Το Λούξορ, όντας η τουριστική πρωτεύουσα της Αιγύπτου, φέρει επίσης την φήμη και της παγκόσμιας πρωτεύουσας των κραχτών… φήμη την οποία δικαιούται απόλυτα. Κατά τα πολλά μου ταξίδια ανά τις ηπείρους έχω επισκεφτεί μέρη και μέρη, σε πολλά από τα οποία έχω αναγκαστεί να αντιμετωπίσω τους πιο σκληροτράχηλους και δαιμόνιους κράχτες και καταφερτζήδες, πάντοτε με μεγάλη επιτυχία. Σε αυτήν την πόλη όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι βρήκα τον δάσκαλό μου. Και εφόσον η επιτυχία αντιμετώπισης των κραχτών ορίζεται από τον βαθμό στον οποίο μπορεί κανείς να τους εμποδίσει από το να τού επηρεάσουν την ψυχική του γαλήνη και την καλή του διάθεση, θαρρώ απέτυχα παταγωδώς.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Αυτοί οι τύποι, πραγματικά, δεν είχαν προηγούμενο. Όπου και αν ευρισκόμουν, απ’ όπου και αν διερχόμουν, θα είχα συνεχώς κάποιους από δαύτους να με πρήζουν. Πολλοί θα με πλησίαζαν προτείνοντάς μού τις διάφορές των υπηρεσίες ευθέως· ενώ άλλοι επιχειρώντας με ύπουλα κολπάκια, κυμαινόμενα από τα παγκοσμίως κλασικά όπως: «Oh my friend! Nice to see you again!» ή «Oh my friend! Υou are from Greece! Can you help me write a letter to my friend there?», μέχρι άλλα πιο πρωτότυπα όπως: «Oh my friend! I’m locked outside of my house! Can you help me climb through the window?» ή «Oh my friend! My car won’t start! Can you help me push it?»
Οι ενοχλητικότεροι όλων, πάντως, ήταν με διαφορά οι αμαξάδες. Σε κάποιες περιπτώσεις, μέτρησα με το ρολόι κάποιους από δαύτους να με ακολουθούν έως και μία γεμάτη ώρα. Και ποτέ δεν θα εγκατέλειπαν εάν δεν την κοπανούσα από κάποια σκάλα, κάποιο στενάκι, ή αποπουδήποτε η δίιππές των άμαξες αδυνατούσαν να διέλθουν ― λόγω αυστηρώς φυσικών περιορισμών και-μόνο. Σε μονοδρόμους, πεζοδρόμους, ή πλατείες δεν κώλωναν διόλου.
Μέχρι να καταφέρω να ξεφύγω, εννοείται, δεν θα έβαζαν γλώσσα μέσα τών, παρά θα έλεγαν ό,τι η κεφαλή των κατέβαζε ώστε να με πείσουν να ανέβω στην άμαξα· επιστρατεύοντας επίσης την κάπως τι ιδιάζουσα παζαρευτική των αξιοσύνη…
«30 pounds my friend, 30 pounds!»
«No thanks man»
«20 pounds my friend, just for you!»
I told you, man, no! I want to walk»
«10 pounds my friend! Last chance!»
«Man! Can you fucking understand me or not? Even if you pay me a hundred pounds, I’m not getting on your bloody coach! Ok? I only want to walk in my damn peace! Capito?»
«Ok my friend, ok, I understand… 5 pounds!»
Βασικά νομίζω πως κάποιοι τέτοιοι τύποι χαραμίζονται εκειπέρα. Το-δίχως-άλλο θα μπορούσαν να εύρουν κάποια πιο προσοδοφόρα απασχόληση. Όπως, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να παραδίδουν μαθήματα σε μάρτυρες του Ιεχωβά για το πώς να γίνονται αποτελεσματικότεροι σπασαρχίδες.
Κατά το διάστημα της εκεί παραμονής μου, δοκίμασα όλα τα συνήθη μου τεχνάσματα για να τα βγάλω πέρα με εκείνους τους τύπους· μερικά από τα οποία είναι: 1) το ξεκαθάρισμα (η σαφέστατη και κατηγορηματική δήλωση, μέχρι σημείου που δεν χωράει αμφισβήτηση, του ότι δεν θέλω τίποτε)· 2) το γράψιμο (αυτό που ο λαός μας αρέσκεται να επιδεικνύει φέρνοντας τις παλάμες στα σκέλια)· 3) το I know nothing, I’m from Barcelona (η υποκρισία του ότι δεν καταλαβαίνω αγγλικά ή οιαδήποτε άλλη γλώσσα μού μιλάς, και σού αραδιάζω ό,τι χαζομάρα μού κατεβάσει η κεφαλή στα ελληνικά ή οιαδήποτε άλλη γλώσσα δεν καταλαβαίνεις)· 4) το αντιπρήξιμο (που με ρωτάς: «θες χόρτο;» και σού απαντώ: «ναι, θέλω, μα δεν έχω λεφτά… Τι; Δεν δίνεις τζάμπα; Όχι μεγάλε! Δεν κατάλαβες καλά! Μόνο για τα λεφτά δηλαδή; Κάνε μια φορά στην ζωή σου και μία καλή! Πού πας; Όχι, δεν θα φύγεις! Έλα ‘δώ σού λέγω!)…
Οι παραπάνω τακτικές έχουν εν γένει αποδειχθεί αποτελεσματικές προς την αντιμετώπιση των ανά τον κόσμο κραχτών. Αυτοί εδώ οι κράχτες του Λούξορ όμως, απεδείχθησαν σκληρότατα καρύδια. Απαιτείτο η επινόηση νέων στρατηγημάτων. Μετά από αρκετό πειραματισμό, κατάφερα εν τέλει και σκαρφίστηκα κάτι το σχετικά επιτυχές… Άρχισα να το παίζω κωφάλαλος. Με-το-που κάποιος με πλησίαζε, θα τού έδειχνα με χειρονομίες ότι: αφτιά όχι, γλώσσα όχι. Και αφού συνέχιζαν να μιλούν ― διότι αυτό βεβαίως από μόνο του δεν θα αρκούσε ― έπιανα την νοηματική. Το πως δεν γνωρίζω νοηματική εννοείται. Εξίσου ωστόσο εννοείται και το πως αυτοί δεν θα μπορούσαν να έχουν την παραμικρή ιδέα περί του ότι εκείνα τα αλλόκοτα και άτσαλα ανατινάγματα των χεριών μου δεν είχαν καμμία απολύτως σημασία. Έτσι, κάπως τι εντρεπόμενοι το δυστυχές της κατάστασής μου, θα με άφηναν σύντομα στην ησυχία μου.