Πάρα πολλά τα χιλιόμετρα που διανύσαμε εκείνη την ημέρα. Και πολλά ακόμη που διανύσαμε την νύχτα. Με μεγάλη προσοχή έπρεπε να οδηγώ αφότου χάθηκε ο ήλιος. Ο δρόμος εξακολουθούσε να είναι εξαιρετικά κοσμοσύχναστος· ως ήταν και νωρίτερα. Και ο φωτισμός δεν βοηθούσε διόλου, μιάς-και ήταν ανύπαρκτος. Εννοείται πως οι πεζοί δεν έμπαιναν στον κόπο να χρησιμοποιήσουν αντανακλαστικά υλικά καθώς περπατούσαν στην άκρη του δρόμου· ούτε και όταν, κάθε-λίγο-και-λιγάκι, σαν από το πουθενά ξεπετάγονταν μπροστά σού για να τον διασχίσουν απέναντι. Ωστόσο, δεν νομίζω πως σ’ εκείνους τους τόπους συνέτρεχε τίποτε το αφύσικο στο να κυκλοφορείς αόρατος μέσα στην νύχτα· ούτε καν για τα πολλά μηχανοκίνητα, πολλά εξ αυτών φορτηγά, που κινούνταν στον δρόμο χωρίς να φέρουν ίχνος φωτός. Τελικά, χωρίς ευτυχώς να έχουμε εμπλακεί σε κάποιο ατύχημα, φτάσαμε αργά την νύχτα στην Τάνγκα.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Αυτή είναι άλλη μία παραθαλάσσια τανζανική πόλη· η οποία είναι και το βορειότερο θαλάσσιο (έχει βορειότερα στην Λίμνη Βικτώρια) λιμάνι της χώρας, λίγα χιλιόμετρα πριν τα κενυατικά σύνορα. Δειπνήσαμε σε ένα ινδικό εστιατόριο· ήπιαμε και λίγες μπύρες σε ένα μπιλιαρδόμπαρο, όπου κανείς από τους μπεκρήδες θαμώνες δεν μάς έδωσε την παραμικρή σημασία ― ήταν όλοι πωρωμένοι με κάποιον αγώνα ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου στην τηλεόραση ― κάναμε και δύο βόλτες… και ήταν ώρα για ύπνο.
Οδηγήσαμε λίγο τριγύρω στα περίχωρα της πόλης, μέχρι που εντοπίσαμε μία ωραία καβάτζα για να την πέσουμε. Σταθμεύσαμε, ρίξαμε τα καθίσματα, και κοιμηθήκαμε ― εγώ τουλάχιστον· η φίλη μου δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Σαν ξύπνησα με το πρώτο φως, την είδα να κάθεται δίπλα μού, με μάτια ορθάνοιχτα και κατακόκκινα, ένα τσιγάρο να ακροκρέμεται από τα χείλη, και φυσιογνωμία που μαρτυρούσε κακοπάθεια. Οι γόπες, που είχαν σχεδόν ξεχειλίσει το σταχτοδοχείο, μού κατέθεσαν πως είχε μείνει ξάγρυπνη όλη την νύχτα. Με-το-που την ρώτησα γιατί δεν κοιμήθηκε, μού απάντησε: «διότι δεν είμαι αναίσθητη σαν εσένα!».
Η αλήθεια είναι πως είχε δίκιο. Όχι πως πρέπει να είναι κανείς αναίσθητος για να κοιμηθεί στο κάθισμα ενός αυτοκινήτου· αλλά όταν, προσέτι, η ζέστη είναι τόσο φρικτή που κάνει όλους του τους ιδρωτοποιούς αδένες να εκρέουν σαν σιντριβάνια, ενώ επιπλέον είναι αναγκασμένος να φοράει μακριά και χοντρά ρούχα ώστε να περιορίσει το κατά δύναμιν το πεδίο δράσεως των υπερτροφικών, τροπικών κουνουπιών, που βομβώντας σαν βομβαρδιστικά κατά επιδρομή, τον γυροφέρνουν ακούραστα ολονυκτίς, προβαίνοντας σε μαζικές εφορμήσεις κάθε που εντοπίζουν ανυπεράσπιστο δέρμα… ίσως και να πρέπει να είναι λίγο αναίσθητος.
Λίγο μετά το ξύπνημα είχαμε ευρεθεί σε μία πλατιά αμμουδιά. Φτάσαμε εκεί ταυτόχρονα με τον ήλιο, που μόλις είχε αναδυθεί πίσω από τον ωκεάνιο ορίζοντα να καταυγάσει τα φλοισβίζοντα στον αιγιαλό κύματα. Πλυθήκαμε με λίγο θαλασσινό νερό, αλλάξαμε και τα ποτισμένα στον ιδρώτα ρούχα, και αφότου δώσαμε το ύστατο αντίο στον ωκεανό, ήμασταν πάλι μέσα στο αμάξι και ξεκινούσαμε την πορεία προς την αφρικανική ενδοχώρα.
Για την ιδρωτίλα που είχε εμποτίσει τα καθίσματα του αυτοκινήτου, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Τα νύχια μου εκείνη την ημέρα σχεδόν πήραν φωτιά να ξύνουν τα χιλιοτσιμπημένα μέλη του σώματός μου που υπέφεραν την νυχτερινή κραιπάλη εκείνων των σιχαμερών, αιμοβόρων εντόμων. Τέτοια μικροπράγματα είναι όμως λεπτομέρειες, που δεν δύνανται να σού χαλάσουν την διάθεση όταν είσαι συνεπαρμένος από την διακαή περιέργεια που προηγείται μίας επικείμενης εξερευνητικής εξόρμησης.