Πριν καλά-καλά αρχίσει να χαράζει μαζεύσαμε και αναχωρήσαμε την επομένη, ούτως ώστε να φτάσουμε το νωρίτερο δυνατόν στο Σερενκγέτι. Το πρώτο φως της χαραυγής άρχισε να καθιστά ορατό το μεγαλείο της γης που μας περιέβαλλε. Αυτή η γη ανήκει στην φυλή των Μασάι. Την έχουν κυριαρχήσει από της εκείσε μετανάστευσής των κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. Το-ένα-μετά-το-άλλο προσπερνούσαμε τα γραφικά των χωριουδάκια, που αποτελούνταν από μικρές, στρόγγυλες, πηλόπλαστες, αχυρόσκεπες καλύβες· και σε πολλές περιπτώσεις περικλείονταν από κυκλικούς φράκτες από πλεγμένα κλαδιά.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Μόλις ξυπνούσαν και οι κάτοικοί των. Ντυμένοι στις ζωηρόχρωμες φορεσιές των, έβαζαν μπρος τον κάματο της ημέρας. Τα μασαϊόπουλα, βαρώντας τις γκλίτσες των στο χώμα, και με τις μπέρτες των να ανεμίζουν στο φύσημα του αέρα, οδηγούσαν τα κοπάδια στην βοσκή. Άνδρες μονάχοι, με μόνη συντροφιά το τόξο στην πλάτη, κινούσαν για κυνήγι στην ερημιά της σαβάνας. Μία παρέα δύο ανδρών και τριών γυναικών ξεκινούσαν για κάποια επίσκεψη ή δουλειά σε ένα γειτονικό χωριό, όπου τους πήγαμε εμείς όταν μάς έκαναν οτοστόπ. Στριμωχτήκαμε κατιτίς να τους χωρέσουμε και τους πέντε ― μαζί με τα μπαγκάζια των και τα δικά μας τα πράγματα ― στο πίσω κάθισμα· αλλά το βολεύσαμε. Την μεγαλύτερη δυσκολία την συναντήσαμε με το ακόντιο του ενός, που αφού δοκιμάσαμε και δεν έμπαινε στο όχημα με κανέναν τρόπο, τού είπα τελικά να το κρατάει έξω από το παράθυρο.
Τα μασαϊοχώρια πήραν τελικά τέλος, όπως και η παρουσία του ανθρωπίνου πολιτισμού εν γένει, σαν εισήλθαμε στο Εθνικό Πάρκο Σερενγκέτι· όπου η εγκατοίκηση στους ανθρώπους έχει απαγορευθεί. Εκεί δεν υπήρχε παρά αυτό που η μασαϊκή ονομασία του τόπου υποδηλώνει: ατελείωτες πεδιάδες. Οδηγούσαμε, οδηγούσαμε, και δεν έβλεπες παρά σαβάνα· σαβάνα κεκαλυμμένη με πανύψηλο, καταπράσινο γρασίδι· και πού-και-πού, για να σπάει η μονοτονία, συγκροτήματα εκείνων των ξεκούδουνων βράχων που οι ντόπιοι ονομάζουν λεοντοβράχους· επειδή εκεί αρέσκονται να αράζουν οι αρχιθηρευτές αυτοί και να εποπτεύουν τις κτήσεις των προς εντοπισμό λείας.
Το όλο σκηνικό είχε αρχίσει να καταντάει λιγουλάκι ανιαρό. Πηγαίναμε για ώρα και δεν είχαμε δει τίποτε το ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μέχρι που τελικά κάτι μάς κίνησε την προσοχή. Στην αρχή δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι ήταν. Μόνο απορούσαμε, διακρίνοντας στο βάθος κάτι σαν… μία δολιχή μαύρη γραμμή να τέμνει την πεδιάδα στην μέση και να εκτείνεται ως αμφότερα τα πέρατα του ορίζοντα. Μάς πέρασε από τον νου η υποψία, αλλά μόνο σαν πλησιάσαμε αρκετά έγινε ευκρινές το ότι, αλήθεια, μπροστά στα μάτια μας, ελάμβανε χώρα η μεγάλη μετανάστευση!
