Μετά από σύντομη καθυστέρηση λόγω σκασμένου λάστιχου, αναχωρήσαμε το πρωί προς την θάλασσα. Σε λίγο διήλθαμε μέσω μίας ονόματι Ιλακάκα κωμόπολης που φημίζεται για εξόρυξη πολύτιμων λίθων και ιδίως ζαφειριών. Σχεδόν το σύνολο των τσιμεντένιων κτισμάτων ήταν τζοβαϊροπωλεία. Τα υπολειπόμενα μπόσικα παραπήγματα στέγαζαν τυχοδιωκτικούς πετραδωρύχους. Καθώς περνούσαμε μια γέφυρα, η θέα ξάνοιξε προς ένα κουρελοντυμένο ασκέρι που βουτηγμένο μες στην λάσπη χτένιζε μία ευρεία κοίτη.
Διαδοχικά διεσχίσαμε μία έκταση ερήμου, ένα πυκνό ρουμάνι, και μία ημιέρημο διάσπαρτη με μπαομπάμπ, ευκαλύπτους, αγαύες, και φραγκοσυκιές. Μεστά φραγκόσυκα εξετίθεντο προς πώληση σε πανέρια αφημένα στην άκρη του δρόμου ανά τους σποραδικούς οικισμούς. Πέραν αυτών πωλούσαν παχύφυτα σε γλαστράκια και κάποιο σπιτικό οινοπνευματώδες ποτό που ωρίμαζαν λιαζόμενο σε μεταλλικά βαρέλια.
Ακραία ξηρασία επανακατέλαβε το μετέπειτα λοφώδες τοπίο. Δύστυχοι, ημίγυμνοι, σκελεθρωμένοι άνθρωποι συνάζονταν εδώ-κι-εκεί στην ακροδρομιά και εκλιπαρούσαν για νερό με παντομίμα πόσης ή περιλουσίματος. Χαράμιζαν τα πολύτιμά των σωματικά υγρά τρέχοντας απελπισμένα πίσω από το αμάξι. Θα μπορούσαμε να δώσουμε σε κάποιον το μισό μπουκάλι που μάς είχε απομείνει για το ταξίδι, αλλά η πράξη αυτή θα ήταν μηδαμινής συμβολής προς την αντιμετώπιση της ρίζας του προβλήματος. Και λίγα άδεια μπουκάλια που πετάξαμε σε ένα τσούρμο παιδιών μάλλον κακό έκαναν παρά καλό· πλακώθηκαν στο ξύλο αναμετρούμενα να τα μαζεύσουν.
Ο πολιτισμός πύκνωσε καθώς σιμώναμε την ακτή. Γευματίσαμε σε ενός χωριού το εστιατόριο, κάτω από ένα τεράστιο μανγκόδενδρο, και νωρίς το απόγευμα αφίχθημεν στην Τολιάρα.
Με πληθυσμό εκατόν-εβδομήντα-χιλιάδων, αυτή είναι η μεγαλύτερη πόλη στην απομονωμένη κι άνυδρη νοτιοδυτική ακτή της Μαδαγασκάρης. Μία παραλιακή οδός απετελούσε το σεπαρέ τουριστικό της κέντρο. Ξενοδοχεία, εστιατόρια, και μπαρ κατελάμβαναν τις πλευρές της. Ασπρομάλληδες λευκοί άνδρες περιδιέβαιναν χωλαίνοντας αγκαζέ με τις νεαρές ντόπιες μετρέσες των. Ξέμπαρκες υποψήφιες μετρέσες συνωστίζονταν στα πεζοδρόμια. Παρατεταγμένοι ρικσατσήδες ανυπομονούσαν παρά τις εισόδους των επιχειρήσεων. Τυπάδες έσπευδαν ολούθε προς κάθε εμφανιζόμενο τουρίστα κραδαίνοντας μαχαίρες, αποσκοπώντας να τις πουλήσουν ως σουβενίρ. Επαίτες δεν υπήρχαν, πιθανότατα αποτραπέντες από τους αστυνομικούς που ήταν σταθμευμένοι σε αμφότερες τις προσβάσεις της οδού.
