Πολύ ωραία τα πέρασα και στο Σινά, έπρεπε τώρα να κινήσω προς τα ισραηλίτικα σύνορα. Μέχρι εκεί είχα φτάσει εντός ενός λεωφορείου στο οποίο κανονικά δεν μού επιτρεπόταν να επιβαίνω. Για να φύγω αποκεί προς την Τάμπα, δεν υπήρχε κανένα λεωφορείο. Έτσι το λοιπόν, σαν επέστρεψα στο χωριό κατά το απογευματάκι, άρχισα τις γύρες και πήρα στο ρωτητό τους χωριανούς να εύρω κάποιον να με πάει στα σύνορα με ιδιωτικό όχημα. Χαράματα της επομένης, ο Αούτ ο Βεδουίνος μού βαρούσε την κόρνα του αγροτικού του έξω από το ξενοδοχείο. Ήταν ώρα να κινήσουμε προς το Ισραήλ.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Κάμποσα ήδη χιλιόμετρα πίσω μάς είχε μείνει η Αγιακατερίνα, όταν οι πρώτες ορθρινές ηλιαχτίδες χάιδευσαν την έρημη γη του Σινά. Δεν το λυπόταν ο Αούτ το γκάζι, και το αγροτικό κυλούσε με μέγιστη φόρα στον αδειανό, αμμοσκέπαστο αυτοκινητόδρομο.
Ανά όλη την διαδρομή δεν συναπαντήσαμε άλλο όχημα ούτε για δείγμα ― κινούμενο τουλάχιστον. Τζιπ, καμιόνια, τανκς, ελικόπτερα, και κάθε λογής χακιά, βαρέα, σταθμευμένα στρατιωτικά οχήματα πετυχαίναμε σε καθέν από τα στρατιωτικά μπλόκα που μάς έκοβαν την φόρα κάθε δέκατο πάνω-κάτω χιλιόμετρο. Κοκκάλωνε ο Αούτ το αγροτικό μπροστά στην παχιά, ασπροκόκκινη κατεβασμένη μπάρα· και προσέγγιζε με βήμα νωθρό και βλέμμα εταστικό πίσω από τα μαυρογυάλια ο φρουρός από το φυλάκιο.
Οι ίδιες πάντοτε τρεις ερωτήσεις επαναλαμβάνονταν ανά όλη την διαδοχή των μπλόκων: «Έλα άινα;» ― «Τάμπα» τού γνωστοποιούσε τον προορισμό μας ο Αούτ. «Μιν άινα;» ― «Κατρίν» και την προέλευσή μας. «Μενέι νέχου;» ― «Γιουνανί». Κατά το άκουσμα αυτό της καταγωγής μου, ο καθείς φρουρούς άλλαζε στην-στιγμή το ερευνητικό και νταηλίδικο βλέμμα του για ένα ανέμελο και προσηνές, σήκωνε τα γυαλιά, και με έναν εύθυμο χαιρετισμό προς εμέ, έκανε σήμα στον φαντάρο πίσω τού να σηκώσει την μπάρα.
Μπλόκο-μπλόκο, χιλιόμετρο-χιλιόμετρο, την ροκανίζαμε σιγά-σιγά την απόσταση. Το ταξίδι αυτό μόνο βαρετό δεν ήταν. Χώρια από τις καθηλωτικές εικόνες με τις οποίες εκφράζονταν τα τοπία τριγύρω μάς, ο Αούτ, επίσης, απεδείχθη άπιαστη συνταξιδιωτική παρέα· έξυπνος τύπος αυτός ο Βεδουίνος. Ώρα πολλή συζητήσαμε περί των αραβικών δρωμένων: Άνοιξη, Συρία, Ισραήλ, τρομοκρατία… Για τα αιγυπτιακά, το μόνο πράγμα που άλλαξε προς το καλύτερο μετά τον Μουμπάρακ, λέει ο Αούτ, είναι η αστυνομία· που δεν είναι πλέον τόσο καταχρηστική, και είναι φιλικότερη προς τον πολίτη. Όλα τα άλλα όμως, λέει, πάνε κατά διαβόλου… Όλα τα έργα και ο τουρισμός έχουν καταπέσει σε τέλμα ― Αυτό δεν θα μπορούσε ωστόσο να είναι παρά φυσικό επόμενο της γενικότερης αναταραχής, ανεξαρτήτου νέου καθεστώτος.