Σχεδόν δύο εκατομμύρια κοννοχαίτες, συνοδευόμενοι από εκατοντάδες χιλιάδες λοιπές αντιλόπες και ζέβρες, επ’ ετησία βάσει μεταναστεύουν ομαδικώς από τον βορρά στον νότο και αντιστρόφως, εις αναζήτηση τροφής και νερού. Γεμάτοι συγκίνηση είχαμε πέσει στην άκρη του δρόμου να τηρούμε αυτό το εξαιρετικό θέαμα. Μεγάλα και μικρά τρεχάτα γνούια αθρόως διέσχιζαν απέναντι τον δρόμο απομπροστά μάς. Ως ποταμός, ασταμάτητα και συνεχώς, έρρεε η ορμητική των ορδή από τα βάθη του πεδίου. Τελικά αναγκαστήκαμε να οχλήσουμε για λίγο την πορεία των, μιάς-και κάποια στιγμή έπρεπε να συνεχίσουμε κι εμείς την δική μας.
Όλη εκείνη την ημέρα την περάσαμε περιφερόμενοι στην σαβάνα, τους δασοτόπους, και τους υδροβιοτόπους του πάρκου. Μαρτυρήσαμε λίγες στιγμές από την ζωή όσων ζώων μπορεί κανείς να φανταστεί ότι θα δει στην Αφρική, και πολλών ακόμη. Εκεί είναι ένα από τα μέρη που όσο σε λίγα άλλα ο άνθρωπος συνειδητοποιεί πως είναι φιλοξενούμενος σε τούτον τον πλανήτη. Εκεί, ο άνθρωπος από φύσης του, χωρίς την τεχνολογία του, θα τύγχανε σε λίαν αμήχανη θέση. Άλλοι έχουν τον έλεγχο. Αρχαίος τόπος· το τι αριθμό θα μετρούν οι ψυχές των ζωντανών που έχουν περάσει αποκεί ανά την ιστορία είναι πέρα παντός λογαριασμού. Είναι ένας τόπος από αυτούς που σε υποχρεώνουν να σκεφτείς επίμονα περί του τινός είναι η ζωή· και μάλλον να αναθεωρήσεις και ριζικά τις απόψεις σου περί αυτού.
Να σκέπτεσαι περί ζωής, ώρα μπαίνει, ώρα βγαίνει, πέρασε η μέρα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει προς τον ορίζοντα της σαβάνας, και είχε φέρει την ώρα που θα έπρεπε να κινήσουμε προς την κατασκήνωση. Και προς τα εκεί θα πηγαίναμε, εάν πρώτα καταφέρναμε να απεγκλωβίσουμε το αμάξι από την λασπουριά στην οποία είχε βουλιάξει. Μια-χαρά είχε αντεπεξέλθει το τογιοτάκι ολημέρα στους ανώμαλους χωματοδρόμους. Είχε επιτυχώς προσπελάσει πολλούς νερολάκκους και λοιπά κωλύματα. Έτσι νόμισα θα περνούσε και αυτήν ακόμη την λασπουριά που ευρέθηκε μπροστά μάς…
Δεξιά ή αριστερά; Αριστερά, έκρινα στην στιγμή. Έκρινα λανθασμένα, διαπίστωσα, όταν δύο στιγμές μετά, το εργαλείο ευρέθηκε κολλημένο στην λάσπη. Η ώρα περνούσε και έδειχνε ότι μάλλον θα την βγάζαμε εκεί την νύχτα. Εν τέλει όμως ήλθε βοήθεια· πρώτα ένα αμάξι που δεν εδυνήθη να προσφέρει αποτελεσματική αρωγή, αφού δεν έφερε αλυσίδα· ύστερα ένα άλλο, που ούτε εκείνο έφερε αλυσίδα, έφερε όμως πολλούς επιβάτες. Έτσι, με την συνδρομή δέκα και πλέον ατόμων, μετά από σκληρό μόχθο και ένα καλό λασπόλουτρο, καταφέραμε τελικά να σπρώξουμε το τζιπ έξω.
