Σουρούπωνε όταν το τελευταίο μίας σειράς λεωφορείων μας κατέβασε κάπου στα προάστια της Αντίγουας: της κλεινής, παραμυθένιας πάλαι πρωτεύουσας του ισπανικού Αντιβασιλείου της Γουατεμάλας που τότε κάλυπτε όλη την Κεντρική Αμερική. Είχε νυχτώσει όταν φτάσαμε στην ιστορική οικία, σε έναν αφώτιστο δρόμο, που θα αποκαλούσαμε σπίτι για κάποιο αόριστο επερχόμενο διάστημα. Πετάξαμε τους σάκους στο δωμάτιο—ένα από τα τρία που συγκοινωνούσαν με μία ολοπράσινη εσωτερική αυλή—και βγήκαμε για μία μάσα και πρώτη βόλτα.
Μετά από δυο μερίδες τάκος, καταλήξαμε με δύο μπίρες σε ένα παγκάκι της κεντρικής πλατείας. Μνημειώδη αποικιακά κτίρια με φινετσάτες στοές περιεστοίχιζαν την κοσμοπλημμύριστη πλάζα. Ερυθρόδερμοι μικροπωλητές με παραδοσιακές φορεσιές συνεμειγνύοντο με πανσπερμία τουριστών γύρω από ευποίητα σιντριβάνια και μεταξύ καλοκλαδεμένων ανθώνων.
Μέσα από το πλήθος, ξετρύπωσε ένας κουρελιάρης, βλοσυρός τυπάς. Έδινε την εντύπωση πολλά υποσχόμενου γκανγκστερά που χαράμισε την καριέρα του στην κατάχρηση κοκαΐνης. Μάς την έπεσε και απεπειράθη να εξασφαλίσει το επόμενο σκονάκι του με μία τακτική που θα χαρακτήριζα ως διακριτική ληστεία συγκεκαλυμμένη σε εξομοίωση επαιτείας εξαιτίας των πάνοπλων στρατιωτόμπατσων που περιπολούσαν τον χώρο. Τον κατσάδιασα, και πήγε στήθηκε απέναντι να μού αποτείνει απειλητικά μουρμουρητά και δολοφονικές χειρονομίες. Σύντομα ωστόσο τον επανεκυρίευσε η χαρμάνα, βγήκε παγανιά για άλλα θύματα, και ήταν πολύ απασχολημένος για να προσέξει την αποχώρησή μας και να μας πάρει στο κατόπι στο απόκεντρο σκοτάδι.
Τελικά παραμείναμε στην Αντίγουα για κάπου δέκα μέρες. Η πόλη αυτή μάλλον υπήρξε η γραφικότερη και χαρακτηριστικότερα κεντροαμερικανική που επισκεφτήκαμε σε αυτό το ταξίδι. Ήταν ολόκληρη ένα μουσείο. Έβριθε με προαιώνιες, νοσταλγικά παρηκμασμένες εκκλησίες ισπανικού μπαρόκ και λοιπά μεγαλεπήβολα οικοδομήματα. Ανά το τέλειο παραλληλόγραμμο πλέγμα φαρδιών καλντεριμιών, τα κεραμόσκεπα σπιτάκια ήταν μονώροφα, λιτά στο μέγεθος, αλλά πλούσια σε χρώμα και φυτοδιακόσμηση. Πολλά εστέγαζαν τρέντικα μπαράκια και χορευτικά κέντρα που προσφυώς επένδυαν την εύθυμη ατμόσφαιρα με χαρωπούς σκοπούς.
Ολόγυρα της πόλης υψούντο παρθένες, ολόφυτες βουνοπλαγιές, των οποίων η πιο δεσπόζουσα ανήκε στον άψογο κώνο του Ηφαιστείου του Νερού. Θέλαμε φυσικά να το ανέβουμε, αλλά μάθαμε πως επί στιγμής ήταν παραδομένο στον ολικό έλεγχο ληστρικών συμμοριών, και το αφήσαμε καλύτερα.
Αρκεστήκαμε σε μία μόνο ορειβατική εξόρμηση στα γειτονικά, εντυπωσιακότερα, δημοφιλέστερα και ασφαλέστερα, σιαμαία ηφαίστεια Ακατενάνγκο και Φουέγο. Η αφετηρία του μονοπατιού απείχε τριάντα χιλιόμετρα. Ξεκινήσαμε νωρίς για να φτάσουμε νωρίς, μα φτάσαμε αργά. Το κοτολεωφορείο που βρήκαμε πήρε τρεις ώρες να γεμίσει και να φύγει από τον σταθμό. Και μόλις αφότου έφυγε, σταμάτησε πάλι για να πάει ο οδηγός να πιει καφέ. Σε κανα-μισάωρο ακόμη, απηύδησα και κατεβήκαμε να καλέσουμε Uber.
