που έριξε την αρχική προσφορά του ταρίφα κατά 80% περίπου, κινήσαμε προς το φράγμα.
Το φράγμα, όπως και παν άλλο αξιοθέατο της Αιγύπτου, ήταν επισκέψιμο επί πληρωμής. Τα εισιτήρια ήταν πολύ φθηνά· και επίσης, οι φοιτητές δικαιούνται έκπτωση κατά το ήμισυ. Σαν προσήλθαμε στο εκδοτήριο, μού κάνει ο ταμίας: «Do you have a student card?» ― «Νo» τού κάνω εγώ. Μού δίνει τότε το φοιτητικό εισιτήριο, καλώντας με να το πληρώσω με 25% έκπτωση αντί για 50%, τσεπώνοντας ο ίδιος το λοιπό τέταρτο. Αρκετά δίκαιο θαρρώ ― για μένα και τον ταμία τουλάχιστον, αν όχι για το κράτος. Αυτό ακριβώς ήταν το σύστημα που έμελλε να μού γίνει συνήθειο σχεδόν σε κάθε αξιοθέατο που θα επισκεπτόμουν αποκεί και στο εξής σε αυτήν την χώρα.
Το φράγμα καθαυτό ήταν ένα πραγματικά εξαιρετικό θέαμα. Όντας σχεδόν τέσσερα χιλιόμετρα στο μήκος, ένα χιλιόμετρο στο μέγιστο πάχος της βάσης, και πάνω από εκατό μέτρα στο ύψος, εμπεριέχει σαραντατρία εκατομμύρια κυβικά μέτρα βράχου και πηλού (δεκαεπτά σχεδόν φορές τον όγκο της μεγάλης πυραμίδας· πού να φανταζόσουν καημένε Χέωψ). Όλος αυτός ο τρομακτικός όγκος στέκεται εμπόδιο στην ορμή του Νείλου, σχηματίζοντας έτσι την Λίμνη του Νάσερ: μία από τις μεγαλύτερες τεχνητές λίμνες στον κόσμο· εκμεταλλευόμενοι την οποίαν, ρυθμίζουν την ροή του μέγα ποταμού προς βέλτιστη άρδευση, και παράγουν ένα σημαντικό ποσοστό των όλων ενεργειακών αναγκών της χώρας. Λίγο παραπέρα από το φράγμα στέκεται επίσης ένα γιγαντιαίο μνημείο, αποτελούμενο από τέσσερις ακιδόληκτους πυλώνες· σύμβολο της αιγυπτοσοβιετικής φιλίας που επικυρώθηκε από την συμφωνία-μαμούθ της κατασκευής του φράγματος, που έλαβε χώρα εν μέσω του ψυχρού πολέμου.
Ένα άλλο ονομαστό μέρος σε αυτόν τον τόπο ήταν η νήσος Ελεφαντίνη. Πρόκειται περί μίας μακρόστενης, μήκους ενός χιλιομέτρου νήσου καταμεσής του Νείλου και ακριβώς απέναντι από την πόλη του Ασουάν. Θεωρείται ένας εκ των αρχαιοτέρων οικισμών στον Νείλο. Και για τους αρχαίους αποτελούσε σημαντική αμυντική θέση στα τότε σύνορα Αιγύπτου και Νουβίας· καθώς και σπουδαίο εμπορικό και θρησκευτικό κέντρο.
Σήμερα, η βορινή της πλευρά καταλαμβάνεται από ένα υπερπολυτελές ξενοδοχειακό συγκρότημα· το οποίο, λόγω της δραματικής πτώσης που τα πρόσφατα επεισοδιακά δρώμενα της Αιγύπτου επέφεραν στον τουρισμό, θυμίζει πόλη-φάντασμα. Σαν έτυχε, κατά κάποιες συμπτωματικές συγκυρίες, να περάσω μέσα από τις εγκαταστάσεις του, δεν είδα παρά δυο-τρείς φρουρούς, μισοαποκοιμισμένους σε κάποια καρέκλα με το πολυβόλο κρεμάμενο από τον ώμο, και έναν κηπουρό να τσουγκρανίζει ράθυμα πεσμένα φύλλα. Περί θαμώνων δε ούτε λόγος.
