Έπρεπε να μείνω στο ξενοδοχείο εκείνο το πρωί. Από-στιγμή-σε-στιγμή ανέμενα την άφιξη της Ισπανίδας φίλης μου που ερχόταν από τον χειμώνα. Έσκασε τελικά μύτη ακριβώς πάνω στην ώρα που την περίμενα. Μετά από όλους τους τυπικούς χαιρετισμούς που οφείλουν να τελεσθούν ανάμεσα σε δύο φίλους που επανορώνται μετά από καιρό, ένα από τα πρώτα που εξέφεραν τα χείλη της ήταν «Feliz año nuevo!».
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Γενικότερα ποτέ μού δεν παρακολουθούσα στενά το ημερολόγιο. Ούτε και έδινα ιδιαίτερη σημασία στις ημερολογιακές εορτές. Δεν θεωρούσα ότι χρειάζομαι κάποια πρόφαση για να περάσω καλά. Η καλή μου διάθεση θα αρκούσε στο έπακρο ως αφορμή εορτασμού. Τελευταία όμως, προσέτι ― μη έχοντας την δυσάρεστη ανάγκη να μετράω τις ημέρες αρχίζοντας από την Δευτέρα και καρτερώντας το Σαββατοκύριακο να βγω έξω να γίνω καζίκι για να ξεχάσω την μίζερη εβδομάδα που πέρασα στην μισητή μου δουλειά· ούτε και άφραγκος να προσμένω διακαώς την πρώτη του καθενός μηνός για να αντεπεξέλθω, με τον ισχνό μισθό μου, σε όσες μπορώ από τις κατατρέχουσές μου υποχρεώσεις ― η ημερολογιακή μου αίσθηση είχε χαθεί εξολοκλήρου. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα ότι ήταν η πρωτοχρονιά ― ή καν κάποια υποψία ότι αυτή σίμωνε.
Έτσι όπως ήλθαν τα πράγματα, οπότε, συνάμα με την καλή μας διάθεση, θα εορτάζαμε εκείνη την ημέρα και την άφιξη του νέου έτους. Σίγουρα πάντως, ο τρόπος που περάσαμε την πρωτοχρονιά αυτή δεν ήταν και ο πιο παραδοσιακός που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Μισθώσαμε ένα τουκτούκ που μας οδήγησε σε μία γραφικότατη τροπική παραλία ― ξέρεις, από αυτές με την κατάλευκη άμμο, τα κυανοκρυστάλλινα νερά, και τους λοξούς φοίνικες ― όπου μείναμε όλη μέρα να ηλιοθερεούμε και να ρίχνουμε βουτιές, μέχρι που οι σκιές των φοινικοδένδρων είχαν επιμηκυνθεί τόσο που άρχισαν να αγγίζουν τον γιαλό.
Αργότερα, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο και ετοιμαστήκαμε για την βραδινή μας έξοδο. Θα είχε πλάκα, φανταστήκαμε, απόψε η πόλη. Θα γινόταν γλέντι: συναθροισμένος κόσμος, πυροτεχνήματα, ζητωκραυγές, οινοποσία, χοροί, φαιδρές καρδιές, και όλα τα συναφή. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έλαβε χώρα ωστόσο. Βγήκαμε, κόντευαν μεσάνυχτα, και δεν απαντήσαμε ουδέν, ειμή κενωθέντες δρόμους, ησυχία, και ερημιά. Κάποτε τότε, η εντύπωσή της οικουμενικότητας της εορτής αυτής όφειλε να μού διαλυθεί.
Οι άνθρωποι αυτοί, φαίνεται, παρότι έχουν ασπαστεί το γρηγοριανό ημερολόγιο ― και πολλοί εξ αυτών και την θρησκεία του παπαγρηγόρη εκείνου, επίσης ― δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση προς τον εορτασμό της πρωτοχρονιάς. Ίσως ― λέω ‘γώ τώρα ― επειδή η παράδοσή των δεν διδάσκει την γέννηση κάποιου θεού, θεανθρώπου ή θεότητας, ή οποιοδήποτε γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας που συνέβη στα τέλη του μηνός Δεκεμβρίου. Και τούτο μάλλον, επειδή σε αυτούς τους τόπους, ευρισκόμενους κοντά στον ισημερινό, και εξού τυγχάνοντες ισοδιαρκούς διαστήματος ημέρας-νύχτας ανά όλο το έτος, το χειμερινό ηλιοστάσιο του βορείου ημισφαιρίου ουδεπώποτε είχε κάποια εκλεκτή σημασία για τις ζωές των ανθρώπων.
Έτσι, αφού γυροφερθήκαμε για κάμποση ώρα στην ήρεμη πολιτεία χωρίς να εντοπίσουμε κάποια αξιοπαρακολούθητα δρώμενα, μας ηύρε τελικά η αλλαγή του χρόνου να πίνουμε παρέα με κάποιους ξεκάρφωτους, καρασουρωμένους Ινδούς, σε ένα καταχωμένο, υπόγειο, μάλλον μη-αδειοδοτημένο (τουτέστιν παράνομο) καπηλειό.