Ως άμεσό μας προορισμό είχαμε ορίσει το χωριό Τσαβ, μια-τρακοσαριά χιλιόμετρα ταξίδι στον παραμεθόριο αρμενικό νότο. Λογίζαμε δεν θά ‘ταν δύσκολο να βρούμε μέσο, και θα φτάναμε μέχρι το βραδάκι. Τελικά όμως πήρε δυο γεμάτες μέρες.
Εν αντιδιαστολή με τυπικούς λεωφορειακούς σταθμούς ανά τον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου κράχτες σού την πέφτουν πανταχόθεν και μαλώνουν για το ποιος θα σε πρωτοεπιβιβάσει, εδώ μας είχαν όλοι γραμμένους στα παπάρια των. Πήρε μπόλικη αναγύρευση μέχρι που εντοπίσαμε το καταχωνιασμένο σε μία γωνίτσα γραφειάκι, ένθα μας ενημέρωσαν ότι ένα μοναδικό λεωφορείο φεύγει απόψε στις πέντε με τελικό προορισμό την κωμόπολη Γκόρις: εκατό χιλιόμετρα πριν το Τσαβ.
Υπερωρίες κωλοβαρέματος συμπληρωθείσες, ήγγικεν η ώρα της αναχώρησης. Ήμασταν οι μόνοι ξένοι μαζί με έναν νεαρό Φλαμανδό μπακπακερά που κατέβηκε κάπου στην μέση του πουθενά να ξεκινήσει μοναχική μηνιαία πεζοπορία διά μεγάλου τμήματος της χώρας. Κόντευε μεσάνυχτα σαν αφίχθημεν στο Γκόρις εν μέσω τρίσβαθου σκότους και κατακλυσμιαίας καταιγίδας.
Ως κάβουρες στις τρύπες των μπούκαραν οι συνεπιβάτες στα αμάξια των συγγενών που είχαν έλθει να τους παραλάβουν. Κι αφού εσκόρπισαν εντός στιγμών όλα τα οχήματα, μείναμε μόνοι, όρθιοι και κολλημένοι στον τοίχο υπό την στενωπή λαμαρινένια μαρκίζα που παρείχε την μοναδική κάλυψη εντός του περιορισμένου οπτικού πεδίου. Επ’ ευκαιρίας, ενόσω περιμέναμε να περάσει η μπόρα, γεμίσαμε τα μπουκάλια με το νερό που έτρεχε σαν καταρράκτης από τις αυλακώσεις του στεγάστρου.
Σαν επακολούθησε το απόβροχο, βγήκαμε στην λασπωμένη στράτα. Δεδομένης της ώρας, δεν μπορούσαμε να είμαστε εκλεκτικοί ως προς το πού θα κοιμηθούμε. Λίγο παρακάτω, κατασκηνώσαμε σε ένα σημείο, κολλητά σε έναν αυλότοιχο, όπου το φάρδος του δρόμου επέτρεπε οριακά σε τυχόν διερχόμενα αυτοκίνητα να προσπεράσουν την σκηνή αποδίπλα αντί για αποπάνω.
Σηκωθήκαμε χαράματα, μαζεύσαμε στα-μπαμ, και κινήσαμε προς το κέντρο να δούμε πώς θα συνεχίσουμε το ταξίδι. Ένας μοναχικός ταρίφας, αφότου σιγουρεύτηκε πως δεν θα τον πληρώναμε να μας πάει ο ίδιος, μας πληροφόρησε ότι ένα λεωφορείο για την επόμενη πόλη ονόματι Καπάν θα περνούσε το μεσημέρι.
Το Γκόρις ήταν συννεφιασμένο, έρημο, ως ξεχασμένο απ’ τον Θεό. Ένας αυτόματος πωλητής στο πάρκο ήταν το μόνο μέρος που διέθετε καφέ. Συνταιριάξαμε ψωμί από τον φούρνο με σαλάτα απ’ το μανάβικο για πρόγευμα, και βγάλαμε όλο το πρωί σε ένα παγκάκι.
