Έτι μία ερατεινή μέρα ξημέρωσε το πρωί. Ετοιμαστήκαμε στα-γρήγορα και βγήκαμε ξανά στο ταξίδι. Πήραμε τον ασφαλτόδρομο που οδηγούσε από το Βίντχουκ στην ανατολή. Σε λίγες ώρες θα αφήναμε πίσω μάς την Ναμίμπια.
Πήρα να θεωρώ τις διάφορες συγκινησιακές στιγμές πού είχα βιώσει σε αυτήν την χώρα. Δυσκολευόμουν πάρα πολύ να πιστεύσω το ημερολόγιο, που έλεγε ότι μόλις δύο εβδομάδες είχαν παρέλθει από την ώρα που διασχίζαμε τον ποταμό εκείνον που αποτελούσε το νότιο σύνορο αυτής της χώρας. Μού φάνταζε πολύ μεγαλύτερο το διάστημα. Αρίφνητες εικόνες διέτρεχαν ξέφρενα στον νου μου κάθε που σφάλιζα τα μάτια· και ένα λησμονικό, κλαψερό καρδιοχτύπι έπαλλε στο στέρνο μου. Μικρό ή μεγάλο πάντως, το διάστημα εκείνο, όπως-και-νά-‘χε είχε φύγει. Και τι με αυτό; ανερωτήθην. Σφάλισα τα μάτια, και ο συλλογισμός επικεντρώθηκε πάνω σε έναν αμμόκοκκο, που με την συνδρομή του ανέμου πετούσε πάνω από εκείνη την χαώδη έρημο. Πόσο παραπλήσια ένιωσα την ύπαρξή μου με αυτήν του αμμοκόκκου σε αυτόν τον συλλογισμό! Πόσο μηδαμινός μού φάνταξε, αλλά και πόσο βαθυούσια ελεύθερος προσέτι!
Κατά το προμεσήμερο είχαμε αφιχθεί στα σύνορα. Περάσαμε το συνοριακό φυλάκιο της Ναμίμπιας· και αμέσως μετά, το φυλάκιο της χώρας εκείνης που θα ήταν η δεύτερη και τελευταία χώρα ― μετά την Νότια Αφρική ― που θα μού επέτρεπε είσοδο άνευ βίζας. Είχαμε μπει στην Μποτσουάνα.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.