Δεν πήρε πάνω από λίγα λεπτά, και είχαμε αφήσει πίσω μάς την μικρή αυτή πόλη που αποτελούσε άσυλο για την ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή· Οδηγούσαμε βορειοανατολικά, προς την ενδοχώρα, εν μέσω της δεσπόζουσας, μαλεράς ναμιμπιανικής ερήμου.
Σχεδόν διακόσια χιλιόμετρα μετά, αφιχθήκαμε στο μνημειακό εκείνο φυσικό τοπίο, όπου θα κατελύομεν έως την επομένη. Ήταν το μέρος εκείνο που οι Γερμανοί έχουν ονομάσει Spitzkoppe (μυτερός θόλος). Πρόκειται περί ενός συγκροτήματος πανάρχαιων, κολοσσιαίων γρανιτοβράχων, που ξεπετάγονται, σαν από το πουθενά, καταμεσής του αχανούς, ερημικού υψιπέδου, το οποίο καταλαμβάνει αυτόν τον χώρο, υψωμένο χίλια μέτρα υπέρ της θαλάσσιας επιφάνειας.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Σταματήσαμε στην βάση ενός από τους βράχους, όπου και στήσαμε τις σκηνές στους ελάχιστους ίσκιους που προσέφεραν λίγες ακακίες· οίτινες εκεί είχαν εύρει πρόσφορο έδαφος να μπήξουν τις βαθιές των ρίζες και να αντλήσουν νερό από τα έγκατα της ερήμου. Χωθήκαμε ύστερα σε ένα βαθύ κοίλωμα που η επιφάνεια του βράχου φιλοξενούσε· ώστε να προστατευτούμε από τον ανελέητο μεσημεριανό καύσωνα· αποτέλεσμα του ηλίου που είχε πάρει θέση σχεδόν στο τέλειο κέντρο του ουρανίου θόλου, κάνοντας το υψίπεδο όλο να παρομοιάζει ενός τεραστίου τηγανιού.
Ύστερα από ένα δροσερό γεύμα με μπόλικα λαχανικά και μία ολιγόωρη σιέστα, και αφού η ζέστη είχε γίνει κάτι λίγο πιο ανεκτή, οι άλλοι θα κινούσαν για μία περιήγηση με έναν ντόπιο ξεναγό γύρω από τον βράχο εκείνον που είχαμε αράξει. Εγώ, ωστόσο, είχα άλλα σχέδια.
Απέναντί μάς στεκόταν ο περίβλεπτος εκείνος τερατώδης βράχος που κυριαρχούσε στο τοπίο, υψωμένος πλέον των επτακοσίων μέτρων πάνω από την επιφάνεια της γης. Δεν θα μπορούσε να είχε πάρει πάνω από ένα δευτερόλεπτο από την στιγμή που τον πρωτοαντίκρισα, μέχρι να μού γεννηθεί η ιδέα να τον σκαρφαλώσω.
Πασαλείφτηκα με γενναιόδωρες ποσότητες αντηλιακού, φόρεσα το καπελάκι μου και τα γυαλιά ηλίου, φορτώθηκα στην πλάτη ένα μικρό σακίδιο που εμπεριείχε μπόλικο νερό και τα αναρριχητικά μου παπούτσια, και τράβηξα γραμμή ευθεία προς την βάση του βράχου· όπου και ― ύστερα από πέντε πάνω-κάτω χιλιόμετρα πεζοπορίας στην καυτή άμμο, ανάμεσα στις ακακίες και τα διάφορα χαμόθαμνα ― ευρέθηκα με το κεφάλι σηκωμένο ψηλά να θωρώ το μεγαλείο του.
Σκόπευα να φτάσω την κορυφή. Βεβαίως, όμως, δεν είχα την παραμικρή ιδέα εκ των προτέρων ως προς το πώς και το από πού. Υπό το παραξενεμένο βλέμμα μίας ορεινής αντιλόπης που με παρακολουθούσε μπάστακας από ένα μυτίκι εκεί ψηλά, άρχισα να ανεβαίνω το πρώτο, ομαλό τμήμα του βράχου, προς την βάση μίας φαρδιάς κόγχης παραπάνω. Αυτή μού είχε φανεί η λογικότερη διαδρομή. Κάμποση ώρα μού πήρε να φτάσω εκεί, πειραματιζόμενος όπως εντοπίσω προσπελάσιμη πορεία πάνω στους τεράστιους ογκολίθους.
Εξακολούθησα να ανεβαίνω, μέχρι που ευρέθηκα σ’ εκείνο το σημείο, να ισορροπώ γαντζωμένος πάνω στον κατακόρυφο βράχο… Άνωθέν μού η κορυφή, κάτωθέν μού το χαώδες κενό. Άνωθέν μού η ικανοποίηση, κάτωθέν μού ο θάνατος. Δηρός πολύ μού είχε φανεί ο χρόνος που παρέμεινα κολλημένος σ’ εκείνη την στάση, αμφιταλαντευόμενος στο βασανιστικό δίλημμα: Πάνω ή κάτω;
Ένα απότομο πέταγμα ήθελε, και θα είχα πάρει τον δρόμο για την κορυφή· οριστικά όμως. Μού ήταν ξεκάθαρο ότι μετά από αυτό το πέταγμα, η επιστροφή θα ήταν φοβερά χαλεπή. Καθώς κοιτούσα πάνω, η καρδιά μου μού έλεγε «ανέβα!». Σαν κοιτούσα τα σκληρά βράχια που ήταν έτοιμα να υποδεχτούν το κορμί μου, θρυψαλιάζοντάς το σε χίλια κομμάτια, η φρόνηση μου μού έλεγε «κατέβα!». Δεν ενθυμούμαι να είχα ξαναβιώσει τέτοιο ισχυρό δίλημμα στο παρελθόν. Μία αϊδιότητα ολόκληρη μού φάνηκε πως είχαν διαρκέσει οι δισταγμοί μου, όταν τελικά η σύνεση νίκησε, και κίνησα προς τα κάτω· με την καρδιά μου να οδύρεται μέσα στο στέρνο μου.
