Ένα υπέροχο πρωινό ξημέρωσε την επομένη. Φυτά πολλά περιστοίχιζαν την κατασκήνωση. Λογιών-λογιών ζωηρά χρώματα κάλυπταν το τοπίο. Πλούσια αρώματα της φύσης διαχέονταν στην ατμόσφαιρα. Άσματα ιλαρά πολλά αντηχούσαν στον αέρα από τα φρεσκοξύπνητα πουλιά. Δεν ήμασταν πια στην έρημο. Είχαμε επιστρέψει στο βασίλειο της άγριας ζωής. Και όχι σε οιοδήποτε βασίλειό της, αλλά σε ένα από τα πιο ένδοξα και μεγαλοπρεπή, που ακόμη απρόσβλητα από την νοήμονά μας ζωή, έχουν απομείνει σε τούτον τον πλανήτη.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Συμμαζευτήκαμε, επιβιβαστήκαμε στο αμάξι, και μετά από μία σύντομη διαδρομή, ευρεθήκαμε μπρος της πύλης του Εθνικού Δρυμού Ετόσα: μία έκταση 22.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (πλέον του διπλασίου της Κύπρου), στο βόρειο άκρο της Ναμίμπιας, κοντά στα σύνορα με την Ανγκόλα. Αποτελεί προστατευόμενο καταφύγιο άγριας ζωής, από της εγκαθίδρυσης του πάρκου τω έτει 1907· και είναι σήμερα μία από τις πιο αξιόλογες και περιβόητες συγκεντρώσεις άγριας ζωής παγκοσμίως. Η ονομασία του πάρκου προέρχεται από την επιχώρια γλώσσα Ndongo· στην οποία Etosha σημαίνει μέγας λευκός τόπος, και χαρακτηρίζει την αχανή αλυκή που καταλαμβάνει το εν-τέταρτο της όλης έκτασης του πάρκου.
Απίθανες παραστάσεις προέκειτο να μαρτυρήσουμε τις επόμενες δύο μέρες της παραμονής μας εντός του πάρκου. Το περίμενα ότι θα βλέπαμε ζώα· δεν το περίμενα όμως ότι θα βλέπαμε τόσα πολλά ζώα. Δεν το περίμενα ότι θα είχαμε τις ευκαιρίες να τα πλησιάσουμε τόσο πολύ, και να γίνουμε μάρτυρες κάποιων εκ των τόσο μαγευτικών, ιδιωτικών στιγμών της καθημερινότητάς των. Δεν το περίμενα, επίσης, ότι θα κατάφερνα να τα πλησιάσω τόσο πολύ, όχι μόνο χωρικώς, αλλά και συναισθηματικώς. Μία αγνή συμπάθεια με κατέλαβε για όλα αυτά πλάσματα που κατοικούν εκειπέρα, και συνεχίζουν τις ζήσεις των αμέριμνα· μη γνωρίζοντας, και μη μπορώντας να φανταστούν, τους υψηλούς κινδύνους που παραμονεύουν λόγω των αστάθμητων για αυτά παραγόντων που η ανθρωποκρατία έχει επιφέρει στο παγκόσμιο οικοσύστημα.
Αφού τελεύσαμε τα διαδικαστικά και λάβαμε την άδεια εισόδου από τις αρχές του πάρκου, βολευτήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο, και με τα μάτια ορθάνοιχτα να παρακολουθούν το πεδίο προς εντοπισμό οτινοσδήποτε κινείται, προσπεράσαμε την πύλη που έφερε την περίοπτη επιγραφή Welcome to Etosha National Park.
Δεν πήρε πάνω από πέντε λεπτά δρόμο επί του κακοτράχαλου χωματοδρόμου, και συναπαντήσαμε τα πρώτα τετράποδα. Ήταν μία μικρή αγέλη αντιδορκάδων (γαζέλες springbok)· οι πρώτες από τις απροσμέτρητες που προέκειτο να δούμε το επόμενο διήμερο. Εάν η επιτυχία ενός είδους στην σαβάνα εκτιμάται επί βάσεως πλήθυνσης, τότε αναμφίβολα αυτές οι γαζέλες ήταν τα επιτυχέστερα θηλαστικά εντός εκείνου του πάρκου.
