Το σκοτάδι επικράτησε απότομα, και ένα ανακουφιστικό αεράκι πήρε να ρέει προς την θάλασσα. Μία γλυκιά τροπική νύχτα είχε μόλις πέσει υπέρ της ταϊλανδικής ακτής. Οι οδοί του Χουαχίν, μίας από τις πιο δυτικοποιημένες πόλεις της Ταϊλάνδης, θα ήταν κανονικά φίσκα. Πωλητές φαγητού δρόμου θα μοχθούσαν πυρετωδώς όπως ικανοποιήσουν την πείνα μεθυσμένων τουριστών. Κράχτες και κοκότες θα ρέκαζαν κατασύνεχα, πασχίζοντας να δελεάσουν άρρενες πελάτες στα πανταχού παρόντα κωλόμπαρα. Αφειδωσύνη και λαγνεία θα μαίνονταν άχρι αυγής… Μα ουδέν τέτοιο συνέβαινε επί του παρόντος. Οι δρόμοι ήταν παντελώς έρημοι.
Ήταν ημέρες αιχμής της πανδημίας του Κορονοϊού. Οι τουρίστες ήταν στις χώρες των, τα μπαρ κλειστά, οι ντόπιοι κλεισμένοι σπίτι… και εμείς σουλατσάραμε στις αδειανές οδούς με το σκουτεράκι, αναζητώντας το άκυρο φαγάδικο που αψηφούσε την απαγόρευση κυκλοφορίας και θα μάς επέτρεπε μια γρήγορη μάσα.
Σε ένα τυχαίο σοκάκι, ένας πίνακας μενού στεκόταν μπροστά από έναν αξέχωρο τσιμεντένιο τοίχο που ανήκε σε ένα μπόσικο σπιτάκι. Ένα γυμνό πλαστικό τραπέζι και δύο σκαμνιά έστεκαν αποδίπλα. Σταματήσαμε. Το μενού περιείχε εικόνες που, αν και ερασιτεχνικές, απεικόνιζαν τα πιάτα ευνοϊκά. Οι τιμές ήταν όσο λογικές θα μπορούσαν να ήταν σε αυτήν την πόλη· αρμόζουσες μάλλον σε πάγκο φαγητού δρόμου για πακέτο παρά σε εστιατόριο. Και ούτως ή άλλως, δεν θα βρίσκαμε τίποτε άλλο.
Έδωσα λίγο γκάζι να ρίξω μια ματιά μέσα στην ανοιχτή πύλη στο πλάι της πρόσοψης του σπιτιού. Κανα-δυό ακόμη τραπέζια ήταν στριμωγμένα μέσα στην στενόχωρη αυλή. Ήταν στρωμένα και στολισμένα με αναμμένα κεριά, μα δεν φαινόταν ίχνος πελατών ή προσωπικού έως ότου, στιγμές ύστερα, ένας πρόσχαρος άνδρας εξήλθε της πόρτας του σπιτιού στην πίσω γωνία της αυλής.
Ήταν ένας ηλικιωμένος λευκός τύπος στα ύστερα-εξήντα ή τα πρώιμα-εβδομήντα. Φορούσε μία κουρελιασμένη αμάνικη φανέλα—η κοιλιά του σχημάτιζε μία σχεδόν τέλεια σφαίρα αποκάτω—ένα μουντζουρωμένο, χαχόλικο παντελόνι, και παντόφλες. Τα σγουρά μαλλιά του ήταν άσπρα και ατημέλητα αλλά πυκνά για την ηλικία του. Ήταν μαυρισμένος, μα μόνο τόσο που κανείς μαυρίζει όταν ζει σε τροπική χώρα και εκτίθεται στον ήλιο μονάχα εφόσον απολύτως αναπόφευκτο. Τα γαλάζια μάτια του και η ευγενική του όψη ακτινοβολούσαν με την ευδαιμονία και προσμονή ενός παιδιού μπροστά στον Άι Βασίλη.
«Σερβίρεις ακόμη;» τον ρώτησα, καταλαβαίνοντας πως είναι ο ιδιοκτήτης.
«Ναι, φυσικά, καθίστε» είπε με πρόδηλη βρετανική προφορά.
Μας ήγαγε στο τραπέζι, τράβηξε τα σκαμνιά έξω, και μας κάθισε σχεδόν σωματικά—σαν για να βεβαιωθεί πως δεν θα δραπετεύσουμε.
«Επιστρέφω αμέσως» είπε και τσακίστηκε προς τα μέσα.