Το δεύτερο κυρίαρχο θέμα της ταξιδοκουβέντας μας ήταν οι τουρίστες. Ώρα πολλή μού ανέλυε τις ψαγμένες του στατιστικές περί των διαφόρων τουριστών ανά εθνικότητα. Οι πιο κουβαρντάδες απ’ όλους είναι, λέει, οι Νιγηριανοί ― ενδιαφέρον. Σημαδεύοντας με το χέρι ανά το μάκρος του ποδιού του, μού έδειχνε το μέσο μήκος φούστας των τουριστριών: ξεκινώντας από τον αστράγαλο με τις Αραβέζες· συνεχίζοντας προς και από το γόνατο με διάφορες Ευρωπαίες και Ασιάτισσες· και καταλήγοντας τελικά ίσαμε την γραμμή ανάμεσα μηρού και γλουτού με τις Ρωσίδες ― πολύ ενδιαφέρον.
Έτσι, με-τα-πολλά, κατηφορίσαμε τα όρη, προσεγγίσαμε τον κόλπο της Άκαμπας, πήραμε παράλληλα τον πλανευτικό της γιαλό, και κατά το προμεσήμερο είχαμε σταματήσει μπροστά σε μία γιγαντιαία αιγυπτιακή σημαία. Πλήρωσα, ευχαρίστησα, και αποχαιρέτησα τον Αούτ· και δύο λεπτά ύστερα, παρέδιδα το διαβατήριό μου προς θεώρηση στον υπάλληλο της αιγυπτιακής μετανάστευσης. Το συνοριακό αυτό πέρασμα, φυσικά, δεν ήταν ιδιαιτέρως συχναζόμενο ― ο μόνος διερχόμενος ήμουν. Στο πι-και-φι ξεμπέρδευσα από την αραβική μεριά, και προσπερνώντας το γιγαντοαστέρι του Δαβίδ, που κυματίζον ψηλά στον ουρανό μετώπιζε τον αετό του Σαλαδίνου από την άλλη, βημάτιζα προς το ισραηλίτικο φυλάκιο, όπου ευελπιστούσα προς έναν εξίσου σβέλτο διερχομό.
Αμ δε, πώς το θες! Πριν ακόμη φτάσω καλά-καλά στην είσοδο του κτιρίου, ένα δεκάμετρο περίπου προ αυτής, μού κωλύει το διάβα εκείνος ο μάστορας, που θαρρώ ήταν κάτι ανάμεσα σε στρατιώτη και πράκτορα ― έκανε όμως πλιότερο για πλεϊμπόης ή μοντέλο για φωτογράφιση περιοδικού ανδρικής μόδας: τζινάκι κολλητό· παπουτσάκι αθλητικό, από εκείνα τα παρδαλά με τους πολλούς πόρους αναπνοής· πουκαμισάκι βαμβακερό, κοντομάνικο, με τα δύο ανωκούμπια ανοιχτά στο στέρνο· ζελέ στο μαλλί ως μπαχαρικά σε ινδικό πιάτο· πολυβόλο φουτουροφανές με διόπτρα κρεμασμένο επ’ ώμου ως ρακέτα πλουσιόπαιδου που κάνει μόστρα στα γκομενάκια στον όμιλο αντισφαίρισης· και μυγαίικα ηλιογυάλια τρέντικα, από αυτά που λίγοι αλφαβητικοί χαρακτήρες σκαλισμένοι στον σκελετό των δεκαπλασιάζουν την πραγματική των αξία.
Μού γύρευσε διαβατήριο· στο οποίο ενόσω έριχνε λίγες πεταχτές ματιές, μού αμολούσε διάφορες ξεκάμπανες ερωτήσεις, που μάλλον τού μετέδιδαν άλλοι μέσω εκείνου το πρακτορικού ακουστικού με το σπειρωτό καλώδιο που αγκάλιαζε το αφτί του. Μού έκανε εν τέλει νόημα με το χέρι να περάσω. Κάμποσα λεπτά ύστερα, αφότου εγώ και οι αποσκευές μου είχαμε περάσει από μία συστάδα ανιχνευτικών μηχανημάτων, στεκόμουν μπροστά στην υπάλληλο του γραφείου της ισραηλινής μετανάστευσης.
