Η διαδικασία έκδοσης της αιθιοπικής μου βίζας δεν πήρε πάνω από λίγα λεπτά στο γραφείο μετανάστευσης του αεροδρομίου. Έτσι σε λίγο ευρέθηκα έξω από την πύλη να εισπνέω εκείνον τον νέο για μένα αιθιοπικό αέρα· αέρας ο οποίος, παρότι λίγο αραιός λόγω του μεγάλου υψομέτρου της πόλης (σχεδόν δυόμισι χιλιάδες μέτρα), μού φάνταξε αμέσως κατιτί πιο εύκρατος, πιο σπιτικός, σε σχέση με το κάπως αρρωστιάρικο τροπικό κλίμα που είχα αρχίσει να συνηθίζω τελευταία. Αφού κάπνισα ένα τσιγάρο, μοιράστηκα ένα ταξί ― τα πικιπίκια αποτελούσαν πλέον παρελθόν σε αυτήν την χώρα ― με ένα ζευγάρι Γερμανών που πέτυχα στο αεροδρόμιο, και κινήσαμε προς το κέντρο της πόλης.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Καταλήξαμε σε ένα ωραίο πανδοχείο όπου ενοικίασα ένα ιδιωτικό δωματιάκι για λιγότερα από πέντε δολάρια την ημέρα να εγκατασταθώ για τις ερχόμενες δύο περίπου εβδομάδες. Αφού τακτοποίησα τα πράγματά μου, βγήκα, πήρα ένα φλιτζάνι αριστουργηματικού αιθιοπικού καφέ από το εστιατόριο του πανδοχείου, και κάθισα να το απολαύσω σε ένα από τα τραπεζάκια της φυτοστόλιστης αυλής.
Εξαιρετικά ήσυχη ήταν αυτή η αυλή εκείνο το μεσημέρι. Ήμουν μόνο εγώ και δύο ντόπιες πιτσιρίκες που κάθονταν στο διπλανό τραπέζι. Δεν θα ήταν πάνω από είκοσι χρονών, και το παρουσιαστικό των όλο μαρτυρούσε δεινοπαθήματα. Η μία έφερε πολλαπλές βαθιές ουλές στο πρόσωπό της, και η άλλη ήταν μισόκουτση με ένα ατροφικό πόδι. Τών έπιασα την κουβέντα, και με τα λιγοστά των αγγλικά μού εξήγησαν πως κατάγονταν και οι δύο από την Αουάσα (μεγάλη πόλη νότια της Αντίς). Κάποιοι, για κάποιον λόγο που δεν κατάλαβα, ξεκλήρισαν τις οικογένειές των, και οι ίδιες κατάφεραν και ξέφυγαν στην πρωτεύουσα· όπου τώρα ενοικίαζαν ένα μικρό δωμάτιο και αναζητούσαν το τι θα μπορούσαν πιθανώς να κάνουν με τις ζωές των ― ενώ, κατά πάσα πιθανότητα, ημιεργάζονταν προς το παρόν ως ιερόδουλες.
Παρά τις δυστυχίες των, ήταν και τα δύο εξαιρετικά χαρωπά κορίτσια. Και παρά τις γλωσσικές μας δυσκολίες, η γενική μας επικοινωνία υπήρξε άριστη. Περάσαμε παρέα αρκετές εύθυμες ώρες. Αργότερα εκείνο το απόγευμα με κάλεσαν στο δωμάτιό των, που ήταν λίγα μόλις βήματα πιο πέρα από το πανδοχείο, στο μεσαύλι ενός καφενείου. Εκεί καπνίσαμε χόρτο και μασουλήσαμε χατόφυλλα (παρεμφερές της κόκας διεγερτικό φυτό που φυτρώνει στο κέρας της Αφρικής και στην Αραβία· και είναι εκεί γνωστό ως τσατ) που τα κέρασαν οι ίδιες· και μείναμε να παίζουμε χαρτιά και να χαζογελάμε έως αργά το βράδυ.