Δευτερόλεπτα αργότερα, ξαναξεμύτισε από την πύλη φέρων ένα χρωματιστό τραπεζομάντιλο, ένα κερί, και έναν κατάλογο. Αφού έστρωσε το τραπέζι, στάθηκε άνωθέν μάς καρτερικά και μάς έδωσε τις προτάσεις του. Παραγγείλαμε, και γλίστρησε πάλι μέσα.
Ευθέως μού προξένησε την εντύπωση ότι δεν τον ενθουσίασε τόσο η υποδοχή πελατών όσο η προοπτική παρέας. Αυτή μου η εντύπωση επιβεβαιώθηκε όταν, εντός ολίγου, εμφανίστηκε πάλι με ένα επιπλέον σκαμπό, ένα κουτάκι μπύρα, και ένα πακέτο τσιγάρα.
Έστησε το σκαμπό στα δύο μέτρα από το τραπέζι μας, στρογγυλοκάθισε, άναψε τσιγάρο, και ξεκίνησε ψιλοκουβέντα. Μιλήσαμε για την πανδημία, τον καιρό, την πόλη, την Ταϊλάνδη εν γένει… Επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να επαινέσει την μικρή του επιχείρηση και να δηλώσει πως έχει τους τακτικούς του πελάτες που δειπνούν σε αυτόν κάθε βράδυ, κάθε χρόνο κατά τις διακοπές των…
Ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του μού είχε κινήσει την περιέργεια. Περίμενα αφορμή να φέρω την συζήτηση στο άτομό του και να μάθω ποια καλή τύχη τον είχε φέρει κείσε.
Μία παχουλούτσικη Ταϊλανδέζα στα ύστερα-τριάντα βγήκε τελικά από το σπίτι. Μας σέρβιρε χαμογελαστά, αντάλλαξε λίγα σκανδαλιάρικα αστεία με τον τύπο, και ξαναμπήκε σπίτι. Πεινασμένοι καθώς ήμασταν, βουτήξαμε στα πιάτα αυτοστιγμεί.
«Είναι καλή μαγείρισσα, ε;» είπε ο άνδρας, έκδηλα ευχαριστημένος που μας έβλεπε να καταβροχθίζουμε το φαγητό.
«Ναι, νοστιμότατο. Και αξιοπρεπέστατες μερίδες» αναγνώρισα. «Γυναίκα σου;»
«Ναι, γκόμενά μου βασικά. Συζούμε και διευθύνουμε αυτό το εστιατόριο εδώ-και σχεδόν επτά χρόνια. Φίνα κοπέλα.»
Το θέμα ερχόταν όθι το ήθελα. Θα τού έκανα ερωτήσεις να μάθω τα καθέκαστα του βίου του, αλλά δεν χρειάστηκε. Απεδείχθη υπερπρόθυμος να διηγηθεί τις περιπέτειές του απαρακίνητος. Κατά την επομένη περίπου ώρα που παραμείναμε—τρώγοντας δεύτερο πιάτο και πίνοντας λίγες μπίρες εν συνεχεία—φλυάρησε ακατάπαυστα για την κατάστασή του…
Γεννήθηκε σε μία κωμόπολη της νότιας Αγγλίας, την οποία ζήτημα κι αν άφησε ποτέ προτού συνταξιοδοτηθεί. Ολοκλήρωσε την υποχρεωτική του εκπαίδευση και δούλευσε στο ίδιο εργοστάσιο καθ’ όλον του τον εργασιακό βίο. Παντρεύτηκε νέος και απέκτησε έξι παιδιά. Έζησε μία αδιάφορη ζωή μέχρι-που, λίγο μετά την συνταξιοδότηση, η γυναίκα του τον χώρισε.
H αιτία του διαζυγίου δεν ήταν ο αλκοολισμός του (ανέκαθεν μπεκρόπινε, από νεαρός)· μήτε το ότι την απατούσε (πήγαινε τακτικά στις πουτάνες και είχε και καμια-δυό σταθερές ερωμένες τα πρώτα χρόνια του γάμου των, και αυτή το γνώριζε εξαρχής)… Μάλλον ήταν το ότι δεν τον άντεχε να περνάει πολλές ώρες στο σπίτι αφότου βγήκε στην σύνταξη.