Κατελύσαμε σε ένα των ξενοδοχείων, κάναμε μια βουτιά στην πισίνα, και βγήκαμε μια γύρα στην πόλη. Εκτός της τουριστικής οδού, η Τολιάρα ήταν μία ευρεία μα χαλαρή πολιτεία με ελάχιστα αυτοκίνητα. Οι ενήλικες ήταν γενικά αδιάφοροι, και σε κάποιες περιπτώσεις επιφυλακτικοί έως εχθρικοί, απέναντί μας. Ένας ταρίφας μάς την έπεσε απειλητικά να απαιτήσει αμοιβή διότι το τρίκυκλό του έτυχε να περιληφθεί σε μία μου φωτογραφία. Αφότου κατανόησε ότι αυτή η τακτική δεν θα έπιανε, το γύρισε στην ικεσία, ποδηλατώντας πλάι μας γύρω-γύρω ανά την πόλη. Τα παιδιά ήταν πιο φιλικά προσκείμενα. Μία ομήγυρη αυτών, με-το-ζόρι πέντε ετών, ξεμάκρυναν στο κατόπι μας μια ντουζίνα τετράγωνα από το σπίτι των, ζητιανεύοντας και πανηγυρίζοντας ταυτόχρονα το αλλόκοτο που συνιστώμεν θέαμα. Όταν τελικά τών έδωσα ένα χαρτονόμισμα, πισωδρόμησαν χοροπηδώντας πασίχαρα.
Πριν το δείλι καταλήξαμε σε ένα ψαρολίμανο ακρινά της τουριστικής οδού. Οι περισσότερες πιρόγες ήταν ήδη προσαιγιαλωμένες. Οι υπόλοιπες αρίβαραν έτι με ανοιχτά πανιά, μεταξύ βοήλατων κάρων που μετέφεραν φορτία μεγαλύτερων σκαφών κατά μήκος των αβαθών. Αλιείς ραχάτευαν στυλωμένοι σε τοίχους χαμοκελών, από των οποίων τις ορθάνοιχτες πόρτες ανεδίδετο έντονη, ορεκτική ψαροτσίκνα.
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, πετύχαμε τον Ταχίνα με έναν ντόπιο φίλο του σε ένα μπαρ. Σε ένα τραπέζι φίσκα με άδεια μπιρομπούκαλα, είχαν αναλάβει ρόλο ντιτζέιδων, με κινητό συνδεδεμένο στου μαγαζιού τα ηχεία να βαρούν τα αγαπημένα των μαλγασικά κομμάτια και να τραγουδούν μαζί. Καθίσαμε, συνεβάλαμε λίγο στο περαιτέρω τιγκάρισμα του τραπεζιού, τους αφήσαμε φαιδρότερους να συνεχίσουν το πάρτι, και πήγαμε για ύπνο πριν την αυριανή εξόρμηση.
Ξεκινήσαμε νωρίς, κάναμε μια στάση να πάρουμε παρέα τον φίλο του Ταχίνα, και άλλη μία σε ένα κατάστημα όπου βγήκε και γύρισε με μία σακούλα μπίρες. Μπουκάλια και τσιγάρα ανά χείρας, παράθυρα τέρμα κατεβασμένα να διοχετεύουν αλμυρό αεράκι στα πρόσωπά μας, αγαλλιασθήκαμε στην θέαση ατέρμονων θινών και ωκεάνιου ορίζοντα. Ψιλομεθυσμένοι και κεφάτοι, φτάσαμε στην παραλία Ιφάτι.
Σταματήσαμε προ μίας στιβαρής, ψηλής μεταλλικής πύλης με μία επιγραφή «mora mora» (σιγά-σιγά στα μαλγασικά). Παρά ταύτην, επειγομένη αναστάτωση επακολούθησε μονοστιγμίς την κόρνα. Και την επόμενη στιγμή, ένας όχλος ξεχύθηκε από την ανοιχθείσα πύλη και μας περιέζωσε, όλοι μαζί και ο καθείς ανεξάρτητα του άλλου πλασάροντας αγαθά και υπηρεσίες από φαΐ μέχρι μαχαίρια με λαβή από κέρατο ζεμπού και από βαρκάδες μέχρι μασάζ.