Σαν επέστρεψα αργά στο πανδοχείο, η αυλή ήταν πλέον γεμάτη κόσμο. Η εικόνα που αντίκρισα τότε εκεί, ήταν εκείνη που θα μού γινόταν συνήθεια για όλα τα επόμενα βράδια. Ένα συνονθύλευμα από εργαζόμενους στο πανδοχείο, διάφορους περαστικούς ντόπιους, και θαμώνες από κάθε γωνία του πλανήτη έβλεπες εκειπέρα μαζεμένους να τρώνε, να πίνουν, και να συγχρωτίζονται. Εκεί είχα κι εγώ την ευκαιρία να γνωριστώ με πάρα πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους, και να ακούσω και να συζητήσω πολλά ενδιαφέροντα θέματα, ευρισκόμενος εντός των πιο ασυνήθιστων και ετερομερών συντροφιών. Όπως, ας πούμε, χαρακτηριστικά, ήταν εκείνος ο Σουδανός καθηγητής τέχνης, που ενδεδυμένος στην επίσημή του κελεμπία, παρέθετε σε μία παρέα Ισραηλινών τις αναρχικές πολιτικές του απόψεις!
Ιδιαίτερη εντύπωση επίσης μού έκανε ο δύστηνος, παρήλικος, κάτισχνος, αόμματος θυρωρός του πανδοχείου. Δεν το γνωρίζω θετικά, αλλά μάλλον ήταν και μουγγός. Ουδεμία φορά τον άκουσα να εκφέρει, όχι λέξη, αλλά και τον οιονδήποτε ήχο προερχόμενο από την στοματική του κοιλότητα. Σίγουρα, τουλάχιστον, δεν ήταν και κουφός προσέτι…
Εμφανιζόταν μόνο αργά τα βράδια, όταν ο κόσμος είχε λιγοστεύσει. Έβγαινε τότε από την παραγκούλα που κατοικούσε, δίπλα από την αυλόθυρα, και ερχόταν σιγά-σιγά ψαχουλεύοντας τον δρόμο με το μπαστούνι του. Καθόταν διακριτικά, μόνος τού σε μία γωνίτσα, όπου φαινόταν να στήνει αφτί και να παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον τα διάφορα συζητούμενα. Μού έδινε πάντοτε την εντύπωση ― μέσω σκιρτημάτων και λοιπών αντιδράσεων ― ότι κατανοούσε κάλλιστα όλα τα λεγόμενα. Πράγμα που με παραξένευε· διότι ακόμη και ανάμεσα στις νεότερες γενεές, ελάχιστοι σε αυτή την πόλη γνώριζαν έστω και πολύ βασικά αγγλικά. Κάποιες νύχτες πάλι, που παίζαμε μουσική έως αργά, πλησίαζε και στεκόταν κατέναντί μάς να καλακούει τις μελωδίες. Μία συγκίνηση βαθιά ζωγραφισμένη στην φυσιογνωμία του μαρτυρούσε ότι εάν είχε μάτια θα είχαν δακρύσει.
Το ακόλουθο από εκείνο της άφιξής μου πρωί, εξήλθα για μία πρώτη βόλτα και επόπτευση στην Αντίς Αμπέμπα. Η γειτονιά στην οποία ευρισκόταν το πανδοχείο έτυχε να είναι μία εκ των γραφικοτέρων που έμελλε να συναντήσω σε όλη την πόλη. Ήταν χτισμένη πάνω σε ένα ύψωμα. Όπου ανοίγματα ανάμεσα στα κτίσματα το επέτρεπαν, μπορούσες να αγναντεύσεις υπέροχες θέες προς την γύροθεν αχανή πολιτεία. Οι επικλινείς ρύμες έβριθαν πανταχού από πλούσια αρώματα, αναδιδόμενα από πολυάριθμα καφενεία και ταβέρνες, καθώς και από τα λιβάνια που αφειδώς έκαιγαν οι κάτοικοι κάθε σπιτιού. Εδώ-και-‘κεί πετύχαινες διάφορους μικρέμπορους να πραγματεύονται μία ευρεία γκάμα από φαγώσιμα ή μη καλούδια, είτε σε μικρά κρυμμένα μαγαζάκια, είτε απλωμένα σε τσόλια στην άκρη του δρόμου, είτε σε καλάθια ανά χείρας.
Εκεί που γυρνούσα να θωρώ τα διάφορα ενδιαφέροντα, ευρέθηκα σε μία φάση κολλημένος με δύο νεαρής ηλικίας ρασταφάρηδες. Τα τυπάκια εκείνα ομιλούσαν καλά την αγγλική και φάνηκαν πρόθυμα να με βοηθήσουν με διάφορα που τών γύρευσα. Έτσι, παρά την αρχική μου καχυποψία, τα θεώρησα αξιοπρεπή άτομα και άφησα τον εαυτό μου να τα εμπιστευτεί. Καταλήξαμε σε ένα καβατζωτό τσατάδικο.
