Πριν χρόνια, καθώς ροβολούσα μία ξέμακρη κορυφογραμμή των τρανσυλβανικών Καρπαθίων, πέτυχα έναν μοναχικό γεροβοσκό. Όλβιος καθόταν σε έναν βράχο και αγνάντευε του κόσμου την απεραντοσύνη, ενώ κατά διαστήματα έστρεφε τον λαιμό και ξάνοιγε με νωχελική περιέργεια την καταπονημένη μου φιγούρα να κατηφορίζει από την κορυφή. Κατά τις ακόλουθες ημέρες μοναξιάς και ενδοσκοπήσεως που μού πήρε να διασχίσω την οροσειρά, η εικόνα του ενέμεινε στον νου μου και ενέπνευσε λίγους στίχους. Δοθείσης της ευκαιρίας, είπα τώρα το λοιπόν να τους κάνω μπλουζ.
Στίχοι
Βοσκέ μονάχος στα βουνά
Περνάς πολύ ωραία
Χαιρόμενος την ερημιά
Με τα οζά παρέα
Βοσκέ τα γίδια σου εισακούν
Την βροντερή φωνή σου
Και την παλάμη σου ζητούν
Οι τσοπανόσκυλοί σου
Βοσκέ τις ώρες δεν μπορείς
Χωρίς ρολόι να μετρήσεις
Μα δεν σε νοιάζει, δεν αργείς
Τι είν’ άγχος δεν γνωρίζεις
Βοσκέ νομίζουν σε τρελό
Που μόνος τα όρη γυροφέρνεις
Μα δεν σε νοιάζει αφού τρελό
Εσύ τον κόσμο όλο βλέπεις
Βοσκέ ψηλά από τις κορφές
Τα πέρατα ατενίζεις
Τις πολιτείες τις ζουρλές
Πολύ μικρές θωρείς τις
Βοσκέ εσύ δεν θες γιατρό
Αρρώστια δεν σε σκιάζει
Μήτε κι ο θάνατος θαρρώ
Δεν σε πολυτρομάζει