Από το χάραμα της επομένης, μέχρι και αργά το βραδάκι, δεν κάναμε πάλι άλλο από το να διανύουμε χιλιόμετρα εντός της σαβάνας και να παρατηρούμε οτιδήποτε κινείται· δηλαδή σαφάρι. Κατά το γέρμα του ηλίου, την είχα πέσει πάνω σε έναν μικρό από εκείνους τους λεοντοβράχους, λίγο έξω από την κατασκήνωση ― αφού πρώτα βεβαιώθηκα πως ο νοικοκύρης δεν ήταν εν γειτνιάσει.
Είχα μείνει εκεί, αραχτός σε μία οκνηρή στάση, να θωρώ από ψηλά την μαγεία της σαβάνας: τον πορφυρό ήλιο του ισημερινού να βουτάει κάθετα προς τον ορίζοντα· τις κατάμαυρες κόντρα στον ήλιο σιλουέτες των μεγάλων ακακιών· τις εξίσου μαύρες και διαθλώμενες πάνω στην επιφάνεια της ανεμίζουσας χλόης σκιές των να ξεχύνονται λεπτό-το-λεπτό προς την ανατολή· τις πάλι μαύρες φιγούρες κάποιων καμηλοπαρδάλεων, που με χάρη πολλή ξεπρόβαλλαν και κινούνταν πάνω από το ψηλό χορτάρι στο βάθος· τα χαρωπά περιπετάγματα διαφόρων πουλιών, που σαν εμένα κι αυτά, είχαν βγει να αποχαιρετήσουν τον ήλιο…
Έδυσε ο ήλιος, και άλλα ουράνια σώματα πήραν να επωφεληθούν από την απουσία του· να κλέψουν την δόξα του μέχρι το πρωί. Άρχισαν να λαμπυρίζουν το ένα-μετά-το-άλλο τα άστρα ψηλά στον ουρανό. Η Αφροδίτη έκλεβε την παράσταση στον χώρο που προ ολίγου είχε εκκενώσει ο ήλιος, παρέα με τον ραδινό, αψιδωτό, τροπικό μηνίσκο της νέας σελήνης, που ετοιμαζόταν κι αυτή να χαθεί στο κατώφλι του ηλίου.
Μέχρι εκείνη την στιγμή, κατά όλο το διάστημα της παραμονής μου σε αυτή την ήπειρο, είχα χορτάσει να βλέπω ζώα. Είχα ευτυχήσει να δω πληθώρα συμπεριφορών από πλούσιο αριθμό κάθε σχεδόν λογής ζώων που είχα προσδοκήσει να γνωρίσω. Μόνο ένα παράπονο μού είχε μείνει εκείνο το πρωί σαν ξεκινούσαμε τον δρόμο της επιστροφής προς τον πολιτισμό. Αυτή θα ήταν μάλλον η τελευταία μέρα που θα είχα την ευκαιρία να εντοπίσω τα δύο εκείνα ζώα, τις δύο γατούλες, που εμμόνως αναζητούσαμε ανά την σαβάνα τις τελευταίες αυτές ημέρες, αλλά πουθενά δεν επετυχαίναμε. Συχνά όμως, όταν η προσπάθεια έχει αποτύχει, για την τελευταία στιγμή φυλάττεται η τύχη.
Ο ήλιος δεν είχε ακόμη ξεπροβάλει, αλλά ετοιμαζόταν. Είχε αρχίσει το λυκαυγές να διαλύει το σκότος της νύχτας. Εμείς ήμασταν ήδη στον δρόμο και κινούμασταν νοτιοανατολικά, με κατεύθυνση πίσω προς το Νγκορονγκόρο. Δυο-τρία συμμαζωμένα οχήματα στην άκρη του δρόμου ήταν που μαρτυρούσαν πως κάτι συνέβαινε. Κάποιος πρωινός περπατητής πρέπει να ευρισκόταν εκεί σε δράση. Σιμώσαμε κι εμείς· και πολύ καλά κάναμε. Ήταν μία λεοπάρδαλη!