Ήταν ένα μικρό δωμάτιο, όχι πάνω από εικοσιπέντε τετραγωνικά. Είχε έναν πάγκο που έπιανε όλη ― πλην της πόρτας ― την περιφέρεια του τοίχου, και μερικά ακόμη κούτσουρα που χρησίμευαν ως επιπλέον καθίσματα, καθώς και λίγα χαρτοκιβώτια για τραπεζάκια. Πάνω στα τελευταία ήταν ακουμπισμένες παχιές δεσμίδες χατοφύλλων. Έκοβαν οι θαμώνες μάτσο-μάτσο τα φυλλαράκια και τα πιπιλούσαν ιεροπρεπώς, αδιάκοπα καπνίζοντας και συζητώντας ζωηρά. Τα πυκνά ντουμάνια εντός του δωματίου έκαναν τα μάτια σου να δακρύσουν.
Καθίσαμε κι εμείς στην μοναδική άδεια γωνίτσα, παραγγείλαμε την πρώτη χατοδεσμίδα, και πήραμε να κάνουμε ακριβώς ό,τι και οι άλλοι. Μας κατέλαβε το εύφορο πνεύμα του φυτού. Εξαφανίζονταν η-μία-μετά-την-άλλη οι δεσμίδες. Άδειαζαν τα τσιγαροπακέτα. Συζητήσαμε μία πληθώρα θεμάτων: από το αμχαρικό αλφάβητο μέχρι παγκόσμια γεωπολιτική και τους κώλους των Αιθιοπίδων… Και ύστερα από πολλές ώρες ― με το κεφάλι μου πλέον επί μίας βελούδινης μαξιλάρας να καταπλέει ένα φωσφορίζοντος ιώδους χρώματος, μεταξένιας υφής, και μενεξεδένιας ευωδιάς ρυάκι ― είπαμε να κινήσουμε, και ζητήσαμε τον λογαριασμό. Κάπου εκεί ήταν που τα χαλάσαμε…
Ένα λευκό κομματάκι χαρτιού ανέγραφε ένα παλαβό χρηματικό ποσό· το οποίο και περίμεναν να πληρώσω μόνος μου. Η λογοδιάρροια που μας είχε πιάσει με το τσατ βρήκε τότε νέα έκφραση σε μία έξαλλη φιλονικία. Με-τα-πολλά, το θέμα πήρε τέλος με εμένα να ρωτάω τις διπλανές παρέες πόσο πληρώνουν την δεσμίδα· να υπολογίζω, βάσει των λεγομένων των, πως χρωστούμε κάπου το εν-πέμπτο από αυτά που ζητούσε αρχικά· να ακουμπάω από αυτά το μερίδιό μου ― το εν-τρίτο δηλαδή ― πάνω στο χαρτόκουτο· και να αποχωρώ ανταπαντώντας «you rather call the damn army!» στον μαγαζάτορα και τους δύο πρώην φίλους μου που οδύρονταν πως θα φωνάξουν αστυνομία.
Λίγες ημέρες ύστερα, προς μεγάλη μου απογοήτευση, είχα πια συνειδητοποιήσει πως οι έμπιστοι άνθρωποι σε αυτόν τον τόπο ήταν πραγματικά δυσεύρετοι. Μολονότι, εν αντιθέσει με τις περισσότερες αφρικανικές πόλεις, βίαια εγκλήματα ήταν εκεί σχετικά σπάνια, χωρίς διάθεση υπερβολής έκρινα αυτήν την πόλη ως την πιο άξενη που έχω ποτέ ευρεθεί, με συντριπτική μάλιστα διαφορά.
