Καθώς ο χειμώνας ζύγωνε στο βόρειο ημισφαίριο, ήταν καιρός να μεταβούμε στου νότιου το καλοκαίρι. Προσγειωθήκαμε στο Ανταναναρίβο, πρωτεύουσα της Μαδαγασκάρης, και εγκατασταθήκαμε σε ένα οικονομικό πανδοχείο. Αφιερώσαμε τις πρώτες ημέρες σε αξιοθέαση της παράξενης πολιτείας και την διαδικασία παράτασης της άδειας παραμονής μας από τον ένα μήνα που επέτρεπε η τουριστική βίζα επ’ αφίξει στους τρεις. Μετά ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε για επαρχία. Πριν πάμε να την πέσουμε σε κάποια ωραία τροπική παραλία, είπαμε να διαθέσουμε ένα διάστημα για λίγη εξερεύνηση της εξωτικής αυτής χώρας σε ένα οδικό ταξίδι. Οπότε τώρα χρειαζόμασταν αυτοκίνητο.
Μιας-και η Μαδαγασκάρη κάθε-άλλο παρά φημίζεται για το σύγχρονο οδικό της δίκτυο, αυτό έπρεπε επιτακτικά να είναι τετρακίνητο. Μία διαδικτυακή αναζήτηση επέστρεψε ουκ ολίγες επιλογές. Η αλλαγή της γλώσσας αναζήτησης από τα αγγλικά στα γαλλικά αύξησε περαιτέρω τις επιλογές και μείωσε σημαντικά τις τιμές. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι ελάχιστα από τα ευρυμένα τουριστικά γραφεία ήταν πρόθυμα να ενοικιάσουν όχημα χωρίς οδηγό· και αυτά τα ενοικίαζαν στο ίδιο κόστος όπως με οδηγό στην καλύτερη περίπτωση, συνήθως ακόμη ακριβότερα. Η παράλογη αυτή τιμολόγηση υποθέτω προέκυπτε από ιδιάζοντα ασφαλιστικά καθέκαστα.
Στην αρχή ζοχαδιάστηκα· είμαι συνηθισμένος να οδηγάω ο ίδιος και να ταξιδεύω ανεξάρτητα… πού να τον κουβαλάμε τώρα τον οδηγό; Μα αφού το καλοσκέφτηκα (μπορούσα να αράζω να χαζεύω θέες, να διαβάζω, να ρίχνω και καναν-υπνάκο…), δεν φάνταζε τόσο άσχημη η προοπτική.
Μετά από λίγες διαπραγματεύσεις με διάφορους, κλείσαμε εν τέλει ένα Mitsubishi L200 στα 42 ευρώ την ημέρα συμπεριλαμβανομένου του οδηγού και αυτού τις διανυκτερεύσεις και την διατροφή. Ο Ταχίνα—ένας ευγενέστατος, ευδιάθετος, καλαμπουρτζής Ανταναναριβιώτης στα πρώιμα-τριάντα—στάθμευσε έξω από την πύλη του πανδοχείου μας στην προσυμπεφωνημένη πρωινή ώρα. Φορτώσαμε τις αποσκευές στην σκεπασμένη καρότσα, βολευτήκαμε στο ευρύχωρο σαλόνι, και για πρώτη φορά στην ζωή μου με ιδιωτικό σοφέρ, ξεκινήσαμε μία δεκαπενθήμερη περιοδεία της μαγευτικής Μαδαγασκάρης.
Ξεφύγαμε από την χαώδη κίνηση της πρωτεύουσας και ακολουθήσαμε τον νοτόνδε αυτοκινητόδρομο. Φυσικά, αποκαλώ τον ούτως ευφημιστικά. Σε απόλυτους όρους, η κύρια οδική αρτηρία της Μαδαγασκάρης θύμιζε περισσότερο επαρχιακό δρόμο Γιδομανδρίου-Κωλοξεροβουνίτσας σε μέρες πανηγυριού.
Τα μονά ρεύματα κυκλοφορίας άνευ διαχωριστικής γραμμής χωρούσαν οριακά στο πλάτος του οδοστρώματος. Όταν απαντούσες φορτηγό, έπρεπε να πατήσεις και λίγο απέξω. Χώρια από μηχανοκίνητα, ο δρόμος χρησιμοποιείτο εξίσου από πεζούς, ποδήλατα, και ζωήλατα ή χειρήλατα κάρα. Έστω, ήταν σε ασύγκριτα καλύτερη κατάσταση από κάθε άλλο δευτερεύοντα δρόμο που έμελλε να διασχίσουμε στην χώρα. Τουλάχιστον είχε άσφαλτο, και οι λακκούβες ήταν αραιότερες και αρκετά ρηχές για να τις περάσεις απομέσα χωρίς να βρει σασί αν έκοβες επαρκώς.
Ταξιδεύσαμε σχετικά γρήγορα. Με δύο βραχείες στάσεις—μία για τσίμπημα στο-πόδι σε ένα παραδρόμιο βρομικοφαγάδικο και μία για βενζίνη και ξεμούδιασμα στην ξακουστή για κατασκευή αλουμινένιων σκευών πόλη Αμπατολάμπι—πήρε μόλις πέντε ωρίτσες να διανύσουμε τα εκατόν-εξήντα χιλιόμετρα μέχρι τον πρώτο μας προορισμό.
