Μετά από εικοσιτετράωρο ταξίδι με τρία λεωφορεία, κατεβήκαμε στην παραμεθόρια πόλη Ταπατσούλα, λίγα χιλιόμετρα προ της γουατεμαλικής συνοριογραμμής. Η μέρα μόλις άρχιζε, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε, αλλά ήμασταν κουρασμένοι. Εξού και προτιμήσαμε ένα διήμερο διαλειμματάκι. Βρήκαμε ένα οικονομικό Airbnb στην κωμόπολη Κακαοατάν, λίγο βορειότερα από την Ταπατσούλα, και πήραμε την τοπική συγκοινωνία κείσε.
Το Κακαοατάν ήταν ένα συγκρότημα σχεδόν τέλειων οικοδομικών τετραγώνων με χρωματιστά μονώροφα σπιτάκια. Είχε μία πλατεία, ένα καμπαναριό, δυο-τρεις τακερίες, και πλιότερα αδέσποτα σκυλιά απότι αμάξια.
Η αστυνομική παρουσία ήταν εξαιρετικά πυκνή λόγω της συστηματικής εισροής λαθραίων αγαθών και ατόμων από την παρακείμενη μεθόριο. Την επομένη που κινήσαμε για μία βόλτα στην Ταπατσούλα, μας κατέβασαν από το λεωφορείο σε ένα μπλόκο και κράτησαν την Σόφη ενέχυρο μέχρι να πάω να φέρω τα αφημένα μας στο σπίτι διαβατήρια.
Οι ντόπιοι είχαν να πουν τα χειρότερα για τους Γουατεμαλανούς. Σοκάρονταν και μας νουθετούσαν να προσέχουμε κάθε που τών εκθέταμε το πλάνο μας. Ποσώς με ανησύχησαν αυτές οι προειδοποιήσεις· ουδέποτε είχαν περάσει τα σύνορα και έκριναν τον γείτονα λαό βάσει δείγματος όλων των γκανγκστεράδων και λαθρομεταναστών της Λατινικής Αμερικής που συνέρρεαν μέσω της περιοχής προς τον πλούσιο αμερικανικό βορρά.
Η νόμιμη συνοριακή διέλευση ήταν ασύχναστη. Ακαθυστέρητα καθαρίσαμε τους δύο ελέγχους και μπήκαμε στην Γουατεμάλα. Κάναμε συνάλλαγμα στον ανταγωνιστικότερο των παρευρισκομένων καταφερτζήδων, απωθήσαμε ταρίφες και διάφορα λαμόγια, και εντοπίσαμε την συγκοινωνία. Διαφόρως από Μεξικό—όπου λειτουργούσαν μοντέρνα, άνετα, συνηθισμένα πούλμαν—εδώ αυτή εξετελείτο από έντονα βαμμένα, αφειδώς διακοσμημένα, αναδιαμορφωμένα παλαιά βορειοαμερικανικά σχολικά λεωφορεία που στους ταξιδιώτες είναι γνωστά ως chicken buses. Με μία αλλαγή στην πολίχνη Μαλακατάν, δύο εξ αυτών μας έφεραν στην Σέιλα.
Σέιλα είναι η τοπικώς πιο διαδεδομένη, μαγιακή ονομασία της επισήμως ονομασμένης στα αζτεκικά ως Κετσαλτενάνγκο, δεύτερης-μεγαλύτερης πόλης της Γουατεμάλας. Η ετυμολογία του ονόματος προέρχεται από φράση που σημαίνει υπό δέκα βουνών, η οποία εύστοχα χαρακτηρίζει της πόλης την τοποθεσία: περικλεισμένη ολούθε από πυκνόφυτα, καταχνιασμένα ηφαίστεια σε ένα στενό οροπέδιο 2.400 μέτρα υπέρ της θαλάσσης.
Βρισκόμασταν στην καρδιά της χώρας των Κιτσέ: μίας από τις πιο πολυπληθείς και άσμιχτες εθνοτικές ομάδες των Μάγια. Θωρώντας εξωτικές όψεις και γρικώντας ακατάληπτες λαλιές, περπατήσαμε τις απογευματινώς ήσυχες οδούς προς τα βόρεια προάστια. Σε ένα σοκάκι μίας κοινότοπης συνοικίας, φτάσαμε στο Airbnb.