Απογευματάκι, φτάσαμε στο Καπάν και μάθαμε πως υπάρχει λεωφορείο για Τσαβ στις έξι. Ήταν μεγαλούτσικη και ζωντανότερη πόλη. Είχε και ωραίο εστιατόριο δίπλα στο ορμητικό ρέμα με θέα άγριων περιζωννύντων βουνών. Όσο ευάρεστη ήταν η ατμόσφαιρα, τόσο χάλια ήταν η κουζίνα. Το που στον κατάλογο επονομαζόταν μπέργκερ και απεικονιζόταν ως ζουμερό μπέργκερ βγαλμένο από το Instagram ήλθε στην μορφή μπαγιατεμένου ψωμιού τοστ με ένα φελί λάντσιον και μία ροδέλα τομάτας.
Εκεί-που έξι-παρά στεκόμασταν στην στάση μεταξύ πλήθους επιβατών, μπουμπούνισε πρώτα μία γκαρίλα, έζεξαν έπειτα αψιές αναθυμιάσεις βόντκας, κι έκανε την εμφάνισή του ο τρελάκιας του χωριού.
Γύρω στα πενήντα, ήταν καραφλός, γεροδεμένος, άγαρμπος, και φαινόταν τελείως μπουνταλάς. Ενώ λίγοι τολμούσαν να τού κάνουν μάταιες παρατηρήσεις, οι λοιποί επιβάτες—που προφανώς τον καλογνώριζαν—τραβήχτηκαν ενστικτωδώς μακριά τού, αφήνοντας γύρω τού έναν κύκλο κενού χώρου στου οποίου το εσωτερικό ξεμείναμε εμείς. Μας πήρε τότε το μάτι του και μας προσέγγισε ολόχαρα. Τώρα δέσαμε.
Μάς τα έπρηξε σε όλον τον δρόμο. Χώρια από κάθε λογής αρλούμπα, επέμενε να έλθουμε να κοιμηθούμε σπίτι του· προσφορά που, παρότι ευγενική, αγνοούσαμε με τρόπο για ευνόητους λόγους, ιδίως αφού κιάλλοι καθωσπρέπει συνταξιδιώτες είχαν προσφερθεί να μας φιλοξενήσουν. Αλλά η τύχη τα έφερε αλλιώς: Το σπίτι του βρισκόταν κανα-χιλιόμετρο πριν το χωριό. Και σαν σταματήσαμε να κατέβει, άρπαξε με-το-έτσι-θέλω αμφότερους τους σάκους μας και πήρε βουρ δρόμο. Δεν σήκωνε κουβέντα, δεν θέλαμε και να τον προσβάλουμε, άντε λέμε πάμε να δούμε τι θα βγει.
Στον καλαίσθητο κήπο που περιστοίχιζε το αγροτόσπιτό του, έκπληκτη μας προϋπάντησε η κακομοίρα η γριούλα η μάνα του. Την λυπήθηκε η ψυχή μου με τέτοια χοντροκοπιά και αγριοφωνάρες που την έζευξε να μάς κάνει καφέ και φαγητό.
Καθώς κυλούσε η βόντκα στα λαρύγγια μας, οι πνευματικές μας συχνότητες συντονίστηκαν και τακιμιάσαμε λιγάκι. Φάγαμε, γελάσαμε, και καπνίσαμε κάποιο ανενεργό μυρωδικό φυτό που είτε νόμιζε είτε ήθελε να πιστεύσουμε πως ήταν μαριχουάνα. Όπως το παράκανε όμως με το πιόμα, περιήλθε σε κρετινισμό, και η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει. Παρατρίχα δεν παίξαμε μπουνιές ενώ επιχειρούσαμε να φύγουμε. Διακινδυνεύοντας να φάει τις μπουνιές η ίδια, επενέβη η δύστηνη μητέρα και κάλεσε κάποιον ανιψιό της να βγάλει το φίδι από την τρύπα.