Περνούσαν τις ώρες των χαλαρά, αργοπερπατώντας, με τους μακρούτσικους λαιμούς των σκυμμένους, να μασουλούν την άφθονη βοσκή που φύτρωνε στο έδαφος. Πού-και-πού, κάποιο από αυτά θα αποφάσιζε να κάνει επίδειξη της λυγεράδας του. Όλως ξαφνικώς, σαν σε τραμπολίνο άρχιζε να γκελάρει πέρα-δώθε, αναπηδώντας με τα τέσσερά του πόδια ταυτοχρόνως, φτάνοντας μέχρι και τα δύο μέτρα σε ύψος· δίνοντας έτσι στον οποιονδήποτε τυγχάνοντα, εποφθαλμιώντα θηρευτή να καταλάβει ότι δεν έχει διαλέξει τον κατάλληλο στόχο. Αυτές οι γοργοπόδαρες γαζέλες δύνανται να αναπτύξουν ταχύτητες που αγγίζουν τα εκατό χιλιόμετρα την ώρα!
Μυριαρίθμητες από αυτές τις μικροκαμωμένες, καστανόλευκες γαζέλες έθαλλαν στα εύβρωτα λιβάδια της περιοχής. Κάποιες από τις αγέλες που απαντήσαμε αποτελούνταν από εκατοντάδες άτομα. Γενικότερα τηρούσαν αδιάφορη στάση απέναντί μάς. Ένα από αυτά τα μεγάλα κοπάδια είχε επιλέξει να μετακινηθεί χρησιμοποιώντας τον δρόμο· και πραγματικά, καρφί δεν τών καίγονταν για τους θορυβώδεις βρυχηθμούς αυτού του θεόρατου θηρίου που τα ακολουθούσε, όταν κολλήσαμε με το φορτηγό αποπίσω τών για πάνω από μισή ώρα, μέχρι τελικά να αποφασίσουν να κάνουν στην άκρη.
Πέρα από τις αντιδορκάδες, το δεύτερο πολυπληθέστερο θηλαστικό που ευδοκιμούσε στο πάρκο ήταν οι ζέβρες. Πάμπολλα από αυτά τα παρδαλά αλογάκια γυρόφερναν στην σαβάνα, στενώς ομαδευμένα σε αγέλες. Περνούσαν κι αυτά τις νωθρές των ζήσεις βοσκώντας ολημερίς, αργά-αργά, το χορταράκι των.
Αυτές δεν απεδείχθησαν τόσο αδιάφορες προς μέρους μας· αλλά μάλλον αρκετά φοβισμένες. Κάθε φορά που το όχημά μας τις προσέγγιζε, πετάγονταν πάνω, και τινάζοντας τα ασπρόμαυρα καπούλια των στον αέρα, κάλπαζαν παραπέρα· όπου σε λίγο θα σταματούσαν, και όλες μαζί, με κεφάλια σηκωμένα, θα μας παρακολουθούσαν σε επιφυλακή, έως ότου είχαμε απομακρυνθεί αρκετά· οπότε έσκυβαν πάλι τα κεφάλια και άρχιζαν εκ νέου να χλαπακιάζουν τα νόστιμα χορταρικά.
Όπου ζέβρες, πάντοτε εν γειτνιάσει θα ευρισκόταν και η αντίστοιχη, συνεταιρική αγέλη κοννοχαιτών (αντιλόπες wildebeest ή gnu). Αυτές οι εύρωστες αντιλόπες έχουν από αρχαιοτάτων χρόνων συνάψει μία συμφωνία αμοιβαίας συνεργασίας και αδελφοσύνης με τις ζέβρες. Οι μεν κοννοχαίτες, έχοντες οι ίδιοι ασθενή όραση και ακοή, επωφελούνται των οξέων αισθήσεων που οι ζέβρες κατέχουν και διαρκώς διατηρούν σε επαγρύπνηση προς έγκαιρο εντοπισμό αιμοσταγών σαρκοβόρων που καραδοκούν ανάγυρα. Οι δε ζέβρες εκμεταλλεύονται μία ιδιότυπη αίσθηση που οι κοννοχαίτες διαθέτουν, η οποία τών επιτρέπει να οσφραίνονται την βροχή ― εξού και την απαραίτητη πόση και φορβή ― από πολλά χιλιόμετρα μακριά. Επιπλέον, αυτά τα δύο είδη δεν χρειάζεται ποτέ να διαφιλονικήσουν για τον καταμερισμό των βοσκοτόπων. Οι μεν αντιλόπες αυτές τρέφονται με τα χαμηλά βλαστάρια, τα οποία τών είναι ευκοπότερο να ξεριζώσουν αφότου οι δε ιππίδες έχουν προηγηθεί απογυμνώνοντας τα λιβάδια από την υψηλή βλάστηση, με την οποία αυτές τρέφονται. Μία εντυπωσιακή και παραδειγματική, διαειδική σχέση φιλίας έχουν αναπτύξει αυτά τα δύο γένη αναμεταξύ τών.