Η νότια πλευρά του νησιού τώρα, καταλαμβάνεται από λίγα γραφικά χωριουδάκια και τις καλλιέργειες των ήσυχων κατοίκων των. Εκείνο το μέρος το βρήκα ιδανικό για να ξεφύγει κανείς για λίγο από την βαβούρα της πόλης και το πρήξιμο των κραχτών της.
Κατά τον καιρό της παραμονής μου στο Ασουάν, είχα ολότελα χαμένη την αίσθηση της ημερομηνίας. Εξού και ήταν κατά τύχη και-μόνο που έμαθα ότι σίμωνε το Πάσχα. Ο μεγάλος κοπτικός πληθυσμός της πόλης υπαινισσόταν επικείμενο τζέρτζελο. Έτσι, το πρωί της αγίας εκείνης ημέρας, είχαμε στηθεί έξω από τον μεγαλόπρεπο κοπτικό καθεδρικό της πόλης. Οφείλω να ομολογήσω ― ντροπή μου ― ότι δεν μπήκα μέσα να λάβω την θεία χάρη. Είχε περισσότερη πλάκα να παραμείνουμε απέξω και να κάνουμε χάζι τις μελαμψές, λυτομαλλούσες χριστιανοπούλες, που τόσο χαρωπές παρέλαυναν πέρα-δώθε ανά τα πέριξ της εκκλησίας… χαρά Θεού το θέαμα.
Η πιο ευμνημόνευτη όλων μου των εμπειριών σ’ εκείνον τον τόπο ήταν πάντως η βόλτα μου στην δυτική όχθη του Νείλου. Έχοντας, εκείνο το πράο πρωινό, εξερευνητικές διαθέσεις, πήρα το φέρι της γραμμής και μετέβην στην απέναντι όχθη. Αφού κατάφερα να ξεφύγω από τους καμηλιέρηδες, που μονομιάς με περιέζωσαν για να μού προσφέρουν τις υπηρεσίες των, ήσυχος πια κίνησα περπατώντας να ανηφορίζω προς την κορυφή των αμμολόφων.
Λίγο πριν την κορυφή, και παραλλήλως της αμμοπλαγιάς, ευρίσκεται ένα εκτενές ταφικό συγκρότημα, το οποίο και επισκέφτηκα. Ένα μυστικό, αρχέγονο συναίσθημα με συνεπήρε εισβαίνοντας εντός εκείνων των τάφων, και καλοκαρδίζοντας, παρέα με τις νυχτερίδες, με την κατιτί ανατριχιαστική δροσιά που επικρατούσε στο εσωτερικό των. Και κάποιος μυστήριος αιματοβρασμός με διέτρεξε, να παρατηρώ την ανθρώπινη ιστορία χαραγμένη στα τοιχώματά των, επί των οποίων μπορούσες να διακρίνεις από πανάρχαια φαραωνικά ιερογλυφικά έως καρδούλες και BFF.
Αφού έκανα μία σύντομη στάση στο σκιερό, αρχαίο, πέτρινο παρατηρητήριο που ευρίσκεται στην κορυφή της πλαγιάς για να καπνίσω ένα τσιγάρο χαζεύοντας την υπέροχη θέα προς το Ασουάν και τον τρεχάτο Νείλο με τα νησάκια και τις φελούκες του, κίνησα προς τα πέρα, μέσα στην έρημο. Σύντομα, μόνο οι απολήξεις των κεραιών και των μιναρέδων που εξείχαν πάνω από την άμμο στην ανατολή, και τα σποραδικά, βραχνά κορναρίσματα των φορτηγών, μαρτυρούσαν την ύπαρξη κοντινού πολιτισμού.
Συνέχισα να πεζοπορώ πάνω στην φίνα, καυτή άμμο, και κάμποσα χιλιόμετρα και ανεβοκατεβάσματα μετά, έφτασα στον τόπο εκείνο που είχα θέσει προορισμό. Εκεί ήταν τα ερείπια της μονής του Αγίου Συμεών: ένα καστρομονάστηρο που χτίστηκε επί εποχής Ιουστινιανού, και άντεξε μισή χιλιετία μέχρι να παραδοθεί τελικά στην καταστροφή του κατά την επέλαση του τρομερού Σαλαδίνου. Εκεί πέρασα όλο το πρωί, μέχρι το απομεσήμερο εκείνης της ημέρας, καθιστός στο χείλος ενός υψηλού τείχους να διαλογίζομαι ξανοίγοντας την θεία μοναξιά της Σαχάρας.