Το εσωτερικό του περιτειχισμένου παραθαλάσσιου χώρου ήταν ως επί το πλείστον άδειο. Περιείχε μόνο δυο-τρία καλαμόσπιτα, έναν απόπατο, και μία μισοχτισμένη κατασκευή που έμοιαζε να προορίζεται για μπαρ. Το μέρος έδινε εντύπωση περιουσίας ντόπιας πατριάς που δεν είχε βρει ακόμη κάποιον Γάλλο πουτανόγερο να τσοντάρει την επένδυση για ανέγερση σωστού θερέτρου—όπως οι περισσότερες λοιπές οικογένειες κατά μήκος της παραλίας είχαν ήδη πράξει.
Μάς έστησαν ένα πλαστικό τραπέζι κάτω από ένα δένδρο. Ένα αγόρι εκσφενδονίστηκε στο μαγαζί του χωριού να φέρει τις παραγγελθείσες μπίρες. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στο ζώσιμό μας και συνέχισαν τον χαβά των.
Πιο επιρρεπής στην συμπόνια, η Σόφη αγόρασε δύο περιαστραγάλια, κάποια ξύλινα αγαλματίδια ζεμπού και μπαομπάμπ, και ενέδωσε σε μία γυναίκα που ήθελε να τής ζωγραφίσει λουλουδάκια στο πρόσωπο και τα χέρια. Εγώ, πιο πρακτικός και ομολογουμένως αλλεργικός στο αχρείαστο ξόδεμα, ψώνισα μόνο λίγο χόρτο. Το αλάνι που ανέλαβε το ντίλι πετάχτηκε με φτερά στα πόδια και μού έφερε μία χούφτα για ένα ευρώ. Συρρικνώθηκε σε τσιμπιά αφού αφαίρεσα τα σπόρια, αλλά έστω, για ένα ευρώ… Όσο φθηνό ήταν το περιεχόμενο, τόσο ακριβό ήταν το περιτύλιγμα. Ο τύπος ήθελε πενήντα λεπτά για ένα μονό χαρτάκι. Το έβαλα καλύτερα σε ένα έτοιμο τσιγάρο. Η ποιότητα ήταν τυπικά άθλια για δεδομένα Αφρικής, μα επαρκής για λίγη ελαφρά μαστούρα πάνω στο μεθύσι.
Αφού δεν κέρδισαν πολλά από μπιχλιμπίδια και αγγαρείες, θέλησαν να κονομήσουν αποκεί που σίγουρα θα χαλούσαμε: φαγητό. Έδωσαν εξωφρενικές τιμές για θαλασσινά, και έχασαν έτσι και τα λίγα. Κατεβήκαμε σε μία άλλη οικογένεια που είχε στήσει σχάρα στην αμμουδιά και χορτάσαμε πάμφθηνα.
Κάναμε και μια χωνευτική βόλτα στην ειδυλλιακή παραλία. Φοίνικες και καζουαρίνες όριζαν την ψιλή, λευκή άμμο. Πιρόγες αρμένιζαν στον ορίζοντα, και μεγαλύτερα καΐκια περίμεναν αραγμένα να σαλπάρουν αργότερα με την πλημμυρίδα. Παρομοίως περιμέναμε κι εμείς για να βουτήξουμε στην θάλασσα που νωρίτερα δεν ξεπερνούσε το γόνατο σε βάθος για αλογάριαστη απόσταση.
Γυρίσαμε στην πόλη βράδυ, πήγαμε για λίγες ακόμη μπίρες και τραγούδια σε ένα καραόκε μπαρ, και ξεραθήκαμε πριν την πρωινή αναχώρηση.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Τολιάρα και την Παραλία Ιφάτι σε υψηλότερη ανάλυση.