Πολλά και διάφορα άλλα ζώα είχαμε την ευκαιρία να δούμε. Οι αντιλόπες κυριαρχούσαν πληθυσμιακά και ήταν πανταχού παρούσες: Μεγάλες τραγέλαφοι (Kudu), αλκέλαφοι (hartebeest), όρυγες (gemsbok), και ταυρότραγοι (Eland)· μικροί αιπυκέρωτες (impala) και ραφίκεροι (steenbok)· καθώς και μπόλικα ντικιντίκια (dik-dik): αντιλόπες νάνοι που δεν ξεπερνούν το μέγεθος ενός μεγάλου λαγού… Όλα είχαν το μερίδιό των στα δαψιλή βοσκοτόπια και περνούσαν ξέγνοιαστα τις ώρες των.
Λογιών-λογιών λοιπά, μεγάλα και μικρά, θηλαστικά ευημερούσαν στην σαβάνα: Καμηλοπαρδάλεις, φακόχοιροι, ορυκτερόποδες, ύστριχες, μαγκούστες, σκίουροι, αλεπούδες, αγριόσκυλα, τσακάλια, ύαινες…
Πάμπολλα πτηνά επίσης κατοικούσαν στο πάρκο. Είδαμε κάμποσες στρουθοκαμήλους που, είτε μόνες είτε σε ζεύγη, διέσχιζαν με το αέρινό των βάδισμα τα πεδία, πραγματοποιώντας μάλλον κάποιο μακρινό ταξίδι. Πολλές ωτίδες περιφέρονταν στο έδαφος τα πρωινά, τσιμπολογώντας τα διάφορα καλούδια που ξετρύπωναν. Φοινικόπτερα, πελεκάνοι, πελαργοί, γερανοί, ερωδιοί, πάπιες, κοράκια, και κάθε λογής πετούμενα συνωστίζονταν στους νερολάκκους· των οποίων και την τοποθεσία μάς επεσήμαιναν, αφού ο υπεριπτάμενος εσμός των ήταν ορατός από χιλιόμετρα.
Τα πουλιά απεδείχθησαν υπερπολύτιμοι αρωγοί στις προσπάθειές μας να πετύχουμε τα ζώα ― και όχι μόνο φανερώνοντάς μάς τις τοποθεσίες των νερολάκκων, όπου τα διάφορα ζωντανά προσέρχονταν για να δροσιστούν. Το πρώτο μεσημέρι της περιπλάνησής μας στην σαβάνα, σε μία φάση προσέπεσε στην αντίληψή μας ένα μικρό σμήνος ορνέων που κύκλαζε ψηλά στον αέρα, σε ένα σημείο στο βάθος της σαβάνας. Το-δίχως-άλλο κάτι είχε συμβεί εκειπέρα. Κάποια αιματοχυσία έπρεπε να είχε λάβει χώρα. Αλλάξαμε μονοστιγμίς πορεία και κατευθυνθήκαμε προς τον τόπο του εγκλήματος.
Σαν προσαφιχθήκαμε στο σημείο που οι οιωνοί μάς είχαν ορίσει, δεν αργήσαμε να εντοπίσουμε τον δράστη. Μία νεαρή λέαινα είχε λουφάξει πίσω από έναν θάμνο και απέτρωγε με το πάσο της τα απομεινάρια μίας δύσμοιρης ζέβρας· που εκείνο το πρωί το νήμα της ζωής της εκόπη, όταν εκόπη και η καρωτίδα της από τα κοφτερά δόντια κάποιας άλλης ― μεγαλύτερης και εμπειρότερης από αυτήν που τώρα γευμάτιζε ― γάτας. Και αυτή πρέπει τώρα να ευρισκόταν κάπου εκεί τριγύρω να αποχωνεύει.
Τα λιοντάρια τυγχάνουν να είναι τα μοναδικά κοινωνικά αιλουροειδή. Αφήσαμε την δεσποινίδα λέαινα να αποτελειώσει το γεύμα της με την ησυχία της, και κινήσαμε να εύρουμε τα λοιπά μέλη της οικογένειας. Λίγο πιο κάτω, μπορούσαμε να διακρίνουμε μία συστάδα από δένδρα μαπόνε. Δεν υπήρχε κανείς άλλος ίσκιος εντός του ορατού μας πεδίου. Τα υπόλοιπα λιοντάρια δεν θα μπορούσαν να ήταν αλλού παρά εκεί.
