Αρχίσαμε κωπηλατώντας να κατεβαίνουμε τον ποταμό. Λογιών-λογιών πτηνά και μικρά θηλαστικά ήταν μαζεμένα παρά τις όχθες, όπου ευρισκόταν η μοναδική αξιόλογη συγκέντρωση νερού σε ακτίνα εκατοντάδων χιλιομέτρων. Οι όχθες, ανά σημεία, έσφυζαν από καλαμιές, νούφαρα, και λοιπή υδρόφιλη χλωρίδα. Έναν πολύ ιδιότυπο συνδυασμό χρωμάτων σχημάτιζαν αυτές οι ψιλές λωρίδες πρασινάδας, ανάμεσα στα φαιά νερά και στα κοκκινωπά ερημοβούνια, υπό τον αμιγώς γαλάζιο ουρανό.
Κάμποσες ώρες μάς πήρε μέχρι να κατέβουμε πίσω στην κατασκήνωση. Σαν φτάσαμε ήταν μεσημέρι· και υπό το αλύπητο ηλιοκοπάνημα ― που λίγο μόνο ακόμη βόρεια ήθελε να ήμασταν ίνα αρχίσει να χτυπάει την γη κατακόρυφα από τις ενενήντα μοίρες ― κινήσαμε να αφήσουμε την Νότια Αφρική.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Περάσαμε το νοτιοαφρικανικό σημείου ελέγχου. Έτι μία παχιά, μεσήλικη, ένστολη, σοβαροφανής τύπισσα μού χτύπησε τώρα την σφραγίδα της εξόδου. Σύντομα διασχίζαμε την γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη. Έριξα μία ματιά, όσο πρόλαβα, προς την πρασινάδα του ποταμού. Αυτή ήταν η τελευταία που έμελλε να δω για κάμποσο καιρό· αφού πέρα από αυτό το μικρό φυλάκιο με την κυματίζουσα ναμιμπιανική σημαία ψηλά αποπάνω τού, που στεκόταν τώρα μπροστά μάς, δεν υπήρχε τίποτε παρά έρημος.
Ένα συγκρότημα από μικρά προχειροχτισμένα καλύβια και ένας περιορισμένος χώρος στάθμευσης ήταν που αποτελούσαν το συνοριακό φυλάκιο της Ναμίμπιας. Κάμποσοι λευκοντυμένοι μπασκίνες έκοβαν βόλτες γύρω-γύρω, με ένα καλάσνικοφ ο καθείς κρεμασμένο επ’ ώμου. Έναν άλλον τυπά, πρέπει να τον είχε πάρει ο ύπνος πίσω από την κάννη ενός μυδραλιοβόλου που εξείχε πάνω από τα αμμόσακα ενός μικρού πυροβολείου.
Προσήλθαμε και στηθήκαμε στην ουρά που είχαν σχηματίσει οι νταλικιέρηδες και οι διάφοροι άλλοι διερχόμενοι, μπροστά από το μικρό γκισέ που έφερε αποπάνω τού την επιγραφή immigration. Μία ώρα αναμονής κάτω από τον καυτό ήλιο πήρε πάνω-κάτω, μέχρι που έφτασε η σειρά μου. Χωρίς ερωτήσεις ο υπεύθυνος γραφιάς πάτησε την σφραγίδα εισόδου πάνω στην προεκδεδομένη βίζα που καταλάμβανε μία από τις σελίδες του διαβατηρίου μου.
Από όλες τις βίζες που θα χρειαζόταν να βγάλω για τις διάφορες αφρικανικές χώρες, αυτή η πρώτη, της Ναμίμπιας, ήταν η πιο χρονοβόρα και η δεύτερη ακριβότερη. Τέσσερις φορές χρειάστηκε να πάω στο προξενείο της χώρας στο Κέιπ Τάουν· μπόλικες φόρμες και αιτήσεις συμπλήρωσα και ξανασυμπλήρωσα· και κατέβαλα ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό αμερικανικών δολαρίων… άχρι της ημέρας που τελικά παρέλαβα την πολυπόθητη βίζα, τρεις εβδομάδες αφότου είχα πρωταρχίσει την διαδικασία έκδοσής της.
Όταν όλοι είχαμε περάσει τον έλεγχο, και μετά από ένα σύντομο ψαξίδι που ακολούθησε από τους τελωνειακούς υπαλλήλους στις αποσκευές και το όχημα, ήμασταν ελεύθεροι να εισέλθουμε στην Ναμίμπια. Έτσι και κάναμε, άνευ χρονοτριβής.