Ένα ήταν το υποβλητικό εκείνο πλάσμα που μού εδόθη η ευκαιρία να δω στον τόπο εκείνο, και δεν έμελλε να ξαναδώ στο εξής πουθενά στην Αφρική: ο ρινόκερος. Κάμποσα από εκείνα τα φυτοφάγα κτήνη είδαμε να περιφέρονται στην σαβάνα. Τα εξαίσια αυτά θηλαστικά μπορούν να ξεπεράσουν τoυς δύο τόνους σε βάρος και να αναπτύξουν ταχύτητες της τάξεως των πενήντα χιλιομέτρων την ώρα! Δεν θες να ευρεθείς στο διάβα της ορμής των· ούτε καν με όχημα, αφού η δύναμη των επαρκεί με το παραπάνω για να αναποδογυρίσουν ένα φορτηγό ολόκληρο.
Έναν από αυτούς μπορέσαμε να δούμε από πολύ κοντινή απόσταση· όταν, το πρώτο απόγευμα της παραμονής μας στο πάρκο, έτυχε να τον φέρει ο δρόμος του να περάσει απέναντι τον χωματόδρομο εκείνον επί του οποίου κινούμασταν. Σταματήσαμε, και με την μηχανή αναμμένη, σε ετοιμότητα να γκαζώσουμε εν περιπτώσει ανάγκης, τού δώσαμε προτεραιότητα να περάσει λίγα μόλις μέτρα μπροστά μάς. Όλο δέος είχα μείνει να παρατηρώ αυτό το ευγενέστατο θηρίο που μας προσπέρασε, βαδίζοντας οκνηρά, να συνεχίσει τον μοναχικό του δρόμο. Μία πολύ λυπητερή ιστορία θα είχε να μάς πει εάν είχε λαλιά να μιλήσει. «Μα γιατί;» θα μας ρωτούσε. «Δεν σάς έκανα τίποτε.»
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Αυτά τα τόσο δύστυχα πλάσματα έχουν βιώσει στον έσχατο βαθμό απέχθειας την άπληστη μανία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Αυτοί, οι μαύροι ρινόκεροι, που κατοικούν σε αυτή την γωνιά της Αφρικής, αριθμούσαν στα τέλη του 19ου αιώνα πλέον του ενός εκατομμυρίου ατόμων· εβδομήντα περίπου χιλιάδες την δεκαετία του 1960· και σήμερα πλέον, 4-5 χιλιάδες. Τα ξαδέλφια των από τον νότο, οι λευκοί ρινόκεροι, έτυχαν παρόμοιας μοίρας. Τα ξαδέλφια των στην Ασία έτυχαν της χειρότερης μοίρας, έχοντας εξαφανισθεί από την φύση προ καιρού ήδη, με ελάχιστα μόνο να επιβιώνουν σε αιχμαλωσία, εντός στενών περιφραγμένων περιοχών και ζωολογικών κήπων. Κυνηγήθηκαν και σφαγιάσθηκαν όλοι, εξαντλητικά και συστηματικά, με λάφυρο τα κέρατά των· τα οποία, βάσει μίας ημιμυθικής παράδοσης των λαών της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Κίνας, έχουν θεραπευτικές ιδιότητες.
Σήμερα πια, οι λίγοι εναπομείναντες ρινόκεροι παγκοσμίως είναι κάθε άλλο παρά ασφαλείς. Διευθυνόμενη από συνδικάτα οργανωμένου εγκλήματος, η λαθροθηρία έχει λάβει νέες, σύγχρονες διαστάσεις. Επιστρατεύει εκλεπτυσμένες τεχνικές ενάντια στις εντεταμένες και συντονισμένες προσπάθειες που διάφορες διεθνείς οργανώσεις καταβάλλουν προς την προστασία του είδους.
Εισβάλλοντας την νύχτα στα άσυλα των ζώων με ελικόπτερα, εντοπίζουν το θήραμά των χρησιμοποιώντας κιάλια νυχτερινής όρασης, και το τοξεύουν με δηλητηριώδη βέλη. Όταν σε λίγο το ζώο έχει πέσει αναίσθητο, προσγειώνονται, και σε μία επίδειξη βδελυρής αναισχυντίας, μεταχειριζόμενοι αλυσοπρίονο, τού αποκόβουν το κέρατο μαζί με το μισό πρόσωπο, παρατώντας το ύστερα αιμόφυρτο στην οδυνηρή, επιθανάτιά του αγωνία. Σε περιπτώσεις που πρόκειται για μία μητέρα που συντροφεύεται από το μικρό της, μολονότι ακόμη άκερο, θα σκοτώσουν και αυτό, για να μην τους ενοχλεί με τις απεγνωσμένες του απόπειρες να σώσει την μάνα του.
Εν συνεχεία, λαθρέμποροι θα αναλάβουν την αποστολή να μεταφέρουν τα τρόπαια στην Ασία· στο Βιετνάμ κυρίως. Εκεί, μέσω προσχεδιασμένης προπαγάνδας, εκμεταλλευόμενοι την δεισιδαιμονία κάποιων, έχουν προσδώσει στα κέρατα αυτά φήμη μαγικής πανάκειας. Δεδομένης της αυξημένης ζήτησης, η τιμή του κεράτου ανά γραμμάριο έχει για-τα-καλά ξεπεράσει εκείνη της κοκαΐνης. Σημειωτέον: ο τελευταίος ρινόκερος στο Βιετνάμ επαπέθανε το 2011.