Δεν πέσαμε διόλου έξω. Ολόκληρη η φαμίλια ευρισκόταν εκειπέρα. Τα πλησιάσαμε σε απόσταση αναπνοής, λιγότερο από δέκα μέτρα. Ουδόλως δεν σκιάχτηκαν από την παρουσία μας. Δεν μπορούσαν βεβαίως να κατανοήσουν το ότι προέκειτο περί κατινός ζωντανού. Δεν έβλεπαν παρά ένα μεγάλο, άψυχο, μεταλλικό αντικείμενο. Όπως-και-νά-‘χει όμως, μού έκανε τρομερή εντύπωση πως δεν προέβησαν στην παραμικρή ― μα στην παραμικρή ― αντίδραση· σαν να μην είχαν δει καθόλου αυτό το τεράστιο αντικείμενο, που από το πουθενά εμφανίσθηκε μπροστά τών.
Σβήσαμε την μηχανή και μείναμε ώρα πολλή να τα χαζεύουμε. Τέσσερις ενήλικες λέαινες ευρίσκονταν οριζοντιωμένες να λαγοκοιμούνται στον δροσάτο ίσκιο. Ανάγυρά τών ξεσάλωναν μια δεκαριά λιονταράκια. Έτρεχαν πέρα-δώθε όλη την ώρα σαν τρελά, επιδιδόμενα κατά διαστήματα σε καβγάδες αναμεταξύ τών. Ένας από αυτούς τους καβγάδες άρχισε να λαμβάνει δριμείες διαστάσεις. Για κάμποση ώρα τα δύο εκείνα λιονταράκια, αλαλάζοντας ακατάπαυστα κραυγές που προορίζονταν για βρυχηθμοί, έβγαιναν όμως νιαουρίσματα, αλληλοχτυπιόνταν βίαια με νύχια και με δόντια· μέχρι που ανάγκασαν μία από τις μητέρες να διακόψει για λίγο την σιέστα της, και να σηκωθεί να τα χωρίσει επιπλήττοντάς τα. Μία πολύ μικρούλα, τυφλή ακόμη, προσφατογέννητη ψιψίνα γυρόφερνε μπερδεμένη την μάνα της και τριβόταν στην κοιλιά της, αδυνατώντας να καταλάβει τι συμβαίνει.
Μια εικοσαριά μέτρα πιο πέρα, στον ίσκιο ενός άλλου δένδρου, μονάχος τού, μακριά από τον σαματά, αναπαυόταν και ο οικογενειάρχης λέων. Επιβλητικός και αγέρωχος καθόταν στην στάση εκείνη της αιγυπτιακής σφίγγας, με την χρυσοκάστανή του χαίτη να ανεμίζει στον αέρα, και ατένιζε τους ασύνορους λειμώνες του βασιλείου του. Ωραία η ζωή! μάλλον σκεφτόταν καθώς χώνευε τις διαλεκτές μερίδες εκείνης της ζέβρας που θα είχε καταβροχθίσει νωρίτερα.
Ένα ήταν το υποβλητικό εκείνο πλάσμα που μού εδόθη η ευκαιρία να δω στον τόπο εκείνο, και δεν έμελλε να ξαναδώ στο εξής πουθενά στην Αφρική: ο ρινόκερος. Κάμποσα από εκείνα τα φυτοφάγα κτήνη είδαμε να περιφέρονται στην σαβάνα. Τα εξαίσια αυτά θηλαστικά μπορούν να ξεπεράσουν τoυς δύο τόνους σε βάρος και να αναπτύξουν ταχύτητες της τάξεως των πενήντα χιλιομέτρων την ώρα! Δεν θες να ευρεθείς στο διάβα της ορμής των· ούτε καν με όχημα, αφού η δύναμη των επαρκεί με το παραπάνω για να αναποδογυρίσουν ένα φορτηγό ολόκληρο.
Έναν από αυτούς μπορέσαμε να δούμε από πολύ κοντινή απόσταση· όταν, το πρώτο απόγευμα της παραμονής μας στο πάρκο, έτυχε να τον φέρει ο δρόμος του να περάσει απέναντι τον χωματόδρομο εκείνον επί του οποίου κινούμασταν. Σταματήσαμε, και με την μηχανή αναμμένη, σε ετοιμότητα να γκαζώσουμε εν περιπτώσει ανάγκης, τού δώσαμε προτεραιότητα να περάσει λίγα μόλις μέτρα μπροστά μάς. Όλο δέος είχα μείνει να παρατηρώ αυτό το ευγενέστατο θηρίο που μας προσπέρασε, βαδίζοντας οκνηρά, να συνεχίσει τον μοναχικό του δρόμο. Μία πολύ λυπητερή ιστορία θα είχε να μάς πει εάν είχε λαλιά να μιλήσει. «Μα γιατί;» θα μας ρωτούσε. «Δεν σάς έκανα τίποτε.»