Ήταν ένα στοιχειώδες υπνοδωμάτιο στο κομψό διαμέρισμα μίας μάνας και κόρης που κατάγονταν από την Πόλη της Γουατεμάλας. Υπήρξαμε οι παρθενικοί των επισκέπτες. Με άνοθη ειλικρίνεια, οι οικοδεσπότριες έδειξαν περισσότερο ενδιαφέρον στην συναναστροφή μαζί μάς παρά στον σεφτέ. Το ίδιο φιλικότατο κλίμα επικρατούσε σε όλη την γειτονιά. Μόνο το τσιουάουα του σπιτιού αρχικά αναστατώθηκε λίγο από την παρουσία μας. Κάθε που εμφανιζόμασταν, εκσφενδονιζόταν στην πιο απόμακρη γωνία και έτρεμε το καημένο κουλουριασμένο. Αφότου όμως το φιλεύσαμε μεζεδάκι, ξεψάρωσε και άρχισε να κοιμάται στο κρεβάτι μας.
Μείναμε κάπου δέκα μέρες. Πέρασαν χαλαρά με βόλτες στο καλαίσθητο ιστορικό κέντρο και τα αγροτικά περίχωρα. Σκεφτόμασταν και διάφορες εκδρομές, αλλά ανέκυψαν περιπλοκές. Κατά πρώτον, δεν βρίσκαμε μέσον. Ξεψάχνισα το διαδίκτυο, πήρα σβάρνα όλες τις αντιπροσωπείες αυτοπροσώπως, κανείς όμως δεν ενοικίαζε μηχανάκια. Κατά δεύτερον, ήταν ο καιρός. Εν αντιθέσει με την Οαχάκα, όπου μας είχε ρημάξει η ξηρασία, εδώ μας είχε ταράξει στην καταιγίδα.
Υπό την νέα μου ομπρέλα που εύκολα βρήκα να αγοράσω, χαράμισα ένα ολόκληρο πρωί να γυρεύεω—σε μαγαζιά ρούχων και ειδών κατασκήνωσης, σε υπαίθριες αγορές και εμπορικά κέντρα—δίχως να μπορέσω να βρω ένα αδιάβροχο παντελόνι. Το καλύτερο που βρήκα, το ξεκάρφωτο: ένα παντελόνι σκι τοσούτου μεγέθους που τα χιονοπέδιλα αυτού που θα τού έκανε θα έπρεπε να είναι ατσάλινα ίνα μην σπάσουν. Ήταν λάθος που το πήρα. Αν-και το φόρεσα με ζώνη, μού μούσκευε τα πόδια περισσότερο με ιδρώτα απότι θα τα μούσκευε με νερό η βροχή.
Ο πιο επιθυμητός μας εξορμητικός στόχος ήταν η κορυφή του Ηφαιστείου Ταχουμούλκο: το υψηλότερο σημείο στην Γουατεμάλα. Αυτός ωστόσο δεν επετεύχθη διότι στην περιοχή μαίνονταν εχθροπραξίες ανάμεσα σε δύο αντίπαλα καρτέλ για τον έλεγχο των τοπικών λαθρεμπορικών διαδρομών, και ο εθνικός στρατός είχε αποκλείσει την πρόσβαση. Εναλλακτικά, καταφέραμε δύο εξορμήσεις σε δύο άλλα ηφαίστεια.
Το Ηφαίστειο Τσικαμπάλ βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Σέιλας, και μέσα στον ευρύ του κρατήρα κρύβει μία ψυχοπλάνα λίμνη. Ο τόπος φέρει ύψιστη θρησκευτική σημασία για τους Μαμ—μία ακόμη μεγάλη φυλή Μάγια που κατοικεί τα υψίπεδα της δυτικής Γουατεμάλας—αφού στην κοσμογονία των θεωρείται ο ομφαλός της Γης.
Φτάσαμε τους πρόποδες με ένα τοπικό λεωφορείο και ξεκινήσαμε την ανάβαση. Άγνωστο μέχρι στιγμής μάς ήταν πως η επίσκεψή μας είχε συμπέσει με την κορύφωση ετησίων εορτασμών. Το μάθαμε σαν μας πρόφτασε το πρώτο αγροτικό με προσκυνητές και σταμάτησε να μας πάρει. Στριμωχτήκαμε άβολα στην καρότσα μεταξύ παρδαλοντυμένων ιθαγενών που καν δεν καλομιλούσαν ισπανικά. Μας κλεφτοκοίταζαν μόνο με μικτή διασκέδαση και ντροπαλοσύνη, ενώ απέφευγαν τον φωτογραφικό φακό με χαχανητά.