Κάτι κακό είχε η γατούλα στο μυαλό της, το-δίχως-άλλο. Είχε αφήσει το δενδροσπιτικό της και είχε κατέβει στο έδαφος εις αναζήτηση πρωινού. Και κάτι είχε εντοπίσει σίγουρα. Ακροπατούσε σιωπηλά και αργά-αργά, κρυμμένη μέσα στο ψηλό χορτάρι. Κοντοστάθηκε για μία στιγμή… άλλες λίγες ακροπατησιές εμπρός… έσκυψε, λύγισε τα πισινά της πόδια, και σαν αστραπή εκσφενδονίστηκε και εχάθη. Κάτι ευτυχές και κάτι λυπηρό συνέβη εν συνεχεία: Είτε η γάτα εκείνη εξασφάλισε άλλη μία μέρα επιβίωσης, ενώ κάποιο άγνωστης ταυτότητας, δύσμοιρο ζωντανό γνώρισε την ύστατή του· είτε αυτό το άγνωστο ζωντανό ήταν που κέρδισε άλλη μία μέρα, παρατείνοντας την πείνα και την αβεβαιότητα του αύριο για την γάτα.
Αργότερα, κατά το μεσημέρι, εκεί που διασχίζαμε κάποιαν άλλη άγνωστη μεριά των αχανών πεδίων, «eee, huko, duma» μού έκανε ο ένας από τους δύο Μασάι που είχαμε πάρει στο αμάξι με οτοστόπ. Μού έδειχνε κάποιο σημείο στην σαβάνα. Το έμπειρο μάτι του κυνηγού δεν θα έχανε εύκολα τα τρία νεαρά τσίτα, μάλλον αδελφάκια, που εκειπέρα κωλοβαρούσαν. Παρατήσαμε τον δρόμο και τα πλησιάσαμε με το αυτοκίνητο. Δεν έδειξαν να σκιάζονται ιδιαίτερα· παραμόνο ενοχλήθηκαν μάλλον λίγο. Έμοιαζαν χορτασμένα, και σε καμμία περίπτωση δεν θα επιδίδονταν στο ξακουστό των τρέξιμο, για να το επιδείξουν σε εμάς και-μόνο. Μόνο σηκώθηκαν και άρχισαν να βαδίζουν πολύ αργά προς τα πέρα. Μάλλον τών δείξαμε αγένεια, αλλά πώς να αντισταθείς στον πειρασμό να τα ακολουθήσεις πολληώρα, να θαυμάσεις τις λυγερές των κοψιές και το περήφανό των βάδισμα;
Προς το απόγευμα τελικά ήμασταν πίσω στο Νγκορονγκόρο. Θα περνούσαμε εκεί άλλη μία νύχτα πριν επιστρέψουμε στον πολιτισμό. Λίγο έλειψε εκείνη η νύχτα να μού βγει ξινή, όταν με σταματήσαν οι παρκοφύλακες και μού γύρευσαν να πληρώσω πρόστιμο ― που εν αντιθέσει με της τροχαίας, ήταν βαρβάτο ― επειδή με είδαν πιο πριν που είχα παρατήσει το αμάξι και είχα βγει έξω να σκαρφαλώσω έναν λόφο. Δεν ισχυρίστηκα πως δεν γνώριζα ότι απαγορεύεται να βγαίνεις από το όχημα, διότι θα ήταν τελείως απροκάλυπτη κοροϊδία που δεν θα τών άρεσε. Μα όπως-και-νά-‘χει, την γλίτωσα την καμπάνα με λίγο μπλα-μπλά. Η θέα, πάντως, από τον λόφο προς τον κρατήρα και τον δύοντα αποπάνω τού ήλιο, ήταν αφάνταστη και απερίγραπτη· τέτοια που δεν δύναται κανείς να φανταστεί πριν την αντικρίσει, και ούτε να την περιγράψει μετέπειτα.