Δεν ήταν μόνο εκείνα τα cool, ρασταφάρικα, αετονύχικα τυπάκια που έστηναν πιάτσες σε όλα τα ενεργά τουριστικώς σημεία, και σού την έπεφταν από παντού διαλαλώντας «peace and love brother», ενώ ήταν σε ετοιμότητα να σε ξεγελάσουν προς όφελός των με τα πιο μικροπρεπή κολπάκια… Ούτε μόνο οι συμμορίες μικρών, ρακένδυτων παιδιών που σε περιέζωναν σε κάθε ευκαιρία με μάτια καρφωμένα στις τσέπες σου και με σκοπό να σε ψειρίσουν εάν δείξεις χαλαρός και όχι διαθέσιμος να τα πάρεις στο κυνήγι… Ούτε καν μόνο τα υστερόβουλα αισθήματα σύσσωμου του εμπορικά δραστήριου πληθυσμού, που θεωρούσε το να σε χρεώσει παραπάνω ως ξένο, όχι τόσο σαν μία ευκαιρία επιπρόσθετου κέρδους ― ένα τυχερό ας πούμε ― αλλά σαν την φυσιολογική τάξη των πραγμάτων… Αλλά αυτό που περισσότερο από κάθε τι άλλο σε έκανε να αισθανθείς απρόσδεκτος σε αυτήν την κοινωνία ήταν μάλλον το ρατσιστικό φρόνημα που διάχυτο κυριαρχούσε την νοοτροπία των κατοίκων της, και η υπεροψία με την οποία σε αντιμετώπιζαν. Ουκ ολίγες ήταν μάλιστα οι φορές που, στα καλά του καθουμένου, δέχθηκα ρατσιστικού τύπου, αισχρές φραστικές επιθέσεις από άγνωστους στον δρόμο· ή ακόμη και πετροβολισμό από ομηγύρεις παιδιών σε παρακμιακές συνοικίες.
Όλα αυτά στην αρχή με εξέπληξαν· αφού συλλογίστηκα πως η Αιθιοπία τυγχάνει η μοναδική αφρικανική χώρα που ― ολιγοετούς ιταλικής κατοχής εξαιρουμένης ― δεν αποικήθηκε ποτέ από ξένες δυνάμεις. Εξού και αναλογικά με την υπόλοιπη ήπειρο έχουν υποφέρει ελάχιστα, και ως-επί-το-πλείστον έμμεσα μόνο, από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Σαν το καλοσκέφτηκα όμως, μού φάνηκε αρκετά λογικό· αφού ο ίδιος ο απομονωτισμός μάλλον επέδρασε καταλυτικά στην γέννηση και συντήρηση τοιούτων αισθημάτων.
Η αφιλόξενη αυτή ιδιοσυγκρασία αυτού του λαού γίνεται επίσης κατανοητότερη εάν αναλογιστεί κανείς την πολυβάσανη ιστορία και σκληρή ζωή του. Μακροχρόνιοι πόλεμοι, βίαιες εμφύλιες συρράξεις, δριμεία καταπίεση, μαζικοί λιμοί, φυσικές καταστροφές, πενία, και χίλιες-δύο άλλες μάστιγες έχουν κατατρέξει και ακόμη κατατρέχουν αυτούς τους ανθρώπους. Η φτώχεια και κακομοιριά που απάντησα στην Αντίς Αμπέμπα ήταν από τις πιο εξωφρενικές σε όλη την ήπειρο, και η επαιτεία έδειχνε να είναι μία από τις πιο διαδεδομένες απασχολήσεις. Τα πεζοδρόμια έβριθαν από ξερακιανούς, αρρώστους, ακρωτηριασμένους, γλωσσότμητους, οφθαλμωρωρυγμένους, και κάθε λογής ανάπηρους και ανήμπορους ζητιάνους όλων των ηλικιών και αμφοτέρων των φύλων.
Η πόλη όλη, επίσης, αντικατόπτριζε την γενική εικόνα των κατοίκων της. Ήταν κι αυτή κάπως… σακατεμένη. Τα ερείπια ήταν μάλλον μεγαλύτερου αριθμού από τα αρτιμελή κτίρια. Χαρακτηριστικότατα ήταν επίσης και τα πάμπολλα ανολοκλήρωτα και παρατημένα, πολλά εξ αυτών μεγαλεπήβολα, έργα· όπως επί παραδείγματι ένας υπέργειος σιδηρόδρομος και κάμποσες πανύψηλες, ογκηρές, περίβλεπτες οικοδομές που είχαν μείνει στο σκυρόδεμα εδώ και, φαινομενικά, πολλά έτη, ή και δεκαετίες, από τότε που άνθρωπος είχε τελευταία φορά εργαστεί σε αυτές. Άλλο χαρακτηριστικό της πόλης ήταν επιπλέον και οι πολλοί βαθείς λάκκοι και τάφροι που πετύχαινες στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, στις πλατείες και οπουδήποτε γενικότερα συνήθιζες να περπατάς. Διά τούτο απαιτούντο μεγάλη προσοχή και βλέμμα χαμηλωμένο εάν δεν ήθελες να ευρεθείς στον πάτο ενός εξ αυτών χωρίς να το καταλάβεις.
