Κράτησε κάμποσες ώρες η αγωνία. Λόφους πολλούς ανεβοκατεβήκαμε· σε πολύ σταυροκόπημα θα μπορούσε κανείς να έχει προβεί… Και κατά το μεσημεράκι, φτάσαμε τελικά ζωντανοί στα τανζανορουαντικά σύνορα. Απεγκλωβιστήκαμε, ρίξαμε ένα καλό τέντωμα, και ξεφορτώσαμε τα πράγματα. Εδώ θα περνούσαμε τα σύνορα πεζοί και θα μετεπιβιβαζόμασταν σε άλλο λεωφορείο προς το Κιγκάλι: την πρωτεύουσα της Ρουάντας.
Έλαβα την στάμπα εξόδου στο τανζανικό φυλάκιο, και πήρα να διασχίσω τον δολιχό δρόμο που κατέβαινε τον λόφο προς μία ιαπωνικής κατασκευής και χρηματοδότησης γέφυρα. Αυτή γεφύρωνε τους δύο απότομους λόφους ανά εκάστη όχθη του ορμητικού, καφετή ποταμού Καγκέρα· ο οποίος εκεί έτεμνε τις δύο χώρες.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Μετά το πέρασμα της γέφυρας, ήμουν πλέον στην Ρουάντα. Ωστόσο δεν θα έμενα πολλή ώρα, διότι η γνώμη εκείνου του τυπά στο γραφείο μετανάστευσης δεν συνέπεσε με την δική μου. Αφού δοκίμασα λογική, πίεση, επιμονή, παρακάλιο, δωροδοκία, και όλα τα λοιπά, πείστηκα τελικά ότι ούτε και υπάρχει περίπτωση να συμπέσει. Αυτό που έγινε ήταν ότι είχα προσέλθει άνευ προεκδοθείσας βίζας, πράγμα απαραίτητο, καθώς προέκυψε, όπως μού επιτραπεί η είσοδος στην χώρα. Έκανα λοιπόν την αίτηση επί τόπου και μού είπαν ότι μπορεί να πάρει από μία έως τρεις ημέρες.
Έμενε τώρα να δω πού θα μείνω. Ξαναφορτώθηκα τα πράγματα και πήρα τον δρόμο προς τα πίσω. Κάτω πλαγιά, γέφυρα, άνω πλαγιά, και έφτασα πίσω στο τανζανικό φυλάκιο. Για να σιγουρευτώ πως δεν θα αναγκαστώ να κατασκηνώσω επί της γέφυρας, ώστε να μην πληρώσω εκ νέου την τανζανική βίζα, έπρεπε να αποφύγω την μετανάστευση. Βγήκα στην ζούλα, πηδώντας τον φράκτη από ένα παρακριανό πέρασμα. Αποκεί βγήκα στον μικρό οικισμό που περιέβαλλε το φυλάκιο και ηύρα κατάλυμα σε έναν μικρό, ετοιμόρροπο ξενώνα. Το καλό περί του ότι δεν διέθετε τρεχούμενο νερό ήταν πως δεν θα ετίθετο πρόβλημα πλημμυρίσματος σε περίπτωση που το οικοδόμημα θα κατέρρεε. Παρείχε πάντως βροχονεροβάρελο για πλύσιμο στην αυλή, κουνουπιέρα, και ήταν πάμφθηνος.
Άφησα το λοιπόν εκεί τα πράγματά μου και εξήλθα προς εξερεύνηση. Πριν οτιδήποτε άλλο, ήπειγεν ανάγκη να βάλω κάτι στην ολημέρα άδεια μου γαστέρα. Οι επιλογές δεν ήταν βεβαίως πολλές· δυο-τρία φαγάδικα όλα-κι-όλα. Κάθισα στο ένα και γευμάτισα με ουγκάλι, φασόλια, και ψαράκι ποταμίσιο. Αφού απέφαγα, ήρθαμε σε διένεξη με την χοντρή μαγείρισσα. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχα πλέον τανζανικά σιλίνγκια, και ήθελα να την πληρώσω με ρουαντικά φράγκα. Διαφωνήσαμε περί της ισοτιμίας. Εις διπλούν με χρέωσε τελικά η μαγείρισσα μαζί με το συνάλλαγμα.
