Ο ήλιος εσηκώθηκε όπως το συνηθίζει
Κάθε πρωί, πάντα πιστός, φως για να μάς χαρίζει
Τι και αν φεύγει αργότερα; πάντα ξαναγυρίζει
Σε έναν κύκλο αέναο τις μέρες να χωρίζει
Σήμερα μέρα έφερε με άλλη σημασία
Διοτ’ ήθελαν οι άνθρωποι να διώξουν την ανία
Της έδωσαν εν όνομα και ημερομηνία
Και περιμένουν για νά ‘ρθει· να φέρει ευτυχία
Ήλθαν λοιπόν Χριστούγεννα, οι πάντες εορτάζουν
Παντού ανά την υδρόγειο κάρτες κι ευχές αλλάζουν
Όλοι σε φίλους και γνωστούς τα δώρα των μοιράζουν
Οι οικογένειες σμίγουνε γιορτές για να περάσουν
Οι πόλεις εστολίστηκαν με χρώματα και φώτα
Και γέροντες στα κόκκινα στους δρόμους δίνουν δώρα
Οι άνθρωποι χαρούμενοι αγάπη δείχνουν τώρα
Τα πάντα μοιάζουν όμορφα σαν παραδείσου νότα
Υπάρχουν όμως και αυτοί, οι παραμερισμένοι
Που τα Χριστούγεννα περνούν τελείως ξεχασμένοι
Κάπου μονάχοι κι έρημοι και στεναχωρημένοι
Εν μέσω αγάπης και χαράς στέκουν απορημένοι
Πάνο, καημένε φίλε μου πού ‘σαι σε ξένη πόλη
Δεν έχεις φίλους ή γνωστούς· ξένοι σού είναι όλοι
Σ’ άδειο δωμάτιο κάθεσαι, μονάχος σού ακόμη
Και έχεις για παρέα σου μια σκέψη όλη κι όλη
Βάγγο, πρεζάκια φίλε μου που τριγυρνάς χαρμάνης
Μες στης Ομόνοιας τα στενά και δεν νοείς τι κάνεις
Καβάτζα, άκρη και ψιλά τώρα μονάχα ψάχνεις
Και με περπάτημα πολύ στο φαρμακείο φτάνεις
Γιάννη, ξέρω, κουράστηκες μες στα ψυχιατρεία
Έστω και αν δεν ξέρεις πια την ημερομηνία
Νοείς χειμώνας έφτασε· τα πάντα είναι κρύα
Και κάθεσαι κι αναζητάς τρόπο γι’ αυτοκτονία
Τάσο, κι εσύ, μες στο κελί έναν ακόμη χρόνο
Βαρέθηκες την φυλακή κι όλον αυτόν τον πόνο
Μονάχος είσαι και μετράς τον πού ‘χει μείνει χρόνο
Διακόσιες και σήμερα· αυτές εμείναν μόνο
Πάνο, Γιάννη, Βάγγο, Τάσο, Βασίλη και συ Νάσο
Και όλοι οι άλλοι, φίλοι μου, εσάς δεν θα ξεχάσω
Και σήμερα Χριστούγεννα απεφάσισα να γράψω
Για όλους εσάς· ώστε με σας την μέρα να περάσω