Αυτά τα τόσο δύστυχα πλάσματα έχουν βιώσει στον έσχατο βαθμό απέχθειας την άπληστη μανία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Αυτοί, οι μαύροι ρινόκεροι, που κατοικούν σε αυτή την γωνιά της Αφρικής, αριθμούσαν στα τέλη του 19ου αιώνα πλέον του ενός εκατομμυρίου ατόμων· εβδομήντα περίπου χιλιάδες την δεκαετία του 1960· και σήμερα πλέον, 4-5 χιλιάδες. Τα ξαδέλφια των από τον νότο, οι λευκοί ρινόκεροι, έτυχαν παρόμοιας μοίρας. Τα ξαδέλφια των στην Ασία έτυχαν της χειρότερης μοίρας, έχοντας εξαφανισθεί από την φύση προ καιρού ήδη, με ελάχιστα μόνο να επιβιώνουν σε αιχμαλωσία, εντός στενών περιφραγμένων περιοχών και ζωολογικών κήπων. Κυνηγήθηκαν και σφαγιάσθηκαν όλοι, εξαντλητικά και συστηματικά, με λάφυρο τα κέρατά των· τα οποία, βάσει μίας ημιμυθικής παράδοσης των λαών της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Κίνας, έχουν θεραπευτικές ιδιότητες.
Σήμερα πια, οι λίγοι εναπομείναντες ρινόκεροι παγκοσμίως είναι κάθε άλλο παρά ασφαλείς. Διευθυνόμενη από συνδικάτα οργανωμένου εγκλήματος, η λαθροθηρία έχει λάβει νέες, σύγχρονες διαστάσεις. Επιστρατεύει εκλεπτυσμένες τεχνικές ενάντια στις εντεταμένες και συντονισμένες προσπάθειες που διάφορες διεθνείς οργανώσεις καταβάλλουν προς την προστασία του είδους.
Εισβάλλοντας την νύχτα στα άσυλα των ζώων με ελικόπτερα, εντοπίζουν το θήραμά των χρησιμοποιώντας κιάλια νυχτερινής όρασης, και το τοξεύουν με δηλητηριώδη βέλη. Όταν σε λίγο το ζώο έχει πέσει αναίσθητο, προσγειώνονται, και σε μία επίδειξη βδελυρής αναισχυντίας, μεταχειριζόμενοι αλυσοπρίονο, τού αποκόβουν το κέρατο μαζί με το μισό πρόσωπο, παρατώντας το ύστερα αιμόφυρτο στην οδυνηρή, επιθανάτιά του αγωνία. Σε περιπτώσεις που πρόκειται για μία μητέρα που συντροφεύεται από το μικρό της, μολονότι ακόμη άκερο, θα σκοτώσουν και αυτό, για να μην τους ενοχλεί με τις απεγνωσμένες του απόπειρες να σώσει την μάνα του.
Εν συνεχεία, λαθρέμποροι θα αναλάβουν την αποστολή να μεταφέρουν τα τρόπαια στην Ασία· στο Βιετνάμ κυρίως. Εκεί, μέσω προσχεδιασμένης προπαγάνδας, εκμεταλλευόμενοι την δεισιδαιμονία κάποιων, έχουν προσδώσει στα κέρατα αυτά φήμη μαγικής πανάκειας. Δεδομένης της αυξημένης ζήτησης, η τιμή του κεράτου ανά γραμμάριο έχει για-τα-καλά ξεπεράσει εκείνη της κοκαΐνης. Σημειωτέον: ο τελευταίος ρινόκερος στο Βιετνάμ επαπέθανε το 2011.
Έτσι περάσαμε τις δύο μέρες της παραμονής μας εντός του πάρκου της Ετόσας: όλη μέρα γυροφέρνοντας στην σαβάνα, να μαρτυρούμε την καθημερινότητα των πανέμορφων αγρίων ζώων της Αφρικής· και τα δύο βράδια, στους προσδιορισμένους χώρους κατασκήνωσης, να τρώμε, να πίνουμε, και να συζητούμε τις εντυπώσεις της ημέρας, υπό το άκουσμα των οιμωγών των υαινών ολογύροθέν μάς.
Την τρίτη μέρα, νωρίς το πρωί εξερχόμασταν από το πάρκο γεμάτοι πλούσιες εμπειρίες. Άλλη μία μακρά μέρα στον δρόμο μας περίμενε· αυτήν την φορά έχοντας στραφεί προς τον νότο.