Το να εισέρχεται κανείς στο Ισραήλ πεζός από τα αιγυπτιακά σύνορα είναι κάλλιστος λόγος για να θεωρηθεί ύποπτος τρομοκράτης. Το να φέρει όμως προσέτι και σουδανική σφραγίδα στο διαβατήριο… χέσε μέσα Χαράλαμπε. Τάδε συλλογίστηκα όταν η τύπισσα, ξεφυλλίζοντας το ταξιδιωτικό μου έγγραφο, διέκοψε απότομα σε μία του σελίδα, ανέσυρε το βλέμμα κοφτά πάνω από τα ματογυάλια, και με μελέτησε για δυο στιγμές, πριν μού κάνει: «Υou’ve been in Sudan, eh?»
Μισό λεπτό μετά, με είχαν οδηγήσει εντός ενός απόμερου δωματίου, να κάθομαι σε μία ξύλινη καρέκλα μπροστά από ένα βαρύ ξύλινο έδρανο, από την απέναντι μεριά του οποίου με ξάνοιγε εταστικά και διατρητικά μία άλλη μαρμαρομούρα, μεσήλικη τύπισσα. Στην χρονοβόρα ανάκριση που ακολούθησε, υποχρεώθηκα να τής δώσω έναν σωρό λεπτομερειών περί της πρότερής μου ενεύρεσης στο Σουδάν και την Αίγυπτο, καθώς και του σκοπού της επίσκεψής μου στο εβραϊκό κράτος. Ύστερα με άφησε ελεύθερο με την εντολή να περιμένω. Περίμενα…
Την έπεσα σε ένα από τα λίγα καθίσματα στην αίθουσα αναμονής· έκοψα δυο πέρα-δώθε στον διάδρομο· αγόρασα έναν καφέ ― που ούτε σε χρυσή κούπα να τον σέρβιραν ― και τον ήπια σ’ εκείνη την βεραντούλα μπρος από το κύμα της Ερυθράς, ανάμεσα σε ένα τσούρμο αργόσχολων υπαλλήλων που έκαναν κι αυτοί το ίδιο· ξανακάθισα μέσα και διάβασα μια εκατοστή σελίδες ένα βιβλίο… και με φώναξαν εκ νέου στο ανακριτήριο.
Αυτήν την φορά είχα απέναντί μού έναν νέο τύπο, εξίσου μαρμαρομούρη. Αυτός δεν με ρώτησε πολλά περί του ταξιδιού μου, αλλά χίλια-δύο άλλα άσχετα, και μερικές φορές πολύ προσωπικά, πράγματα ― βασικά μία σύνοψη της βιοπορίας μου και μία σκιαγράφηση της προσωπικότητάς μου. Με ξαπέστειλε, επανέλαβα όλα τα προηγούμενα, περιμένοντας… και γύρω στις έξι ώρες από την στιγμή που κατέφτασα στα σύνορα, έδωσε επιτέλους η Μοσάντ το πράσινο φως, και πραγματοποιούσα τα πρώτα μου βήματα εντός αυτής της παράξενης χώρας.
Μια διακοσαριά μέτρα πάνω-κάτω από το φυλάκιο, πέτυχα μία μοναχική στάση λεωφορείου. Έμεινα να περιμένω εκεί για μισή ώρα περίπου, χωρίς να δω ψυχή, ειμή δύο χαζούληδες, αποπροσανατολισμένους Ρώσους τουρίστες που αναζητούσαν κάποια παραλία, μέχρι που τους ενημέρωσα πως είχαν κατά λάθος φτάσει στην Αίγυπτο.
Ήλθε το λεωφορείο. Ήμουν ο μόνος επιβαίνων για κάμποσες στάσεις, μέχρι που προσεγγίσαμε τις πολύκοσμες παραλίες, όπου άρχισαν οι Ρώσοι να επιβιβάζονται σωρηδόν σε κάθε στάση. Καθώς σίμωνε ο ήλιος την δύση, φτάσαμε στο Εϊλάτ. Έκλεισα επί τόπου εισιτήριο για Ιεροσόλυμα, και κατά το κενό μίας ώρας που είχα άχρι της αναχώρησης, έκοψα δυο βολτίτσες την κατακλυσμένη από ξενοδοχειακούς μεγαπύργους και Ρώσους τουρίστες παραθαλάσσια πολιτεία. Το λεωφορείο ήταν υπεράνετο. Και μετά από μία νυχτερινή διαδρομή μέσω των κατάξερων ερημοπεδίων του νότιου Ισραήλ, παρά την αδρώς φωταγωγημένη ακτή της Νεκράς Θάλασσας, και πάνω-κάτω τους ελαιόφυτους λόφους της Παλαιστίνης, φτάσαμε αργά στην θρυλική, αιματοβαμμένη πόλη.