Στάθηκα όρθιος και φορτώθηκα τους σάκους μου ― δύο τω αριθμώ, ένας μεγάλος στην πλάτη και ένας μικρότερος επίστηθα· μια εικοσαριά κιλά πάνω-κάτω, όλα μου τα υπάρχοντα από την στιγμή εκείνη και στο εξής. Έριξα μία τελευταία ματιά στον ελληνικό ουρανό, ξεφύσηξα, και με μία μεταβολή, ξεκίνησα. Λίγα βήματα ύστερα, άνοιξαν εμπρός μού τα φύλλα της αυτοθύρας του αεροδρομίου. Τα προσπέρασα και προχώρησα ευθύς στην πρώτη οθόνη ανακοινώσεων. Εντόπισα την πτήση μου και προχώρησα προς το καθορισμένο για αυτήν γκισέ.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
«Χαίρετε!» είπα στην φιλαργόσχολη δεσποινίδα που καθόταν βαριεστημένη πίσω από τον πάγκο, καθώς της εναπέθετα ταυτοχρόνως το διαβατήριό μου όπως πραγματοποιήσουμε το check-in. Το πήρε, το άνοιξε, το σκάναρε. «Τελικός σας προορισμός Κέιπ Τάουν;» με ρώτησε ύστερα από λίγο, σηκώνοντας ραθύμως το κεφάλι να με ξανοίξει. «Ναι» τής απεκρίθην, και έσκυψε πάλι στο μηχάνημά της. «Μού δείχνετε το εισιτήριο επιστροφής σας;» μού απευθύνθηκε πάλι. «Δεν έχω» τής είπα. Ανέσυρε μονομιάς το πρόσωπο και έμεινε να με κοιτάζει για κάμποσα δευτερόλεπτα με ένα χαύνο βλέμμα ― ένα βλέμμα παρεμφερές του που σε κοιτάει ο σκύλος όταν γυρίζει και στέκεται μπρος σού με άδειο στόμα, αφού μόλις τον ξεγέλασες προσποιούμενος ότι τού πετάς το κλαρί, ενώ το κρατάς ακόμη κρυμμένο πίσω από την πλάτη σου. «Δεν γνωρίζετε ότι είναι υποχρεωτικό να διαθέτετε εισιτήριο επιστροφής ώστε να σάς επιτραπεί η είσοδος στην χώρα προορισμού σας;» με ρώτησε τελικά. Η αλήθεια είναι το γνώριζα. Ωστόσο γνώριζα επίσης ότι δεν είναι παρά τυπικό. Εν καμμία περιπτώσει δεν θα μού αρνούνταν την είσοδο λόγω αυτού. Εξάλλου δεν το είχα σκοπό να πετάξω πίσω.
«Α ναι;» τής έκανα. «Λυπάμαι, δεν το γνώριζα.»
«Λυπάμαι κι εγώ» μού λέει. «Αλλά δεν μπορούμε να σάς επιτρέψουμε να αναχωρήσετε χωρίς εισιτήριο επιστροφής.»
Τι λες ρε κοπελιά! Είσαι στα συγκαλά σου; Για κούνα το κεφάλι σου να δεις: φραπέ θα κάνει ή αφρόγαλα; σκέφτηκα να τής πω, αλλά δεν τής το είπα για να κρατήσω τους τύπους. Αντί αυτού, πήρε κάμποση ώρα ασυνάρτητης συζήτησης ― με αυτήν και την ανωτέρα της που εκλήθη προς βοήθεια ― έως ότου τών δώσω να καταλάβουν ότι ούτε αυτές, ούτε κανείς άλλος, στο αεροδρόμιο ή στην χώρα, δεν έχει την εξουσία να μού απαγορεύσει να αναχωρήσω επειδή δεν έχω εισιτήριο επιστροφής. Τελικά το θέμα έληξε με την πρεσβυτέρα να ενδίδει, παραδίδοντάς μού την κάρτα επιβίβασης, και δηλώνοντάς μού πως η εταιρεία των δεν αναλαμβάνει καμμία ευθύνη… και μπλα-μπλα-μπλα ― άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
Συνέχισα την πορεία μου. Πέρασα τον έλεγχο, περίμενα και λίγο στην πύλη, και σύντομα ευρέθηκα καθιστός σε ένα από τα καθίσματα αυτού του Boeing, που εν ολίγω χρόνω έμελλε να αφήσει την κηροζίνη να ρεύσει στις τουρμπίνες του, και αποχαιρετώντας το έδαφος, να σχίσει τους ουρανούς προς μέρη μακρινά.
Μακρύ προδιεγραφόταν το ταξίδι· δύο μακρές πτήσεις συν μία διανυκτερεύσει σε κάποιο αεροδρόμιο της Αραβίας. Απαιτούσε υπομονή· λίγο διάβασμα, λίγα σταυρόλεξα, λίγη κουβέντα, λίγος ύπνος… έφερε ο ήλιος μια στροφή ολόκληρη και λίγο παραπάνω, και επιτέλους προσγειωνόμασταν στο διεθνές αεροδρόμιο του Κέιπ Τάουν. Μετά από μία βραχεία στάση στην παραλαβή αποσκευών, κίνησα γραμμή προς τα έξω.
Μπροστά μού ευρισκόταν το σημείο ελέγχου διαβατηρίων. Προσήλθα σε ένα από τα ελεύθερα γραφεία, όπου με υποδέχθηκε μια παχιά, μεσήλικη, ένστολη, σοβαροφανής τύπισσα. Τής παρέδωσα το διαβατήριό μου. Αφού το άνοιξε, έριξε δυο-τρείς κοφτές ματιές πάνω-κάτω ― σάμπως για να σιγουρευθεί πως όντως είμαι εγώ στην φωτογραφία ― και μού απηύθυνε τον λόγο:
«Return ticket please.»
«I don’t have one.»
«Why so?»
«I shall not fly back.»
«But?»
«I shall leave over land.»
«Where to?»
«Mozambique.»
Τσαφ! Ακούστηκε ο κούφιος ήχος της σφραγίδας να προσπέφτει στην κενή σελίδα του ταξιδιωτικού εγγράφου.
«Have a nice evening!» μού είπε καθώς άπλωνε το χέρι να μού επιστρέψει το διαβατήριο.
«Thank you, you too!» τής είπα καθώς το άρπαζα.
Λίγα βήματα μετά, εξερχόμουν του αεροδρομίου. Ο Άπω Νότος! μουρμούρισα… Νέα γη κάτω από τα πόδια μου! Νέος ουρανός πάνω από το κεφάλι μου! Νέος αέρας μέσα στα πνευμόνια μου!