Σαν πάτησα πάλι στερεό έδαφος, είχαν απομείνει ακόμη λίγες ωρίτσες φωτός. Πιο πέρα στεκόταν ο δεύτερος ψηλότερος βράχος· η κορυφή του οποίου ήταν κατά πολύ πιο ευπρόσιτη. Κίνησα λοιπόν γραμμή προς τα εκεί.
Χειμαρρώδης χαρά με πλημμύρισε όταν, τελικά, λίγα μόλις λεπτά πριν το ηλιοβασίλεμα, πατούσα πόδι στην κορυφή εκείνου του βράχου. Η καρδιά μου κατευνάστηκε. Λησμόνησε μονομιάς την προηγούμενη απογοήτευση, έκοψε τους οδυρμούς, και πήρε να τραγουδάει ένα τραγούδι που μετουσιώθηκε από την λαλιά μου ως: «θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό…». Όσο πιο μεγαλόφωνα μπορούσα το τραγούδησα· κανείς δεν θα με άκουγε. Δεν υπήρχε κανείς σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων ― ή μάλλον, σχεδόν κανείς…
Ένας μεγάλος αετός άκουσε το τραγούδι μου και έσπευσε προς επιθεώρηση. Τι νά ‘ναι αυτό το περίεργο πλάσμα με την ξενική λαλιά που εισέβαλε τέτοια ώρα στο σπίτι μου; θα σκεφτόταν καθώς τον πρόσεξα που πλησίαζε από μακριά. Πετούσε γραμμή κατά πάνω μού. Με έφτασε σε τόσο κοντινή απόσταση, που μπόρεσα να διακρίνω τα μάτια του να κοιτάζουν κατευθείαν μέσα στα δικά μου. Ποιο ευγενές πλάσμα! Ποτέ πριν δεν είχα δει έναν ελεύθερο αετό από τόσο κοντά. Με έφερε δύο σβούρες, και πέταξε πάλι αποκεί που ήλθε. Άφησε στο φεύγα του δυο-τρείς κραυγές, που δεν είμαι σίγουρος τι μπορεί να σήμαιναν. Κρίνοντας πάντως από το προηγούμενο συμπαθές του βλέμμα, μπορώ να υποθέσω πως θα ήταν κάτι όπως: «Εντάξει, μείνε. Αλλά να ξέρεις, εδώ εγώ είμαι ο αρχηγός. Μην διανοηθείς να απλώσεις χέρι σε θήραμα… θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα»· ή ίσως: «Ωραίο τραγούδι δικέ μου!».
Έμεινα πάλι κατάμονος. Ποια ιδανική, βαθιά μοναξιά! Ποια ευφρόσυνη απομόνωση! Κανείς, πλην του αετού, που το-δίχως-άλλο θα κρατούσε μυστικό, δεν ήξερε πού ευρισκόμουν εκείνη την στιγμή. Ποιο εξαίρετο συναίσθημα! Ολομόναχος, εκεί, μισό περίπου χιλιόμετρο πάνω από το αχανές, κατεπίπεδο, πάντερμο πεδίο, με μόνο εκείνους τους μοναχικούς βράχους να στέκονται καθηλωμένοι στην μέση του. Φαντάστηκα ότι σε κάποιον μακρινό, παρελθόντα καιρό, όλο-και κάποιος μαύρος Μωυσής θα πρέπει να είχε ανέβει εκειπάνω να συνομιλήσει με τον Θεό.
Με λύπη έβλεπα τον ήλιο, που σε λίγο θα ανάγκαζε αυτές τις στιγμές ευτυχίας να πάρουν τέλος. Συμβιβάστηκα με τo ακαταμάχητο καθεστώς του χρόνου και κίνησα να κατέβω. Το λίγο απομένον φως θα μού ήταν απαραίτητο για να καταρριχηθώ την ήδη σκιασμένη, ανατολική πλαγιά του λόφου. Γύρισα και έριξα μία τελευταία, φευγαλέα ματιά στον ήλιο, πριν πηδήξω κάτω από εκείνον τον βράχο που θα με έφερνε οριστικά εκτός της σκοπιάς του. «Adiós sol, hasta mañana!» τού αναφώνησα, και με ένα σάλτο, άρχισα να κατηφορίζω βιαστικά.
Εν μέσω κατασκότεινης νυκτός, με τον φακό στο κεφάλι, διέσχιζα ξανά το πεδίο προς την φωτιά που έλαμπε στο βάθος· από την κατασκήνωση. Όταν τελικά έφτασα πίσω, εξαντλημένος, ηύρα την παρέα μου ανήσυχη ― επειδή είχα εξαφανιστεί όλη μέρα. Τους καθησύχασα, τών διηγήθηκα τα πεπραγμένα μου, και καθίσαμε όλοι γύρω από την φωτιά να τρώμε, να πίνουμε, και να τραγουδάμε υπό την συνοδεία της καινούργιας μου κιθάρας. Μέχρι αργά κράτησε το γλέντι· μέχρι που η ημισέληνος ξεπρόβαλε πίσω από τον βράχο, πάνω από τα κεφάλια μας· και ενεθρονίσθη ανάμεσα στα αμέτρητα, πάλλαμπρα άστρα που κοσμούσαν το πεντακάθαρο νότιο φιρμαμέντο.