Έκανα τις βόλτες μου στο χωριό να περάσει η μέρα. Το λες και δεν το λες χωριό· ένας υποτυπώδης συνοριακός οικισμός ήταν. Μια εικοσαριά παράγκες όλες-κι-όλες, δύο ξενώνες, κι ένα μπιλιαρδόμπαρο. Πήρα έναν δρόμο που οδηγούσε έξω από τον οικισμό, παράλληλα του ποταμού από την υπερυψωμένη του όχθη. Το σκηνικό εκεί ήταν υπέροχο. Βιαστικός κυλούσε ο Καγκέρας. Είχε μπροστά τού μακρύ ταξίδι προς τον Νείλο και την Μεσόγειο. Πόσον καιρό να θέλει να φτάσει άραγε; πήρα να αναρωτούμαι. Παρατεταγμένοι σαν του ωκεανού τα κύματα, και κατειλημμένοι από βροχοδάσος, εξετείνονταν οι λόφοι και οι λοφίσκοι προς το αχανές πέραν, επ’ αμφοτέραις πλευραίς του ποταμού. Επί τη μεν μία, το παρόν· επί τη δε άλλη, το μέλλον: οι νέες γαίες που σύντομα θα πατούσα, όποτε εκείνος ο πηληκιοφόρος τύπος στην άλλη μεριά της γέφυρας αξιωνόταν να μού βάλει την ρημάδα την σφραγίδα.
Λίγο μετά το χάραμα σηκώθηκα την επομένη. Αφού ήπια ένα καφεδάκι στο υπαίθριο καφενείο δίπλα από τον ξενώνα, κίνησα μονομιάς να δω σε τι στάδιο ευρίσκεται η έκδοση της βίζας μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν με διέπνεε ιδιαίτερη αισιοδοξία. Η πείρα που είχα μέχρι στιγμής αποκτήσει σε αυτή την ήπειρο με συμβούλευε ότι, όταν μού λένε από μία έως τρεις ημέρες, μπορώ να περιμένω τέσσερις στην καλύτερη των περιπτώσεων. Διά τούτο και είχα αφήσει τις αποσκευές μου πίσω στον ξενώνα· ώστε να μην τις κουβαλάω τζάμπα. Η πείρα μου όμως διεψεύσθη με ευχάριστο αποτέλεσμα. Σαν παρέστην στην μετανάστευση, με ενημέρωσε ο ίδιος χθεσινός γραφιάς ότι η βίζα μου έχει εκδοθεί και μπορώ να περάσω όποτε θελήσω. Τού είπα ότι πάω πίσω να πάρω τα πράγματα και επιστρέφω λίαν συντόμως.
Όπου-νά-‘ναι θα έμπαινα στην Ρουάντα· και τίποτε δεν εδύνατο πλέον να με κωλύσει· ή σχεδόν τίποτε… Εκεί που γυρνούσα στην Τανζανία, σε ανύποπτο χρόνο, από το πουθενά μαύρισε ο ουρανός και μία διαδοχή αστραπών περιέρρευσε την μαυρίλα του, ακολουθούμενη από μία συμβροντία μπουμπουνητών, που λίγο και θα έκανε την άσφαλτο υπό των πελμάτων μου να ραγίσει.
Μολονότι επέδειξα το ύψιστο των δυνατοτήτων μου στο τρέχειν ώς λαγώς, δεν το γλίτωσα το μπουγέλο. Έσταζα όσο δεν γινόταν παραπάνω σαν έφτασα λαχανιασμένος πίσω στο δωμάτιο. Το τρέξιμο ωστόσο δεν πήγε στράφι. Πάνω στην ώρα έφτασα για να σώσω την κιθάρα από την αδροτέρα των διαρροών της οροφής, που έτυχε να ευρίσκεται ακριβώς πάνω από το ατυχές όργανο. Τοποθέτησα όλα μου τα πράγματα σε μέρη στεγνά· έβγαλα, στράγγιξα, και άπλωσα τα βρεγμένα μου ρούχα· φόρεσα άλλα· έστριψα κι ένα τσιγάρο· και στήθηκα δίπλα στο παράθυρο να θαυμάζω την μάνητα της τροπικής καταιγίδας.
Έριχνε, έριχνε, έριχνε και δεν έλεγε να σταματήσει. Πάταγο έκαναν οι μεγέθους χαλικιού στάλες που κατέπεφταν διηνεκώς στην τσίγκινη οροφή. Όλο-και ανέβαινε η στάθμη των λιμναζόντων στην αυλή νερών. Έτρεχε αγωνιωδώς πέρα-δώθε κι εκείνος ο άμοιρος ο καμαριέρης να περισώσει ότι μπορούσε από την ζημιούμενη περιουσία του αφεντικού του.
