Πέρασαν λίγες ημέρες από εκείνο το απόγευμα. Παρήλθε το σύντομο διάστημα της παραμονής μου στην Ρουάντα. Μόλις είχα επιστρέψει στο πανδοχείο από τον λεωφορειακό σταθμό. Είχα προ ολίγου προμηθευτεί ένα εισιτήριο για το επόμενο πρωί με προορισμό την Ουγκάντα· συγκεκριμένα μία πόλη αυτής, της οποίας το όνομα δεν θυμάμαι, μιάς-και ποτέ δεν έφτασα εκεί τελικά.
Κατά το χάραμα, ως συνήθως, ήμουν στον σταθμό. Εντόπισα το λεωφορείο· που αυτή την φορά ήταν ένα κανονικό, μεγάλο λεωφορείο. Φόρτωσα τις αποσκευές μου στον χώρο αποθήκευσης και έμεινα να περιμένω την αναχώρησή του· ενώ χάζευα τον σταδιακό χρωματισμό του ουρανού και τις σπουδές των συρρεόντων στον σταθμό ανθρώπων. Όπως λέει ένα ρητό, waiting time is cigarette time… Έβγαλα και άναψα ένα από τα τελευταία τανζανικά τσιγάρα safari που μού είχαν απομείνει. Δεν θα είχα καπνίσει πάνω από δυο-τρείς τζούρες, και ένας τύπος, που ήταν κάτι του σταθμού, με πλησίασε αγριεμένος και μού κάνει: «Ne fume pas! Voici Rwanda!», με έναν αέρα σαν να μού έλεγε: «Εδώ είναι το Λούβρο!», ενώ ο ίδιος ήταν κάποιος αρχιαυλικός του δεκάτου τετάρτου Λουδοβίκου. Αυλικός ή όχι, ήμουν φιλοξενούμενος και όφειλα όπως συμμορφωθώ.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Η ώρα ήλθε. Επιβιβαστήκαμε και ξεκινήσαμε. Σε λίγο είχαμε εξέλθει του Κιγκαλίου, και η μέρα είχε προχωρήσει αρκετά ώστε να καταστήσει ορατά τα θείου κάλλους τοπία που κατελάμβαναν την ρουαντική επαρχία. Καταπράσινοι πυραμιδωτοί λόφοι υπερεξείχαν της ορθρινής καταχνιάς που διαπότιζε τις στενές κοιλάδες ανάμεσά τών. Ο δρόμος διέσχιζε τις κοιλάδες, κι εδώ-και-‘κεί, στα σημεία όπου οι λόφοι εφάπτονταν, σκαρφάλωνε και λίγο τις παρυφές αυτών για να κατέβει πάλι στην επόμενη κοιλάδα.
Η πληθυσμιακή πυκνότητα της εκεί επαρχίας ήταν κάπως… τρομακτική. Τα χωριά πανταχού διαδέχονταν το-ένα-το-άλλο, ενώ τα ακαλλιέργητα κομμάτια γης σπάνιζαν ακόμη και ψηλά στις πλαγιές των λόφων. Ζερβόδεξα του δρόμου ξεχώριζες φιγούρες σκυφτών γυναικών να επιδίδονται στις πρωινές αγροτικές των εργασίες πίσω από την καταχνιά. Ο δρόμος αυτός ήταν μάλλον ο πιο πολυχρησιμοποιούμενος που είχα συναντήσει ποτέ μού. Όχι τόσο από μηχανοκίνητα ― που και αυτά ήταν πολλά για αφρικανικά δεδομένα ― αλλά πλιότερο από ποδήλατα, ζωήλατα, και κυρίως πεζούς. Ο οδηγός μας όμως δεν έδειχνε να πτοείται καθόλου από την πυκνή κυκλοφορία· ούτε καν από τα πάμπολλα παιδάκια, που συναγμένα σε ομάδες έως και εκατό ατόμων, χρησιμοποιούσαν την άκρη του δρόμου κατευθυνόμενα προς τα σχολεία των· ούτε και από την κάκιστη ορατότητα. Μάλλον είχε μπερδεύσει την ιδιότητά του με εκείνη του ραλίστα. Προσπερνούσε ξυστά οτιδήποτε αντάμωνε μπροστά τού, χωρίς να δείχνει ιδιαίτερη έφεση στο χειρίζεσθαι τα φρένα· αλλά με εξαιρετική ευχέρεια μεταχειριζόταν την κόρνα, η οποία θύμιζε χήνα σε τηλεβόα.
Τα-και-τα απασχολούσαν την σκέψη και την προσοχή μου κατά την διάρκεια αυτού του ταξιδεύματος. Οι υπόλοιποι επιβάτες, πάλι, ήταν ως-επί-το-πλείστον απορροφημένοι στην οθόνη της τηλεόρασης στο μπροστινό μέρος του οχήματος· η οποία ακατάπαυστα και τέρμα-ένταση έπαιζε εκκλησιαστικές χορωδίες. Γενικότερα, είχα παρατηρήσει ότι οι κάτοικοι αυτής της χώρας έφεραν υψηλό χριστιανικό φρόνημα· και ήταν άξια τέκνα της ρωμαιοκαθολικής παράδοσης. Στα χνάρια των ιεροεξεταστών, και αυτοί οι γενοκτόνοι, επικαλούμενοι το όνομα του Χριστού και της θείας δικαιοσύνης, είχαν δικαιολογήσει τα πραττόμενά των.
Λίγες ώρες ύστερα, ο ήλιος είχε ανυψωθεί, η ομίχλη διαλυθεί, και είχαμε φτάσει στα σύνορα της Ουγκάντας. Τα διασχίσαμε γρήγορα και δίχως παρατράγουδα. Και συνεχίσαμε ακάθεκτοι την πορεία μας εντός της νέας χώρας.