Πολλά τα αξιοπερίεργα σε αυτήν την πόλη… Εκείνο που όμως έκρινα να την χαρακτηρίζει περισσότερο από κάθε τι άλλο ήταν η επικρατούσα κατάσταση υγιεινής. Η βρομιά και η μπόχα ήταν ασυγκρίτως χειρότερες απότι στην Αθήνα εν καιρώ μακράς απεργίας οδοκαθαριστών. Όλη η πόλη έμοιαζε να έχει έναν μόνο κάδο απορριμμάτων, που ήταν… η πόλη η ίδια. Παντού ― εκτός από τους περιβόλους των κυβερνητικών κτιρίων ― ήταν ολόγιομη από σωρούς σκουπιδιών και διάσπαρτες ακαθαρσίες· ενώ σε κάμποσες εκτάσεις μεγέθους ποδοσφαιρικού γηπέδου, μέσα στην πόλη, τα σκουπίδια σχημάτιζαν, όχι σωρούς, αλλά λοφοσειρές μάλλον. Μία άκρως αποδοτική μέθοδος προσανατολισμού που σκαρφίστηκα ήταν η όσμηση ενός μικρού, μαύρου από την μπίχλα ποταμιού, που έρρεε στα όρια της γειτονιάς μου. Η δυσωδία του, που γινόταν αισθητή από απόσταση χιλιομέτρων, με καθοδηγούσε αλάνθαστα πίσω στην γειτονιά σε περίπτωση που ήμουν χαμένος.
Παρ’ όλες τις δυσχέρειές του όμως, και παρά τον όχι και τόσο συμπαθητικό χαρακτήρα του, ο λαός αυτός ομολογουμένως έχει αναπτύξει μία ιδιάζουσα και σαγηνευτική κουλτούρα, βασισμένη στην χαμένη στα βάθη της αρχαιότητας παράδοσή του. Από άποψη ιστορική, γλωσσική, εθιμολογική, ενδυματολογική, γαστρονομική, καλλιτεχνική, και πάσαν άλλη, η παρακολούθηση του καθημερινού ρου των ζωών εκείνων των ανθρώπων αποτέλεσε για μένα κάτι το εντελώς καινούργιο· απολύτως ξεχωριστό από όλους τους άλλους πολιτισμούς που είχα ευτυχήσει να γνωρίσω στην ήπειρο· όλοι οι οποίοι, σε σχέση με τον παρόντα, φάνταζαν αναμεταξύ τών πανομοιότυποι. Οι Αιθίοπες έχουν κατορθώσει να διατηρήσουν τον πολιτισμό των αγαστώς αυθεντικό και αμίαντο από εξωτερικές επιδράσεις μέσα στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης.
Ένα εκ των πολλών που διαφοροποιούν τους Αιθίοπες από τους λοιπούς αφρικανικούς λαούς είναι επίσης η θρησκεία. Εκεί που το Ισλάμ και οι διάφορες δυτικές χριστιανικές εκκλησίες αποτελούν τα κυρίαρχα δόγματα σε όλη την υπόλοιπη ήπειρο, στην Αιθιοπία η πλειονότητα του πληθυσμού είναι πιστοί της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας. Η Αιθιοπία τυγχάνει επίσης να είναι και το δεύτερο, μετά την Αρμενία, αρχαίο βασίλειο που υιοθέτησε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία.
Η πόλη όλη είναι γεμάτη από αριστοτεχνικής κατασκευής, παλαιότερες και νεότερες εκκλησίες. Μεγάλο ενδιαφέρον είχε να στήνεσαι έξω από αυτές και να παρατηρείς: τους ρασοφόρους και γενειοφόρους, συνήθως παχείς ιερείς να διέρχονται ράθυμα πέρα-δώθε, ικανοποιημένοι, καθώς φαινόταν, από τις τρυφηλές ζωές των· τα μπουλούκια των βαλαντωμένων ζητιάνων που, είτε από ανάγκη είτε από επάγγελμα, απάντεχαν την ελεημοσύνη των συνανθρώπων των· τους διάφορους συνωστιζόμενους τσαρλατάνους που εμπορεύονταν εικονούλες, σταυρουδάκια, και λοιπά θαυματουργά τσουμπλέκια προς τους δύσμοιρους και κατατρεγμένους θεοφοβούμενους, που μπάς-και ελαφρύνουν τα βάρη της ύπαρξής των, σύχναζαν εκεί να ασπάζονται τοίχους και να εκτελούν γονυπετείς ικεσίες· και πολλά άλλα, που έδιναν νομίζω μία καλή αναπαράσταση των δρωμένων έξω από μία ελληνική εκκλησία κατά την διάρκεια του μεσαίωνα.
