Αναχωρήσαμε με το χάραμα, και μετά από γρήγορο πρωινό σε ένα υπαίθριο μαγειρειό, αρχίσαμε να διανύουμε τα πεντακόσια χιλιόμετρα προς την δυτική ακτή της Μαδαγασκάρης.
Στα περίχωρα του Αντσιράμπε, προσπεράσαμε μία αλληλουχία πυκνών χωριών περιστοιχισμένων από λόφους με κλιμακωτούς ορυζώνες. Αραίωσαν σταδιακά και παρέδωσαν την γη σε ένα αχανές ορεινό αγρίωμα όπου απαλές χλοερές πλαγιές εξετείνοντο προς όλον τον ορίζοντα, παρεμβαλλόμενες αριά από μικρές λόχμες, μεμονωμένα δένδρα, και στιλβά επανθήματα.
Οικισμοί εκεί εσπάνιζαν και απετελούντο από μία αράδα πλίνθινα ή κλαδένια τσαρδιά. Τους διετρέχαμε ελισσόμενοι ανάμεσα σε λιαζόμενες στρώσεις ρυζιού και πανικόβλητα ισχνά κοτόπουλα, ενώ ξεκαρδιζόμενα παιδάκια μάς φώναζαν από τους ίσκιους. Ο δρόμος χρησιμοποιείτο ελάχιστα από ποδήλατα και πεζές γυναίκες με φορτωμένα κεφάλια, και ακόμη σπανιότερα μηχανοκίνητα.
Εκεί που σταματήσαμε για κατούρημα στην άκρη μίας γέφυρας, παρακολουθήσαμε αποκάτω το ενδιαφέρον θέαμα του συσσώμου πληθυσμού ενός χωριού—άνδρες και γυναικόπαιδα—να καταγίνονται με το βαρύμοχθο έργο της χειρωνακτικής λατόμευσης. Υπό το ανελέητο ηλιοκοπάνημα, κάποιοι θρυμμάτιζαν τον βράχο με μεταλλικές ράβδους και άλλοι παρελάμβαναν το παραχθέν χαλίκι με καλάθια. Όλοι παράτησαν προς στιγμήν την δουλειά και έστρεψαν τα κεφάλια πάνω να παρατηρήσουν το αντιδιαμετρικώς εξίσου ενδιαφέρον θέαμα ημών και των καμερών μας.
Κατά το μεσημέρι φτάσαμε στο Μιαντριβάζο: το μοναδικό χωριό που διέθετε βενζινάδικο και εστιατόριο κατά μήκος της σημερινής μας διαδρομής. Στα ογδόντα μέτρα υψόμετρο, καταμεσής μίας από τις πιο άνυδρες περιοχές της Μαδαγασκάρης, ο καύσωνας ήταν αβάσταχτος. Τιγκάραμε ντεπόζιτο και στομάχια, τερματίσαμε το κλιματιστικό, και συνεχίσαμε.
Το τοπίο στο δεύτερο ήμισυ της διαδρομής ήταν ομαλό, ερημικό, και κατατετμημένο από πλατιές, μισόξερες κοίτες. Ο πολιτισμός άρχισε να πυκνώνει προοδευτικά. Προς το τέλος, ο δρόμος έγινε μία ατελείωτη ευθεία μέσω μίας κατεπίπεδης έκτασης. Τον κατέκλυζε μία συνεχής ροή αυτοκινήτων, τουκτούκ, ρίκσο, ποδηλάτων, πεζών, βοδιών, και κουραδιών. Τον γειτνίαζαν ζερβόδεξα παρατάξεις παραπηγμάτων και σιλουέτες μπαομπάμπ που κατάμαυρες και αψηλές αντετίθεντο στον λυκόφωτο ουρανό. Είχε σκοτεινιάσει σαν αφίχθημεν, ύστερα από δώδεκα ώρες ταξίδι, στην Μοροντάβα.
Μετά από λίγο ψάξιμο, καταλήξαμε σε ένα φθηνό ξενοδοχείο, έναν παράδρομο πίσω από τον κεντρικό. Το εργοτάξιο αποδίπλα είχε μόλις παύσει. Η κίνηση είχε ελαττωθεί και η ηρεμία αποκατασταθεί στην πρότερα θορυβώδη πολιτεία. Μία παχιά γλαύκα, κουρνιασμένη περιόπτως στην γωνία της απέναντι στέγης, ακουγόταν τώρα ξεκάθαρα σε εμάς και, αισίως, στο υποψήφιο της ταίρι. Τακτοποιηθήκαμε και βγήκαμε.
