Η πρώτη εξ αυτών ήταν εξαιρετική, μιάς-και έτυχε να είναι από αέρος. Ίχνος ηλιακού φωτός δεν είχε φανεί ακόμη εκείνα τα άγρια και ψυχρά χαράματα, όταν εκείνος ο φλεγματικός Άραβας έδωσε ανάφλεξη στον καυστήρα. Ξεπήδησε μονομιάς, ερυθρή και λικνιζόμενη η φωτιά. Και έμεινα να θωρώ εκείνο το παρδαλό πανί, που μέχρι στιγμής ευρισκόταν ξαπλωμένο στην αμμουδερή του κλίνη, να φουσκώνει και να σηκώνεται σταδιακά προς τον ουρανό. Σαν πήρε πλέον το πλήρες, ωοειδές του σχήμα, κατακόρυφα τεντωμένο από την γη, πηδήσαμε πεντ’-έξι άτομα μέσα στο καλάθι, και με μία γενναιόδωρη γκαζιά, το αερόστατο αποχαιρέτησε το έδαφος, γλιστρώντας αρμονικά μέσα στην ατμόσφαιρα, με το ισχνό ξεφυσητό του καυστήρα να συνοδεύει την σιγή.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Θα ήμασταν μια-δυό εκατοντάδες μέτρα υπέρ του εδάφους όταν ξεπρόβαλλε τελικά ο ήλιος τρανός στον αστιγμάτιστο αιγυπτιακό ουράνιο θόλο και αποκάλυψε την απόλυτη μαγεία που εξετεινόταν κάτωθέν μάς. Έρημος! Έρημος αφάνταστης εκτάσεως περιέβαλλε το ήδη εκτενέστατο κομμάτι γης που το οπτικό μου πεδίο μπορούσε από τα ψηλά να καλύψει. Και εν μέσω ερήμου ύδωρ! Πλατύς, γαληνός, και γαλανός έρρεε ο μακρύτερος ποταμός του πλανήτη εκείνο το ηλιοβασίλεμα. Αρχινούσε και η ζωή να ξυπνάει ανά τις όχθες του με το πρώτο φως . Όλο-και πύκνωναν, λεπτό-το-λεπτό, τα διάφορα πτηνά που έσχιζαν τον βαθυγάλανο ουρανό πέρα-δώθε· άλλα κελαηδώντας εκστατικά· άλλα, αρπακτικά, περιπολώντας σιωπηρά εις αναζήτηση λείας ανάμεσα στα χιλίων-δυό λογιών μικρά ζωντανά που θα ξετρύπωναν κι αυτά από τα λαγούμια των στις διάφορες οάσεις εκεικάτω. Οι άνθρωποι εγείρονταν κι αυτοί με την σειρά των, πρωινοί-πρωινοί, ανά τα διάσπαρτα χωριουδάκια. Έχωναν τους όνους στον κάματο της ημέρας, και έπαιρναν να περιποιηθούν τους μικρούς των κήπους.