Αυτός έστειλε άμεσα τον προέφηβο υιό του που μας πήρε με το αγροτικό και μας έφερε στο οικογενειακό κτήμα, όπου μπορούσαμε να διανυκτερεύσουμε εν ειρήνη. Στήσαμε σκηνή και χαρήκαμε προσωρινά την σιγαλιά της νύχτας, έως ότου μας πρόφτασε ο τρελάκιας που μας είχε πάρει καταπόδας με ένα φορητό ηχείο και ένα φρεσκάνοιχτο μπουκάλι βόντκα. Άντε πάλι.
Περάσαμε το επόμενο μισάωρο προσπαθώντας να τού δώσουμε να καταλάβει πως είμαστε για ύπνο και δεν έχουμε διάθεση για γλέντι, ενώ αυτός τραγουδούσε φάλτσα, χόρευε τρεκλίζοντας, και έκραζε ασυναρτησίες σε μικτά αρμενικά και ρώσικα. Μετά κατέφτασε ο ξάδελφος και τον χαιρέτησε με μία σπρωξιά που τον σώριασε καταγής με έναν γδούπο. Ορθώθηκε με μόχθο και απεσύρθη παραπαίοντας και μινυρίζονας κατατρεγμένος. Τον οίκτιρα, αλλά δεν έπαιρνε από λόγια.
Αναζωογονημένοι ξυπνήσαμε δίπλα στο καθάριο ρέμα που συνόρευε το κτήμα του οικοδεσπότη μας του Γιούρα. Δραστήριος τύπος, στην σεβαστή του έκταση διατηρούσε διάφορα ζωντανά και ένα ιχθυοτροφείο πέστροφας, ενώ ήταν στην διαδικασία να ανοίξει και ξενώνα. Ήπιαμε καφέ παρέα, ακούγοντας μεταξύ άλλων την κλασική διάλεξη των ντόπιων για το πώς Ελλάδα και Αρμενία πρέπει να επιτεθούμε στην Τουρκία συγχρονισμένα, και αρχινήσαμε πάλι το περπάτημα.
Ο λόγος που μας είχε φέρει στο Τσαβ ήταν ο παραπλήσιος δρυμός του Σικαχόγκ: η δεύτερη μετά το Ντιλιτζάν μεγαλύτερη δασώδης έκταση στην χώρα, όπου μεταξύ λοιπής αξιοπερίεργης πανίδας επιζούν αρκούδες και σπανιότατες καυκάσιες λεοπαρδάλεις. Μαζί με τον ένα σκύλο του Γιούρα—έναν κατάμαυρο κοπρίτη που ονομάσαμε Bear—διεσχίσαμε το ποτάμι και ανηφορίσαμε στην κατάφυτη πλαγιά.
Απήτις προσπεράσαμε μία τελευταία συστάδα περιφερειακών οικιών, ο δρόμος κατέληξε σε μία ασπροκόκκινη μπάρα. Μία μεγέθης πινακίδα αποδίπλα έγραφε κάτι σε μεγάλα κόκκινα αρμενικά γράμματα. Ένας παππούς που πετύχαμε πιοπρίν στην γέφυρα μας προειδοποίησε περί του ότι το βουνό είναι στρατιωτικοποιημένο—πράγμα αναμενόμενο δεδομένου ότι επιτηρεί την κοιλάδα του Ποταμού Τσαβ: μία από τις πλατύτερες διόδους ανάμεσα στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν—αλλά δεν μάς είπε τίποτε για απαγόρευση πρόσβασης στο δάσος. Εφόσον τοιαύτη υφίστατο για κάποια αυστηρή αιτία, θα έπρεπε να παρίστατο και κάποιος φρουρός για να την επιβάλει, υποθέσαμε, και προχωρήσαμε.