Κατιτί συμβιβαζόμενοι με την Γένεση της Βίβλου, οι Αιθίοπες επίσης παινεύονται ότι η χώρα των είναι η κοιτίδα του ανθρωπίνου γένους. Πράγμα που κάνουν δικαίως μάλλον· μιάς-και από αυτής της χώρας τα χώματα έχουν εκσκαφθεί οι σκελετοί πολλών εκ των αρχαιοτέρων πρωτόγονων ανθρωποειδών, συμπεριλαμβανομένου και του αρχαιοτέρου όλων: της πασίγνωστης αυστραλοπιθηκίνας Λούσι· της οποίας τα λίγα και μικρά οστά έτυχε να δω εκτιθέμενα στο εθνικό μουσείο της πόλης. Πού να φανταζόταν τώρα και αυτή η κακομοίρα ότι κάποια ύστερα δίποδα θα ξέθαβαν τα κοκκαλάκια της, τρία εκατομμύρια χρόνια μετά τον θάνατό της, για να τα τοποθετήσουν σε ένα υάλινο κουβούκλιο.
Τα πιο εντυπωσιακά, πάντως, δρώμενα σε αυτήν την πόλη συνέβαιναν την νύχτα. Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες χώρες απ’ όπου είχα περάσει ― όπου ακόμη και ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς, η οινοπνευματοποσία δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη ― στην Αντίς Αμπέμπα η νυχτερινή ζωή ήταν υπερδραστήρια. Πραγματικά, δεν νομίζω πως υπήρχε ένα οικοδομικό τετράγωνο σε όλη την πόλη χωρίς ένα τουλάχιστον μαγαζί να πουλάει αλκοόλ όλο το εικοσιτετράωρο. Σε άλλες περιοχές πάλι, θα έβλεπες ολόκληρους μαχαλάδες αφιερωμένους αποκλειστικά στην νυχτερινή διασκέδαση.
Αμέτρητα παρακμιακά κωλοκλαμπόμπαρα, στενά συναγμένα το-ένα-δίπλα-στο-άλλο, έπιαναν ολάκερα μήκη δρόμων. Όλα αυτά ήταν στολισμένα με χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια και διάφορους παρδαλούς φωτισμούς. Και ομηγύρεις ελαφροντυμένων δεσποινίδων ― κοινώς ξέκωλα ― ήταν συγκεντρωμένες παρά τις εισόδους των, προσπαθώντας να μαυλίσουν μέσα στα μαγαζιά τους σουρωμένους περαστικούς με πρόστυχα νεύματα και παιχνιδάκια.
Άλλα πάλι μαγαζιά ήταν πιο παραδοσιακά. Αντί για χαζά ηλεκτρονικά μπιτάκια, είχαν λυράρηδες και τυμπανιστές να παίζουν ιλαρούς αιθιοπικούς σκοπούς· και οι δεσποινίδες των, ντυμένες με κομψές παραδοσιακές φορεσιές, λίκνιζαν τα κορμιά των εκστασιασμένες στους αλέγρους ρυθμούς της λύρας, αναφωνώντας με πάθος «άχα άχα άχα άχα», πωρώνοντας τους εύπορους μεσήλικες θαμώνες, που με την σειρά των τών κολλούσαν χαρτονομίσματα με σάλιο στο κούτελο ή τα έχωναν ανάμεσα στα αναπηδώντα στήθη των.
Αυτά και άλλα πάρα πολλά ακόμη εξίταραν την περιέργειά μου και απασχόλησαν τις ημέρες μου κατά την διάρκεια της εκεί παραμονής μου. Περνούσαν οι μέρες, το λοιπόν, η-μία-μετά-την-άλλη, και σίμωνε η ώρα μου να αναχωρήσω προς τόπους νέους.