Με στάσεις μόνο για πρωινό, μεσημεριανό, και λίγα κατουρήματα, διανύσαμε όλην την ίδια μακρά απόσταση μέχρι το Αντσιράμπε και συνεχίσαμε νότια για τέσσερις επιπλέον ώρες. Αργά το βράδυ, εξακόσια χιλιόμετρα και δεκαέξι ώρες από την ορθρινή μας εκκίνηση, αφίχθημεν στην τρισκότεινη πολιτεία της Αμποσίτρας. Μετά από ένα λουκούλλειο δείπνο στο εστιατόριο ενός παλιού συμφοιτητή του Ταχίνα, βρήκαμε μία πανσιόν στα προάστια και καταρρεύσαμε άχρι αυγής.
Έχοντας για σήμερα επτά όλες-κι-όλες ώρες οδήγησης, δεν βιαζόμασταν. Αφήσαμε τον Ταχίνα να αναρρώσει από τον χθεσινό οδηγικό άθλο και πήγαμε περίπατο. Γεωργοί και μαθητούδια που βάδιζαν κατά μήκος του δρόμου μας ξάνοιγαν με εμβροντησία λες-και ήμασταν θαύμα. Φάγαμε πρωινό σε ένα οικογενειακό μαγειρειό, και ολόκληρη η οικογένεια συνάχθηκε να μας περιεργαστεί. Πρέπει να ήταν πρώτη φορά που έβλεπαν λευκούς από τόσο κοντά. Κατά τις εννέα, ξαναπιάσαμε το ταξίδι.
Το τοπίο άλλαξε έξαφνα αφότου αφήσαμε τον κεντρικό και κατηφορίσαμε στις ανατολικές πλαγιές της μαλγασικής οροσειράς. Ώσπου να σηκώσω το βλέμμα από το διάβασμα μίας δόσης σελίδων, οι φυτείες και τα σύδενδρα κωνοφόρων του οροπεδίου είχαν αντικατασταθεί από ατέρμονη, υπέρπυκνη ζούγκλα. Στον πάτο μιας απότομης κοιλάδας, φτάσαμε στο χωριό της Ρανομαφάνας.
Βολευτήκαμε σε έναν ωραίο ξενώνα με μπανγκαλόου εντός ενός καταπράσινου κήπου. Μπαίνοντας στο δωμάτιο βιώσαμε την πρώτη γνωριμία με την περίφημη άγρια πανίδα της περιοχής. Το μοιραστήκαμε με μια φαμίλια φθοριζόντων λαχανιών γκέκων που κυμαίνονταν σε μέγεθος απ’ το διπλό μου νύχι ίσαμε τον μισό μου πήχη. Καλοί συγκάτοικοι· συμπαθείς, διακριτικοί, ήσυχοι, και κωνωποφάγοι.
Εκτός από το φυσικό περιβάλλον, το χωριό επίσης διέφερε σημαντικά σε πολιτισμικό χαρακτήρα από κάθε άλλο μέρος που είχαμε μέχρι στιγμής επισκεφτεί στην χώρα. Χάρις στον οικολογικό τουρισμό, ήταν πιο ανεπτυγμένο, εύπορο, και συνηθισμένο στους ξένους. Ως εκ τούτου, οι ντόπιοι δεν μας αντιμετώπιζαν ως έκθεμα, και ουδείς μικροπωλητής, ζητιάνος, ή άλλος καταφερτζής μάς τά ‘πρηζε. Φέραμε μια ήρεμη γύρα, παίξαμε λίγη μπάλα σε ένα στενό με δύο πεταρούδια, δειπνήσαμε, και ξεκουραστήκαμε για την αυριανή πεζοπορία.
Στις οκτώ το πρωί ήμασταν στην είσοδο του Εθνικού Πάρκου Ρανομαφάνα. Πληρώσαμε το εισιτήριο, γνωρίσαμε τον προβλέψιμα ονομασμένο Πάτρικ κολαούζο, και πιάσαμε βηματισμό.
Δεν πήρε πέντε λεπτά μέχρι που είδαμε τα πρώτα ζώα. Εκεί-που διεσχίζαμε μία υπερποτάμια γέφυρα προς το κύριο μέρος του δρυμού, συναπαντήσαμε μία αγέλη κοκκινόκοιλων λεμούριων. Οφείλουν την ονομασία στην κοκκινωπή κοιλιακή απόχρωση που παραλλάσσει τους αρσενικούς από τις λευκόκοιλες θηλυκές. Στο υπόλοιπο σώμα είναι μεν-και-δε χρώματος καστανού.