Έδωσε, πήρε… έλεγα ότι δεν θα κόψει μέχρι αύριο. Τελικά όμως καταλάγιασε κατά το μεσημέρι. Και ήλιο έβγαλε, και ουράνιο τόξο, όταν πια διέσχιζα την γέφυρα εκείνη για ύστατη φορά. Τρίτη και τελευταία φορά παρουσιάστηκα και σ’ εκείνο το γραφείο μετανάστευσης. Μού πάτησε ο τύπος την σφραγίδα, και ήμουν ελεύθερος όπως εισέλθω στην Ρουάντα.
Το λοιπόν, καλώς όρισα στην Ρουάντα: αυτή την αμελητέα κουκκίδα στον αφρικανικό χάρτη· αυτό το χαμένο στα βάθη της ηπείρου, περιβόητο στοιχειωμένο κρατίδιο. Άντε να δούμε τι θα δούμε κι εδώ, περισυλλογιζόμουν καθώς βημάτιζα προς τα έσω αυτής της γης που από καιρό μού ήξαπτε διαπύρως την περιέργεια.
Πριν βγω από τον περίβολο του φυλακίου, συναπάντησα έναν τύπο που με πλησίαζε, θέλοντας καταφανώς να μού ανοίξει κάποιο νταραβέρι. Η όλη του περιβολή και εξάρτηση θύμιζε λοκατζή· αλλά τελικά ήταν τελωνειακός υπάλληλος. Ήθελε να μού κάνει ψαχτήρι. Και όσο και να μην το ήθελα εγώ, έπρεπε να το υποστώ ― Δεν είναι συνετό να εκφέρεις αντιρρήσεις σε έναν εξουσιοδοτημένο κρατικό υπάλληλο· ιδίως άμα φέρει και ένα αλφακάπα σαρανταεπτά.
Μόνο στην Ναμίμπια μού είχαν πρωτύτερα ξανακάνει ψαχτήρι οι τελωνειακοί· και εκεί κατιτί πολύ πρόχειρα. Αυτός ο τύπος όμως είχε κατά νου ενδελεχή έλεγχο. Τοποθέτησε τους σάκους μου πάνω σε ένα τραπέζι, και άρχισε να αδειάζει όλα των τα περιεχόμενα. Ευτυχώς είχα καπνίσει όλο το χόρτο· έτσι και δεν είχα τίποτε να ανησυχώ, πέρα μόνο ίσως από τα μαχαίρια, που δεν νόμιζα να με βάλουν σε μπελά. Και πράγματι, ούτε και τον ένοιαξαν αυτά καθόλου. Αλλά τελικά μού την έφερε αποκεί που δεν το περίμενα.
Χωρίς να το γνωρίζω μέχρι την στιγμή εκείνη, είχα μαζί μού κάτι που ήταν παράνομο σε αυτήν την χώρα. Αυτό δεν ήταν άλλο από τις πλαστικές μου σακούλες! Ήθελε να μού τις κατασχέσει όλες. Μετά από ένθερμη αντιπαράθεση, εδυνήθην να τον πείσω να μην μού πάρει αυτές που ήδη εμπεριέχουν αντικείμενα. «Τις χρειάζομαι να κρατώ τάξη στον σάκο… Πώς; Να πετάξω δηλαδή φαγώσιμα και άπλυτα σώβρακα όλα μέσα φύρδην μίγδην; Όπως τις φέρνω μέσα στην χώρα, έτσι και θα τις βγάλω…» Αυτά και άλλα τέτοια τού είπα. Μού κατέσχεσε μόνο τις ανταλλακτικές που είχα, και πήρε δρόμο· αφήνοντας εμένα να ξανατακτοποιήσω τα πράγματά μου, που τα παράτησε όπως τα είχε κάνει· πουτάνα δηλαδή.
Η τύχη μού χαμογέλασε πάλι, όταν με-το-που βγήκα από τον χώρο του φυλακίου, πέτυχα ένα μικρολεωφορείο έτοιμο προς αναχώρηση για Κιγκάλι. Επιβιβάστηκα και ξεκινήσαμε αμέσως. Το ταξίδι αυτό προς την πρωτεύουσα προδιαγραφόταν σύντομο. 150 μόλις χιλιόμετρα απείχαμε από αυτήν, και ο δρόμος ήταν καλός.