Το πήρε βαριά στην αρχή, αλλά το ξεπέρασε σχετικά γρήγορα. Συγκεκριμένα, το ξεπέρασε τελείως την στιγμή που μπήκε σε εκείνο το νυν-κλειστό μπαρ στην παραδιπλανή γωνία…
Σε απόπειρα παρηγοριάς, οι φίλοι του οργάνωσαν να τον φέρουν διακοπές για γκολφ στην Ταϊλάνδη. Μα ουκ άπαξ έπαιξε γκολφ. Ώρες αφότου προσγειώθηκαν, την πρώτη του νύχτα στο εξωτερικό, στο πρώτο ξένο μπαρ που μπήκε ποτέ, σαν ήταν έτοιμος να παραγγείλει το πρώτο του ποτό… ερωτεύθηκε, παράφορα.
Τού μίλησε μία εικοσάχρονη Ταϊλανδή. Ήταν πολύ όμορφη, κατά λέξιν του, και καψώθηκε με την πρώτη ματιά. Αγόρασε σ’ εκείνη και τις φίλες της μερικά ποτά, και αργότερα έκαναν σεξ στο μονόκλινό του. Εθίχθη λιγάκι που τού ζήτησε λεφτά, είχε όμως πραγματική ανάγκη: η μητέρα της ήταν σοβαρά άρρωστη.
Παραμέλησε παντελώς τους φίλους του για το υπόλοιπο της παραμονής των στην Ταϊλάνδη. Πέρασε όλον του τον χρόνο παρέα με την νέα του κοπέλα. Ενοικίασαν αμάξι και πήγαιναν εξορμήσεις σε παραλίες και εμπορικά κέντρα την ημέρα· έπιναν και χόρευαν στα μπαρ την νύχτα…
Αυτές οι διακοπές του κόστισαν πολύ περισσότερο απότι είχε προϋπολογίσει—τα δώρα και τα ιατρικά έξοδα της μαμάς της κοπελιάς ήταν ιδιαιτέρως ακριβά—μα άξιζαν την σπατάλη· ήταν οι καλύτερες μέρες της ζωής του.
Βαθιά θλιμμένος, επιβιβάστηκε σε εκείνο το αεροπλάνο κατά την λήξη των διακοπών. Οι φίλοι του επέστρεψαν σε οικογένειες και καθημερινές ρουτίνες. Ο ίδιος δεν είχε από αυτά. Αντί αυτών, ωστόσο, είχε ένα νέο σχέδιο που περιελάμβανε συναρπαστικές προοπτικές για το μέλλον…
Πούλησε ό,τι είχε—τουτέστιν, ό,τι δεν είχε ήδη αρπάξει η πρώην από το δικαστήριο του διαζυγίου—μάζευσε τα σέα του, και μετακόμισε στην Ταϊλάνδη. Αυτή του η πράξη σοκάρισε και εξόργισε τα τέκνα του. Όλα εκτός από το μικρότερο έκοψαν κάθε επαφή μαζί τού αμέσως αφότου αναχώρησε· το μικρότερο ξέκοψε λίγα χρόνια αργότερα. Αυτή η αφήγηση αποτέλεσε την μοναδική περίπτωση που πρόσεξα την εγγενή του φαιδρότητα να φθίνει προσώρας από την όψη του.
Εκείνον τον καιρό, δεν τον πολυαπασχολούσαν τα παιδιά του—ή οτιδήποτε άλλο για την ακρίβεια. Η ύπαρξή του ήταν ολόψυχα αφοσιωμένη στην αγάπη του. Περνούσαν γαμάτα και αυτό μονάχα είχε σημασία. Πουλώντας όλην του την περιουσία, είχε συγκεντρώσει αξιοπρεπείς οικονομίες, οι οποίες, σε συνδυασμό με την σύνταξη, θα τών εξασφάλιζαν άνετη διαβίωση για το υπόλοιπο των ημερών του… Μόνο που οι υπόλοιπες ημέρες του έμελλαν να είναι πολύ περισσότερες από το ένα έτος που τού πήρε να χρεοκοπήσει.
Η υγεία της μαμάς χειροτέρευε. Χρειάστηκε να υποβληθεί σε διαδοχικές δαπανηρές χειρουργικές επεμβάσεις. Φυσικά, τον απογοήτευσε κατιτί που χαράμισε τους κόπους μιας ζωής για ένα άτομο που δεν είχε καν γνωρίσει, αλλά αυτό ήταν μία ασήμαντη θυσία για χάρη της αγάπης. Σημασία είχε να είναι η τζουτζούκα του ευχαριστημένη—η καημενούλα, ήταν τόσο πολύ δεμένη με την μητέρα της. Στο εξής θα όφειλαν να είναι λίγο φειδωλότεροι για να τα βγάζουν πέρα μόνο με την σύνταξη, αλλά στο τέλος της ημέρας, θα είχαν πάντοτε ο ένας τον άλλον.