Τους βλέπαμε φευγαλέα ανάμεσα στις απέναντι φυλλωσιές· και έτσι μόνο θάρρησα θα τους βλέπαμε· αλλά τότε ο Πάτρικ είπε ότι ενδέχεται να θέλουν να διασχίσουν την γέφυρα και μας προέτρεψε να αποτραβηχτούμε στην αρχή της. Όντως, ξετρύπωσαν ένας-ένας, και κατά τρόπο παράδοξο—αφού θα μπορούσαν κάλλιστα να πάρουν και το κατάστρωμα—προτίμησαν να ανέβουν στο κάγκελο της γέφυρας, και με την ουρά κάγκελο, να αντιπεράσουν ισορροπώντας σαν σχοινοβάτες. Όλοι στην σειρά, μία μητέρα με το μωρό στην πλάτη, πέρασαν αδεώς αποδίπλα μας και πήδησαν στα δένδρα της εκεί όχθης.
Ο εντοπισμός του επόμενου είδους λεμούριου πήρε περισσότερο χρόνο. Χρειάστηκε την αρωγή εκείνου του ιχνηλάτη που μάς είχε συστήσει ο Πάτρικ ως βοηθό του και μας είχε προπορευθεί. Σπεύσαμε προς την θέση του όταν εν τέλει κάλεσε στον ασύρματο.
Είχε ανεύρει έναν μοναχικό χρυσό λεμούριο του μπαμπού. Λέγονται έτσι όχι διότι ζουν πάνω στα μπαμπού—ως αρχικώς υπέθεσα—αλλά διότι τα τρων. Όποιος άλλος λεμούριος ή οιοδήποτε άλλο ζώο, ημών συμπεριλαμβανομένων, κατάπινε έστω και μία κουταλίτσα από την πλούσια σε κυάνιο πούλπα του γιγαντιαίου μαλγασικού ινδοκαλάμου θα ήταν τέζα εντός λεπτών.
Τον φτάσαμε πρώτοι. Ωστόσο, τα ραδιοκύματα διέδωσαν ταχέως την τοποθεσία του. Έτσι-που πάντες οι στο δάσος παρευρισκόμενοι—μια-εικοσαριά τουρίστες και κολαούζοι—είχαμε μετ’ ου πολύ σχηματίσει κλοιό ανάγυρά του. Δεν έδειχνε να ενοχλείται. Σήκωνε πού-και-πού ένα επιφυλακτικό βλέμμα, αν έκανε κανείς να παραπλησιάσει, κατά-τα-άλλα όμως μας είχε παντελώς χεσμένους. Ήταν ολόψυχα αφοσιωμένος στο μεθοδικό ξεφλούδισμα ενός κομματιού μπαμπού που κρατούσε στην αγκάλη του σαν μονάκριβο μωρό. Αφού αφαίρεσε με τα δόντια και την τελευταία φλοίδα, σάλταρε πάνω σε έναν κλάδο και έμεινε να μασουλάει ευτυχισμένος.
Το δεύτερο βαμβουσοφάγο είδος λεμουρίου που ζούσε στην Ρανομαφάνα ήταν ο μέγας λεμούριος του μπαμπού. Χρησιμοποιώ παρατατικό εσκεμμένα. Επί τη επισκέψει μας, το είδος δυστυχώς βρισκόταν στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Απέμενε ένα μονάχα άκληρο θηλυκό. Σε θετικό επίλογο αυτής της λυπηρής γενεαλογικής ιστορίας, τα χρυσά της ξαδέλφια την είχαν αποδεχθεί στην αγέλη, και τουλάχιστον δεν θα πέθανε στην μοναξιά.
Πετύχαμε έτι δύο είδη: ένα ζευγάρι νυκτόβιων μαλλιαρών λεμουρίων Peyriera, αποκοιμισμένους στην αγκαλιά αλλήλων σε ένα ψηλό κλαδί· και μία ομάδα λεμουρίων σιφάκα Milne-Edward που πηδούσαν χαριτωμένα από-δένδρο-σε-δένδρο.
Εκτός από πρωτεύοντα, είδαμε επίσης πολλά άλλα παράξενα πλάσματα, όπως ένα σαλιγκάρι μεγέθους τούβλου, μία αράχνη σαν την παλάμη μου να καταβροχθίζει ένα ζουζούνι στο κέντρο του ιστού της, φωσφορίζοντα σκαθάρια, ποικίλα άλλα έντομα, πτηνά, και ένα βατραχάκι και-καλά κρυμμένο στην φωλιά ενός πουλιού (δεν με έπεισε η κρυψώνα—αν ήμουν αρπακτικό, πρώτα εκεί θα κοίταζα για αυγά).
Μετά από ένα διάλειμμα σε ένα παρατηρητήριο που επέβλεπε την απέραντη πρασινάδα, επιστρέψαμε στον ξενώνα το απόγευμα, και το πρωί φύγαμε.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Ρανομαφάνα σε υψηλότερη ανάλυση.