Γλιτώσαμε μπόλικο δρόμο μέχρι το ανοιχτό πλάτωμα όπου μας πέταξαν. Εν μέσω ευλαβικής πομπής, περπατήσαμε έναν λασπώδη δρόμο μέχρι την στεφάνη του κρατήρα. Εκεί ευρίσκονταν ένα καφεσνακάδικο στεγασμένο σε μία παράγκα, μία γυναίκα που κάτι έβραζε σε ένα καζάνι επί πυράς, και ένα ξύλινο παρατηρητήριο. Γαλήνια και σεπτή εφαίνετο η λίμνη ανάμεσα σε οργιώδη βλάστηση και αείστροφες δέσμες ομίχλης.
Ένα απότομο κλιμακωτό μονοπάτι μας κατέβασε στην όχθη. Ανά όλη της την περίμετρο, ευσεβείς παγανιστές επιτελούσαν αποκρυφιστικές τελετές. Έκαιγαν θυμιάματα και εναπέθεταν προσφορές που συνεδύαζαν άνθη, κλαδιά, πέτρες, και άλλα φυσικά αντικείμενα με τεχνητή γεωμετρία στην μορφή του εισαχθέντος σταυρού.
Η δεύτερή μας εξόρμηση έλαβε χώρα στο Ηφαίστειο της Αγίας Μαρίας. Ο τρομερός του κώνος, δεσπόζων υπέρ των νότιων παρυφών της Σέιλας, απολήγει στην πέμπτη ψηλότερη κορυφή της Γουατεμάλας και είναι περιβόητος αναφορικά με την τρίτη ισχυρότερη ηφαιστειακή έκρηξη του 20ου αιώνα, που το 1902 σκότωσε χιλιάδες και σκόρπισε στάχτη μέχρι το Σαν Φρανσίσκο.
Ένα τεταρτάκι στο ταξί μας έφερε στην υπώρεια την αυγή. Τρανό το όρος κατέστη ορατό κατά το βραχύ μεσολαβούν διάστημα ανάμεσα στο σκοτάδι και το πλάκωμα της ομίχλης. Μαζί με λίγους καταφορτωμένους αγρότες, πήραμε το μονοπάτι προς την ανατολική κλιτύ κι αποκεί γραμμή προς την κορφή.
Η ορατότητα περιορίστηκε στα λίγα μέτρα, ήρκεσε όμως για να διακρίνουμε την αλλόκοτη χλωρίδα που έβριθε στην πλαγιά. Ξάνοιξε σαν πλησιάζαμε την κορυφή που προεξείχε μίας θάλασσας περιβαλλόντων υδρατμών και καπνού εκτινασσομένου από του βουνού τον χαμηλότερο, εξογκωματικό, ενεργό παρακρατήρα Σαντιαγίτο.
Στα 3.772 μέτρα, όπου δεν είχε να ανέβουμε άλλο, πετύχαμε ψυχές που μας είχαν προπορευθεί: ένα ζευγάρι ταξιδιωτών από Αυστραλία και Γερμανία, έναν Ουκρανορώσο από το Ντονιέτσκ που κατά το ξέσπασμα του ολικού πολέμου διέφυγε στην Κεντρική Αμερική από κίνδυνο θανάτου ή επιστράτευσης εξ οιασδήποτε πλευράς τύχει να πέσει το σπίτι του, και ένα ντόπιο σκυλί που τους είχε ακολουθήσει. Αράξαμε να χαρούμε την θέα και κατεβήκαμε παρέα.
Το βράδυ πήγαμε για μπίρες στο ταρατσόμπαρο του χόστελ όπου διέμεναν και οι τρεις στο κέντρο. Είχαν και ανοιχτή σκηνή με όργανα. Παίξαμε και τραγουδήσαμε. Μετά από τοιούτο ευχάριστο φινάλε αυτού του ταξιδιωτικού επεισοδίου, μας πέταξαν το πρωί οι οικοδεσπότριες στον σταθμό, και πιάσαμε ένα κοτολεωφορείο προς νέο τόπο.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Γουατεμάλα σε υψηλότερη ανάλυση.