Ο Bear βαρέθηκε και γύρισε σπίτι καθώς εισδύαμε στα ανώτερα ενδότερα του Σικαχόγκ. Απογευματάκι, εντοπίσαμε ένα ωραίο κομμάτι εδάφους που, μετά από ένα μισαωράκι βαρύμοχθου τσαπίσματος με το μαχαίρι, ισοπέδωσα σε επαρκή βαθμό για στήσιμο σκηνής. Υπό την σκιά πανύψηλων, πυκνόφυλλων καπρίνων και οξιών, και εν μέσω αποφαντικής σιγής που ούτε θρόισμα δεν διασπούσε κατά την παντελή έλλειψη αύρας, εντρυφήσαμε σε απόλυτη απραγία μέχρι το επόμενο μεσημέρι. Και τότε φάγαμε δύο τριπάκια που είχα πρόχειρα.
Ζωήρευσε, θερίευσε το αρχαίο δάσος. Μία πρότερα ανεπαίσθητη πανδαισία αισθητικών ερεθισμάτων επήλασε ανά τα υπερδιεγερμένα μας συναπτώματα, αναδεύοντας τους ρευστοποιημένους μας νους σε μία σούπα ευφραντικής παραφροσύνης. Επί του ξέφρενου ρυθμού που ένας ερυθροκάτσουλος δρυοκολάπτης βάλθηκε να τυμπανίζει ολημέρα στον διπλανό κορμό, ήδον και λικνίζοντο πουλάκια, φύλλα, έντομα, και πάντα μέλη του οικοσυστήματος, ενορχηστρώνοντας μία απόκρυφη, παράφορη, ηδονική υπαρξιακή συμφωνία. Ενόσω κύκλαζαν οι σύντροφοί του υπέρ της κομοστέγης, εισόρμησε περήφανα ένα γεράκι στον δασικό τάπητα και αερολίσθησε πάνω απ’ τα κεφάλια μας να επιθεωρήσει την παράσταση. Γυμνοί και λασπωμένοι, βγάλαμε την ημέρα περιφερόμενοι στο μαγεμένο δάσος να τραμπαλιζόμαστε κυλιόμενοι στο χώμα.
Σαν βάθυνε ο ζόφος και φωλιάσαμε στην σκηνή να ξενερώσουμε μπας-και μας πάρει ο ύπνος, βρήκε την ώρα το πυροβολικό για δοκιμαστικές βολές. Δεν ανησυχούσα μήπως μας πάρει καμμια-αδέσποτη—σιγά-μην βομβάρδιζαν τον προστατευμένο εθνικό δρυμό—αλλά τα γύρωθεν αντιβροντώντα ολμοβόλα προσέθεταν έναν κασσανδρικό τόνο στο ήδη ψυχολογικά επίφοβο αποτριπάρισμα.
Έπειτα από ελάχιστες ώρες ύπνου, ηγέρθημεν καταμεσής εωθινής λαμπρότητας και ηρεμίας. Αφού συλλέξαμε λίγα βατόμουρα για πρωινό, μαζεύσαμε και γυρίσαμε στου Γιούρα. Ξεκουραστήκαμε κι ετοιμαστήκαμε να ξεκινήσουμε την αυγή στο ταξίδι της επιστροφής προς το Καπάν, αυτήν την φορά με τα πόδια.
Βίντεο
Φωτογραφίες από το Σικαχόγκ
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από το Σικαχόγκ.
Στέγαση και δραστηριότητες στην Αρμενία
Γνωστοποίηση συνεργατικών σχέσεων: Εφόσον αγοράσεις αγαθά ή υπηρεσίες μέσω των εμπεριεχομένων στην παρούσα ιστοσελίδα συνδέσμων, ενδέχεται να προσλάβω κάποιο μικρό ποσοστό από το κέρδος του πωλητή δίχως να χρεωθείς επιπλέον δραχμή. Θα συνδράμεις λίαν εκτιμιτέως στην διατήρηση και περαιτέρω εμπλουτισμό αυτού του ιστοχώρου. Ευχαριστώ!
Το Stay22 είναι ένα χρήσιμο εργαλείο που σού επιτρέπει να αναζητήσεις και να συγκρίνεις καταλύματα και εμπειρίες από διαφορετικές πλατφόρμες πάνω στον ίδιο κομψό χάρτη. Καθόρισε τις προτιμήσεις σου στις ρυθμίσεις.