Με το κινητό φακό εισέβημεν σε ένα άφωτο παραγκομπιτσόμπαρο στην θεοσκότεινη παραλία. Ήπιαμε μπίρες ατενίζοντας τον αχνά διακρίσιμο, αστεροφώτιστο αφρό του ωκεανού στο αλάργο τέρμα του αμμοσύρτη. Έπειτα δειπνήσαμε με φρέσκα θαλασσινά σε μια ταβέρνα στον πίσω δρόμο, και πήγαμε για ύπνο μέχρι που σήμανε το ξυπνητήρι τέσσερις.
Μία ώρα ύστερα, πάνω-στην-ώρα για το λιόβγαλμα, ήμασταν στο διασημότερο αξιοθέατο και σήμα κατατεθέν της Μαδαγασκάρης: την περίφημη Λεωφόρο των Μπαομπάμπ. Υπετίθετο πως έπρεπε να πληρώσουμε πάρκινγκ, αλλά είχαμε έλθει τόσο νωρίς που ο εισπράκτορας μάλλον δεν είχε ξυπνήσει ακόμη κι έτσι σταθμεύσαμε τζάμπα.
Ξεπρόβαλε ο ήλιος χρυσοκόκκινος από τον ισόπεδο ορίζοντα και κατηύγασε με θερμή χροιά για απειροστή φορά τις υπεραιωνόβιες γιγάντιες αδανσονίες. Ορθούμενες ολόισιες για ίσαμε τριάντα μέτρα στους στιβαρούς, στιλπνούς κορμούς των, επιβαλλόμενες αγέρωχα στο κατά-τ’-άλλα μονότονο ημιερημικό τοπίο, ήταν απαράβλητα εντυπωσιακότερες από τα ξαδέλφια των στην ηπειρωτική Αφρική και κάθε άλλο δένδρο που έχω δει στον πλανήτη, και έδιναν μία ειδοποιό ιδέα του πώς ενδέχεται να μοιάζει η χλωρίδα κάποιου αλλόκοτου εξωγήινου κόσμου.
Καθώς υψούτο ο ήλιος, άρχισε η κίνηση στην λεωφόρο, που ήταν ένας χωματόδρομος διερχόμενος ανάμεσα στα ψηλότερα μπαομπάμπ. Κατέφθασαν τουρίστες. Χωρικοί πηγαινοέρχονταν πεζοί, από την πόλη με γεωργικά εργαλεία, και προς την πόλη με πανέρια λαχανικών ή στραγγαλισμένα κοτόπουλα. Κανα-δυο φορτηγά κατευθύνθηκαν προς κάποιον άγνωστο βορινό τόπο.
Μία ντόπια οικογένεια έστησε στον χώρο στάθμευσης πάγκο με φρούτα μπαομπάμπ. Διέθεταν ολόκληρους καρπούς (που θύμιζαν καρύδες), μεμονωμένους σπόρους από το εσωτερικό των καρπών (που θύμιζαν καρύδια), και κονιοποιημένη πούλπα από το εσωτερικό των σπόρων (που θύμιζε κόκα). Αφού δεν προέκειτο να μαγειρεύαμε στο εγγύς μέλλον για να χρησιμοποιήσουμε την σκόνη, και ούτε θέλαμε να βγάλουμε άκρη πώς να ανοίξουμε το φρούτο (που θα χρειαζόταν μάλλον κανα-τσεκούρι), πήραμε να δοκιμάσουμε λίγους σπόρους.
Παραλίγο δεν έσπασα τα δόντια μου για να ανοίξω έναν στα δύο. Και με-το-ζόρι ξέσκαψα λίγο πολτό με τον κυνόδοντα από το ένα μισό. Είχε ενδιαφέρουσα, υπόξινη γεύση, αλλά δεν με ξετρέλανε. Αφού έμεινε ανέγγιχτη στο αμάξι για καμμια-βδομάδα, δώσαμε τελικά όλην την σακούλα σε κάποια παιδάκια που ζητιάνευαν στην άκρη του δρόμου.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Λεωφόρο των Μπαομπάμπ σε υψηλότερη ανάλυση.