Είχε απογευματιάσει και καλοσυννεφιάσει σαν φτάσαμε επιτέλους. Πολλοί λοιποί πεζοπόροι παρευρίσκονταν στον ομιχλώδη δρόμο, αφιχθέντες σε άνετα τουριστικά βανάκια και προετοιμαζόμενοι για καθοδηγούμενη ανάβαση. Ήμασταν οι μόνοι ανεξάρτητοι.
Καθώς άρχιζαν να πέφτουν οι πρώτες βροχοσταλίδες, κουκουλωθήκαμε με αδιάβροχα και ανηφορίσαμε στο αργιλώδες ηφαιστειακό χώμα. Μέσω διαδοχής χωραφιών καλαμποκιού και φασολιών, αδάμαστης ζούγκλας, και αραιού δάσους κωνοφόρων, κερδίσαμε μια-χιλιάδα μέτρα περνώντας από την βόρεια στην νότια πλαγιά του Ακατενάνγκο. Κι όπως ξεδιαλυνόταν η ομίχλη σαν έπεφτε το δείλι, εφάνη αντίπερα απ’ το διάσελο ο κρατήρας του Ηφαιστείου της Φωτιάς.
Είχα πρωτύτερα δει ουκ ολίγα εκρηγνύμενα ηφαίστεια, μα ουδέν διαγωνιζόταν με αυτού την θεαματικότητα. Με έναν υπόκωφο βρυχηθμό, έφτυνε κάθε-λίγο μία στήλη μαύρου καπνού στους άσπρους υδρατμούς της ατμόσφαιρας. Ένα ανεπαίσθητο κροτάλισμα διαπερνούσε την σιγή ενώ ανέβαινε και διελύετο στον αέρα η ηφαιστειακή χλέπα, σκορπίζοντας πυροκλαστικό χαλίκι σαν χαλάζι στην σαθρή πλαγιά.
Κατέναντι αυτού του φυσικού υπερθεάματος, στην πλαγιά του Ακατενάνγκο, τα τουριστικά γραφεία είχαν εκσκάψει επίπεδα παταράκια συγκρατούμενα με τείχη σακιών. Αυτά ήταν και τα μόνα κομμάτια εδάφους ενδεικνυόμενα για στήσιμο σκηνής. Εξού-και αναγκαστήκαμε να καταβάλουμε ένα υποτυπώδες ποσό όπως καταλάβουμε μια θέση για την νύχτα.
Ξαγρυπνήσαμε, αφού μας καθήλωσε το κρεσέντο της γεωλογικής παράστασης. Στον ξάστερο πλέον και μέλανα ουρανό, αντετίθεντο εντόνως οι πύρινες φτυσιές που εξετίνασσε ο κρατήρας και οι αστραπές που τις διακεντούσαν. Το θέαμα απλά δεν χορταινόταν. Ίσα-που πλαγιάσαμε για δύο ωρίτσες πριν φύγουμε το χάραμα.
Κινήσαμε γραμμή καταπάνω, στην κορυφή του Ακατενάνγκο στα 3.976 μέτρα. Αφήνοντας πίσω την θέα του μαινόμενου Φουέγο, ροβολήσαμε ευθεία προς τον δρόμο. Και με δυο-τρεις κούρσες οτοστόπ, το απόγευμα ήμασταν πάλι στην Αντίγουα.
Ένα των επομένων πρωινών, πιάσαμε το λεωφορείο για την Πόλη της Γουατεμάλας. Περαστικώς, να πάρουμε και μία γεύση της πρωτεύουσας, την πέσαμε τρεις μέρες σε μία φθηνή, ελεεινή πανσιόν που θα έπρεπε να λέγεται La pesadilla del claustrofóbico.
Σε αυτήν την χαοτική, αείβροχη πολιτεία συμβίωναν—όχι ακριβώς αρμονικά, αλλά λειτουργικά κατά κάποιον τρόπο—οι ανώτατες τάξεις της Γουατεμάλας με την πιο ακραία της φτώχεια. Τα δύο πιο διαδεδομένα επαγγέλματα ήταν η ζητιανιά και το μπατσιλίκι. Την νύχτα, δεν ήθελες να βρεθείς απομονωμένος με τους ασκούντες το πρώτο μακριά από τους ασκούντες το δεύτερο.
Γυρίσαμε αρκετά. Βρεθήκαμε σε διάφορες γειτονιές που συνεδύαζαν στοιχειώδη παραπήγματα και μνημειώδη κυβερνητικά κτίρια, πάγκους φαγητού δρόμου και κλασάτα εστιατόρια. Είδαμε πάμπολλες μεγαλοπρεπείς εκκλησίες και, σε μία φάση που μάλλον ήταν Κυριακή Βαΐων, πέσαμε σε μία μακρύτατη λιτανεία με μία μπάντα πνευστών που έπαιζε κάτι ανάμεσα σε πένθιμο εμβατήριο και ιθαγενή μουσική και πιστούς που έφεραν κιτρινόλευκα λάβαρα και τροπικά φοινικόφυλλα. Τέλος, ένα πρωί υετοφόρο, φύγαμε για Ελ Σαλβαδόρ.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Γουατεμάλα σε υψηλότερη ανάλυση.