Με πληθυσμό τετρακοσίων χιλιάδων, το Αντσιράμπε είναι η τρίτη-μεγαλύτερη και μία απ’ τις ιστορικότερες πόλεις της Μαδαγασκάρης. Το όνομά του σημαίνει το μέρος με το πολύ αλάτι, και ένεκα των πολυάριθμών του πηγών, αποκαλείται επίσης η πόλη των νερών. Φημίζεται ως χωνευτήριο των ετερογενών μαλγασικών εθνοτήτων και για τον τρανό του στόλο τρικύκλων ποδηλάτων ταξί που τού προσδίδει την προσωνυμία της μαλγασικής πρωτεύουσας των ρίκσο.
Συνηθισμένος σε τυπικούς τουρίστες, ο Ταχίνα μας πήγε πρώτα σε κάποια από της πόλης τα κυριλάτα ξενοδοχεία. Απογοητευμένος από την απώλεια της αποβλεψαμένης προμήθειας, μετά κατάλαβε με ποιους είχε να κάνει και μας έφερε σε ένα οικονομικό πανδοχείο για ντόπιους. Αφήσαμε τα πράγματα, και ενώ αυτός έμεινε να ξεκουραστεί από την οδήγηση, εμείς βγήκαμε για εξερεύνηση.
Σε λίγα βήματα, είχαμε προσελκύσει συνοδεία ποδηλατοταξιτζήδων που, κωλύοντας την μηχανοκίνητη κυκλοφορία, μάχονταν να εκτοπίσουν ο-ένας-τον-άλλον και να καταλάβουν την πλευρά μας ίνα μας παρακαλέσουν να ανέβουμε στην καρότσα. Μετά λύπης βάλαμε φρένο στον ενθουσιασμό και τα πόδια των, προτιθέμενοι να περπατήσουμε.
Αρχικά επισκεφτήκαμε του Αντσιράμπε τον γραφικό σιδηροδρομικό σταθμό: τον νότιο τερματικό του πενιχρού δικτύου που συνδέει την πρωτεύουσα και λίγες ακόμη μεγάλες υψιπεδινές πόλεις με το λιμάνι της Τοαμασίνας. Υπετίθετο πως εισέτι εκτελούντο αραιά επιβατικά δρομολόγια. Το ιστορικό κτίριο, ωστόσο, ήταν κλειστό και ρημαγμένο.
Συνεχίσαμε την βόλτα μέσω μιας πλατιάς λεωφόρου με περιποιημένους κήπους στην μέση. Καθώς πλησιάζαμε στο κέντρο, στην συνοδεία των ρικσοδηγών προστέθηκαν μικροπωλητές και επαιτούσες γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά. Ξεφύγαμε μπαίνοντας σε ένα καφέ για πίτσα. Αφού διαλύθηκαν σταδιακά οι υπόλοιποι συνοδοί, μόνο ένας υπομονετικός γεροταρίφας παρέμεινε απέξω να μας προσμένει, καθιστός σταυροπόδι στην σέλα, αποτείνοντάς μάς εγκάρδια διανέματα.
Όπως και ο κάθε τρίτος άνδρας που είχαμε γνωρίσει στην χώρα, μάς συστήθηκε ως Πάτρικ όταν εξήλθαμε. Ήταν συμπαθέστατος τυπάκος, και τού είπα ότι θέλουμε να περπατήσουμε λίγο ακόμη, μα αν τυχόν τον ξαναπετυχαίναμε αργότερα, μπορούσε να μας πάει τότε σπίτι. Με αυτήν την ελπιδοφόρα νύξη, δεν μας ξανάχασε από τα μάτια του· παρά μας πήρε στο κατόπι καρτερικά και διακριτικά, επεμβαίνοντας να διώξει κάθε ανταγωνιστή που έκανε να μας σιμώσει.
Επισκεφτήκαμε τον καθολικό καθεδρικό. Είδαμε διάφορες μικρότερες εκκλησίες και το τέμενος της μικρής μουσουλμανικής μειονότητας. Περιφερθήκαμε εική ανά τα αυτοσχέδιο παζάρι που κατελάμβανε λίγο-πολύ όλους τους κεντρικούς δρόμους. Και αργά το απόγευμα καταλήξαμε στην όχθη μίας γαληνής λιμνούλας στα όρια του κέντρου.
Εκεί τελείωνε η σχεδιασμένη πόλη και άρχιζαν οι άναρχες παραγκογειτονιές. Τριγυρίσαμε λιγουλάκι ακόμη σε αυτών τις σκονισμένες ρύμες—όπου κότες και γουρούνια σάρωναν σωρούς απορριμμάτων, και ρακένδυτοι, συχνά ξυπόλητοι άνθρωποι μας ετήρουν με κατάπληξη και προσήνεια—και γυρεύσαμε τέλος τον Πάτρικ που παραμόνευε μες στο πλήθος.
Έβαλα ένα χεράκι να σπρώξουμε το τρίκυκλο πάνω στην ανηφόρα, πηδήσαμε εμείς στην καρότσα, και ξεκίνησε αυτός το πετάλι με τις σαγιονάρες και θαυμαστό σθένος για την ηλικία του. Μας πέταξε σε μια φαιδρή ταβέρνα κοντά στο πανδοχείο. Εκεί συναντήσαμε κατά τύχη και τον Ταχίνα που είχε ήδη φάει και τό ‘χε ρίξει στις μπίρες. Τον κεράσαμε άλλες λίγες μέχρι να φάμε κι εμείς εντόσθια και πατάτες, και πήγαμε για ύπνο πριν το μακρύ αυριανό ταξίδι.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από το Ανταναναρίβο και το Αντσιράμπε σε υψηλότερη ανάλυση.