Αλλά τα τέλη των ημερών οπόταν πράγματι είχαν ο ένας τον άλλον αραίωσαν μετά την τελευταία εγχείριση της μαμάς· βασικά περιορίστηκαν στα τέλη των πρώτων δύο-τριών ημερών του κάθε μηνός που έβγαιναν για διασκέδαση. Τον υπόλοιπο μήνα—ενώ αυτός παρέμενε κλεισμένος σε κάποιο άθλιο δωμάτιο ξενοδοχείου, μετά βίας τρεφόμενος εν αναμονή της επομένης σύνταξης—αυτή πήγαινε στο πατρικό της στο χωριό να φροντίσει την αναρρωννύουσα μητέρα της. Αχ πόσο ήθελε να μπορούσε να τον πάρει μαζί, αλλά τι θα σκέφτονταν; Ήταν μία παραδοσιακή, συντηρητική οικογένεια… Η κανακάρα των αρραβωνιασμένη με έναν φαράνγκ μεγαλύτερο από τον παππού της!; Ντροπή!
Κατά την διάρκεια των επομένων μηνών, καθώς την πετύχαινε όλο-και συχνότερα σε διάφορα καταγώγια παρέα με ηλικιωμένους λευκούς κυρίους, άρχισε να υποψιάζεται πως ήταν μαζί τού μόνο για τα λεφτά· πως δεν τον αγαπούσε, και ίσως ακόμη και πως η μητέρα της δεν ήταν ποτέ άρρωστη. Οι υποψίες του τελικά εξελίχθηκαν σε βεβαιότητα. Δεν άντεχε άλλο τις δικαιολογίες της. Ερεύνησε και έμαθε ότι δεν είχε οικογένεια. Ψευδόταν απαρχής.
Αυτή η επίγνωση, ωστόσο, δεν στάθηκε ικανή να εξαλείψει τα συναισθήματά του. Είχε ξεμωραθεί. Δεν έπαυσε ποτέ να την αγαπάει. Συνέχισε να ζει έτσι—ανεμοσκορπώντας μαζί τής την σύνταξη σε μία ή δύο μέρες, και νηστεύοντας ύστερα τον υπόλοιπο μήνα—για κάμποσα έτη. Μα με την πάροδο του χρόνου, αφής εγνώρισε την τωρινή του σύντροφο και άνοιξε το εστιατόριο, ξανάβαλε σιγά-σιγά την ζωή του σε τάξη.
Πλέον καταλάβαινε πως και τούτη ήταν μαζί τού για τα λεφτά. Όμως οι ανάγκες της ήταν πολύ πιο ταπεινές, προσιτές. Είχε περάσει καλά στα νιάτα της. Μα τώρα είχε μεστώσει και παχύνει. Δεν μπορούσε πια να κυνηγά μεγάλα πορτοφόλια. Είχε προβλήματα με το ποτό στο παρελθόν και δεν είχε καταφέρει να αποταμιεύσει. Γι’ αυτό και χρειαζόταν έναν αγαθό και φρόνιμο άνδρα να παράσχει μία ήρεμη ζωή για αυτήν και την κόρη της—Ένα γλυκό κοριτσάκι συνεχώς μπαινόβγαινε από το σπίτι, παρελαύνοντας περαδώθε στον δρόμο και επιδεικνύοντας με περηφάνια διάφορα παιχνίδια.
Η νυν του επίσης κοιμόταν με άλλους, περιστασιακά, αν τυχόν παρουσιαζόταν ευκαιρία για μία καλή μπάζα… Αλλά αυτό ήταν εντάξει διότι και αυτός θα περνούσε την άκυρη νύχτα με την πρώην του, όταν κατά τύχη έπιανε κάποιο μη-αμελητέο χρηματικό ποσό. Κατά τα άλλα, διατηρούσαν το μικρό των εστιατόριο και ζούσαν μία απλή και αρμονική ζωή μαζί…
Μάς είχε νωρίτερα μιλήσει για τους τακτικούς του πελάτες. Όταν φύγαμε εκείνο το βράδυ, ουδόλως αμφέβαλλα για την αλήθεια του ισχυρισμού του. Πάνω απ’ όλα, προσέφερε ευχάριστη παρέα. Κατά την υπόλοιπη παραμονή μας στο Χουαχίν, ξαναρχόμασταν λίαν συχνώς για ένα γευστικό δείπνο και μία χαλαρή κουβέντα.